Άγιοι από Π

 

    Ο Άγιος Παγκράτιος καταγόταν από την Αντιόχεια. Οι γονείς του ήταν εύποροι και μετά το θάνατο τους ο Παγκράτιος κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία διέθεσε στους φτωχούς. Το Ευαγγέλιο δίδαξε στον Παγκράτιο ο Απόστολος Πέτρος, ο οποίος και τον χειροτόνησε επίσκοπο Ταυρομενίου. Για την ευσεβή και ενάρετη δράση του, ο Κύριος τίμησε τον Άγιο με το χάρισμα της θαυματουργίας. Ο Παγκράτιος επιτέλεσε πολλά θαύματα και ενέταξε στους κόλπους της Εκκλησίας πλήθος ανθρώπων. Βρήκε όμως μαρτυρικό θάνατο, καθώς λιθοβολήθηκε από Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Ο όσιος Παΐσιος καταγόταν από την Αίγυπτο και γεννήθηκε το 300 μ.Χ. από γονείς πλούσιους και ευσεβείς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στην έρημο στον δάσκαλο Παμβώ, όπου απέκτησε θείες αρετές. Πλήθος ανθρώπων πήγαιναν να ακούσουν λόγια πνευματικά. Σε βαθιά γεράματα κατέβηκε στην κοντινότερη πόλη για να διδάξει. Πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και ετάφη στην έρημο. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στην ομώνυμη Μονή στην Πισιδία.

     Παλλάδιος 'Οσιος - 'Ολη του την ζωή την έζησε σ΄ ένα κελί που έχτισε ο ίδιος στο όρος Ίμμη. Είχε το χάρισμα να κάνει θαύματα. Κάποτε ένας έμπορας ληστεύτηκε από έναν ληστή και στην συνέχεια δολοφονήθηκε. Ο ληστής στην συνέχειαπέταξε το σώμα του νεκρού δίπλα στο κελί του Παλλαδίου. Όλοι πίστεψαν ότι τον σκότωσε ο όσιος. Αυτός όμως με την δύναμη του Κυρίου ανέστησε τον πεθαμένο, ο οποίος αποκάλυψε τον πραγματικό δολοφόνο. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι μάρτυρες της Εκκλησίας μας Πάμφιλος, Ουάλης, Παύλος, Σέλευκος, Πορφύριος, Ιουλιανός, Θεόδουλος, Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ και Δανιήλ μαρτύρησαν κατά τη διάρκεια του σκληρού διωγμού που είχε εξαπολύσει ο Διοκλητιανός κατά των χριστιανών. Οι άγιοι μάρτυρες κατάγονταν από διαφορετικούς τόπους και ασκούσαν διαφορετικά επαγγέλματα, αλλά συνδέονταν με την κοινή πίστη τους στον Χριστό. Όταν ξεκίνησαν από τις πόλεις τους για να πάνε στην Καισαρεία της Παλαιστίνης, οι φρουροί τους σταμάτησαν και ζητούσαν να μάθουν ποιοι ήταν. Οι Άγιοι δεν έκρυψαν ότι είναι χριστιανοί και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν. Οδηγήθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα Φιρμιλιανού, ο οποίος τους καλούσε επίμονα να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι Άγιοι μάρτυρες του έδωσαν να καταλάβει πως τίποτα στον κόσμο δεν μπορούσε να τους κάνει να αρνηθούν την αγάπη του Χριστού. Ο Φιρμιλιανός τότε διέταξε να θανατωθούν οι Άγιοι, αφού πρώτα βασανιστούν. Πράγματι, αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια οι Ηλίας, Ιερεμίας, Ησαΐας, Σαμουήλ, Ουάλης, Παύλος, Σέλευκος και Πάμφιλος αποκεφαλίσθηκαν, ενώ ο Θεόδουλος πέθανε στο σταυρό. Όταν ο Πορφύριος, υπηρέτης του Παμφίλου, και ο Ιουλιανός προσπάθησαν να πάρουν τα λείψανα των μαρτύρων, ο έπαρχος διέταξε να τους ρίξουν στην πυρά.

     Ο μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων έζησε την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Διοκλητιανού και καταγόταν από τη Νικομήδεια. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα του ευσεβής χριστιανή, που δυστυχώς πέθανε πρόωρα. Ο θεός όμως δεν άφησε τον Άγιο αβοήθητο μετά το θάνατο της μητέρας του. Τον αξίωσε να διδαχθεί τη χριστιανική πίστη από τον Ιερέα Ερμόλαο και την ιατρική τέχνη από έναν κορυφαίο γιατρό, τον Ευφρόσυνο. Με τη δύναμη της προσευχής του γέμισε αγαλλίαση και ειρήνη χιλιάδες ψυχές και θεράπευσε πολλούς ασθενείς, μεταξύ των οποίων και έναν τυφλό, που έγινε η αιτία της σύλληψης του Αγίου. Συγκεκριμένα, όταν πληροφορήθηκε ο βασιλιάς τη θεραπεία του τυφλού, τον κάλεσε και τον ρώτησε ποιος τον θεράπευσε και με ποιον τρόπο. Τότε εκείνος απάντησε ότι τον θεράπευσε ο Παντελεήμων με τη δύναμη της πίστης του. Ο πρώην τυφλός αποκεφαλίσθηκε αμέσως ενώ παράλληλα διατάχθηκε και η σύλληψη του Αγίου. Ο Παντελεήμων, παρά τις απειλές που δέχθηκε από το βασιλιά, παρέμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την πίστη του. Τότε οδηγήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, από τα οποία βγήκε αλώβητος, γι' αυτό και τον αποκεφάλισαν. Ο Άγιος Παντελεήμων, με το μαρτυρικό του θάνατο, ανήλθε στους ουρανούς στεφανηφόρος.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Καρπός, Πάπυλος, Αγαθόδωρος και Αγαθονίκη κατάγονταν από την Πέργαμο. Έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο διώκτης των χριστιανών Δέκιος. Ο Καρπός, ο οποίος είχε σπουδάσει, όπως και ο συνεργάτης του Πάπυλος, την ιατρική επιστήμη, ήταν επίσκοπος Θυατείρων. Στην επισκοπή του υπηρετούσε κι ένας ευσεβής χριστιανός, ο Αγαθόδωρος. Για τη χριστιανική τους δράση οι τρεις άνδρες συνελήφθησαν από τον ανθύπατο της Μικρός Ασίας Βαλέριο. Όταν οδηγήθηκαν μπροστά στον ηγεμόνα, αυτός τους ζήτησε να θυσιάσουν στους θεούς των ειδωλολατρών. Όμως οι Καρπός, Πάπυλος και Αγαθόδωρος αρνήθηκαν και ομολόγησαν, χωρίς να φοβηθούν, την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από την ομολογία τους οι τρεις άνδρες βασανίσθηκαν σκληρά. Μάλιστα, ο Βαλέριος έδωσε εντολή στους δήμιους του να ανάψουν κάμινο και να ρίξουν μέσα τους Αγίους μαζί με την αδελφή του Παπύλου, Αγαθονίκη. Όμως μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά και οι τέσσερις Άγιοι σώθηκαν. Τότε ο ηγεμόνας διέταξε να αποκεφαλίσουν τους τρεις άνδρες και την Αγαθονίκη. Οι Άγιοι με το θάνατο τους κέρδισαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Παράμονος και συν αυτώ τριακόσιοι εβδομήντα άγιοι μάρτυρες άθλησαν επί αυτοκρατορίας Δεκίου, ο οποίος υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους διώκτες των χριστιανών. Εκείνη την εποχή πολλοί ασθενείς επισκέπτονταν έναν τόπο κοντά στον Τίγρη ποταμό, όπου ανέβλυζαν ιαματικά ύδατα, για να θεραπευθούν. Εκεί πήγε κάποτε ο άρχοντας της Ανατολής Ακυλίνος για να βρει θεραπεία σε κάποια ασθένεια που τον βασάνιζε. Ως ακολουθία του, εκτός από τους στρατιώτες, είχε πάρει τον Παράμονο και άλλους τριακόσιους εβδομήντα χριστιανούς, τους οποίους κρατούσε φυλακισμένους μέχρι να αρνηθούν την πίστη τους. Ο Ακυλίνος πρόσφερε θυσία σε ένα βωμό της θεάς Ισιδος που βρισκόταν εκεί και στη συνέχεια ζήτησε από τους χριστιανούς να μιμηθούν την πράξη του. Κανένας από τους χριστιανούς δε δέχθηκε να θυσιάσει στη θεά των ειδωλολατρών. Αντιθέτως, άρχισαν όλοι μαζί να ψάλουν δοξολογία προς τον Κύριο και θεό τους, εξοργίζοντας ακόμη περισσότερο τον άρχοντα, ο οποίος διέταξε να θανατωθούν όλοι. Με το μαρτυρικό θάνατο τους ο Παράνομος και οι τριακόσιοι εβδομήντα Άγιοι που ετελειώθησαν από τα ξίφη των ειδωλολατρών ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Η Αγία Παρασκευή γεννήθηκε στη Ρώμη. Ήταν κόρη του Αγάθωνα και της Πολιτείας. Οι γονείς της την ανάθρεψαν «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», γιατί δεν είχαν παιδί και ευχήθηκαν, αν αποκτήσουν, να το αφιερώσουν στο θεό. Μετά τον θάνατο των δικών της μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς και γύριζε κηρύττοντας το Ευαγγέλιο. Η δράση της προκάλεσε τον βασιλιά Αντωνίνο ο οποίος αφού τη συνέλαβε την έβαλε σε ένα λέβητα με καυτό λάδι και πίσσα. Όταν είδε την Αγία άθικτη, δοκίμασε το υγρό στο πρόσωπο του και τυφλώθηκε. Η Αγία με προσευχή έδωσε το φως στον Αντωνίνο ο οποίος πίστεψε. Αργότερα η Αγία μαρτύρησε με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Παρθένιος καταγόταν από τη Μικρά Ασία και έζησε επί αυτοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ήταν άνθρωπος αγράμματος και ασχολούνταν με το ψάρεμα. Όσα χρήματα εισέπραττε από την πώληση των ψαριών δεν τα κρατούσε για τον ίδιο, παρά τα μοίραζε στους φτωχούς. Με την επιθυμία να αποκτήσει υψηλού βαθμού θεολογική κατάρτιση, ώστε να μπορέσει να υπηρετεί τον Κύριο του καλύτερα, κατέβαλε επίμονες προσπάθειες και σε μεγάλη πλέον ηλικία έμαθε γράμματα. Εκτιμώντας τις αρετές του ο επίσκοπος Μελιτοπόλεως τον χειροτόνησε ιερέα, ενώ αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Λαμψάκου. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

     Ο όσιος Πατάπιος καταγόταν από τις Θήβες της Αιγύπτου. Από πολύ νωρίς γνώρισε την αλήθεια και ντυμένος με την πανοπλία της πίστης αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Ασκήτευσε πολλά χρόνια στην έρημο και κατόπιν πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου συνέχισε να ζει αυστηρή ασκητική ζωή. Για το λόγο αυτό ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας και μπόρεσε έτσι να βοηθήσει δεκάδες ανθρώπους, θεράπευσε τυφλούς και δαιμονισμένους και στάθηκε στο πλευρό όσων χρειάζονταν τη βοήθεια του. Ο όσιος απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.

     Ο Άγιος Πατρίκιος με τη βαθιά του πίστη και την πνευματική του δύναμη έγινε ένας από τους πιο θερμούς υπερασπιστές του Ευαγγελίου. Ευλογημένος από τον θεό, είχε πνευματική διαύγεια τόση και παρρησία τέτοια ώστε πάλεψε με δεινότητα ενάντια στους ειδωλολάτρες και έφερε πολλούς ανθρώπους στο δρόμο της αλήθειας. Διετέλεσε επίσκοπος Προύσσης και από τη θέση αυτή μπόρεσε να ευεργετήσει παντοιοτρόπως το ποίμνιο του. Μάλιστα διάλεξε τρεις άξιους συνεργάτες, τον Ακάκιο, τον Μένανδρο και τον Πολύαινο, που αφιερώθηκαν ολοκληρωτικά στο αποστολικό τους έργο. Αυτό εξόργισε τον άρχοντα Ιούλιο, ο οποίος διέταξε τη σύλληψη του Πατρικίου. Ο Άγιος δε λύγισε μπροστά στις απειλές του Ιουλίου και με ρητορική δεινότητα ανέτρεψε την επιχειρηματολογία του. Συγκεκριμένα ο άρχοντας επιχείρησε να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί τον Χριστό, λέγοντας ότι τα αναβλύζοντα θερμά ύδατα θερμαίνονται με την πρόνοια των θεών της ειδωλολατρικής θρησκείας. Ο Άγιος μάρτυρας όμως απάντησε ότι τα θερμά ύδατα, όπως και όλη η κτίση, είναι υπό την πρόνοια του ενός και μοναδικού θεού. Ο άρχοντας τότε εξοργισμένος διέταξε να αποκεφαλίσουν τον Πατρίκιο και τους τρεις συνεργάτες του.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λουκιλλιανός ήταν ιερέας των ειδώλων όταν άκουσε χριστιανικό κήρυγμα. Ο θείος λόγος ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του και άρχισε να διακηρύσσει την πίστη του, εξοργίζοντας τον κόμη Λιβάνιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Λουκιλλιανό σε φρικτά βασανιστήρια. Οδηγήθηκε στη φωτιά μαζί με τέσσερα παιδιά τα οποία είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο. Όμως δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά και έτσι μετέφεραν τον Άγιο και τους νέους στο Βυζάντιο όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ενώ τα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν. Η παρθένος Παύλη πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε, γι' αυτό το λόγο βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.

     Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Παύλος γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας. Ένθερμος εραστής του Μωσαϊκού Νόμου καθώς ήταν, υπήρξε σκληρός διώκτης των χριστιανών. Μετέβαινε μάλιστα στη Δαμασκό, για να κυνηγήσει του χριστιανούς. Τον κατεδίωκε όμως ο μεγάλος κυνηγός, ο Χριστός, ο Οποίος του φανερώθηκε και τον πρόσταξε να πάει στον Ανανία, ο οποίος τον κατήχησε και τον βάπτισε. Από τη στιγμή εκείνη ο Παύλος έγινε ο μεγαλύτερος κήρυκας του Ευαγγελίου σε όλη την οικουμένη. Αφού δίδαξε τη σωτήρια αλήθεια σε πολλούς ειδωλολάτρες, κατέληξε στη Ρώμη, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

     Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Υπήρξε γραμματέας του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αλεξάνδρου, τον οποίο και διαδέχθηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Η χειροτονία και ανάρρηση του Παύλου έλαβε χώρα ερήμην του αυτοκράτορα Κωνσταντίου, ο οποίος ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας, απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο τον Παύλο. Τότε ο Αγιος πήγε στη Ρώμη, όπου συνάντησε τον εξόριστο από τον Κωνστάντιο Μέγα Αθανάσιο. Πληροφορηθείς τα γεγονότα ο αδελφός του Κωνστάντιου και αυτοκράτορας της Δόσης Κώνστας, επενέβη ζητώντας να αποκατασταθούν στους πατριαρχικούς θρόνους τους ο Παύλος και ο Αθανάσιος. Το αίτημα του Κώνστα έγινε δεκτό και ο Παύλος επέστρεψε στο έργο του. Όταν όμως ο Κώνστας απεβίωσε, ο Κωνστάντιος εξόρισε τον Παύλο στον Κουκουσό της Αρμενίας. Στον τόπο αυτό ο Αγιος ετελειώθη από φανατικούς αρειανούς, οι οποίοι τον έπνιξαν με το ίδιο του το ωμοφόριο τη στιγμή που τελούσε τη θεία Λειτουργία. Με αυτόν το μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του ο Αγιος Παύλος, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Παύλος ονομάσθηκε Απλός, διότι ήταν  άνθρωπος άκακος και με τρόπους απλοϊκούς. Στο επάγγελμα ήταν γεωργός, εργασία την οποία ασκούσε με αφοσίωση. Άνθρωπος σεμνός και αγνός καθώς ήταν δεν είχε υποψιαστεί ότι η σύζυγος του είχε υποπέσει στο αμάρτημα της μοιχείας. Όταν κάποια μέρα γύρισε στο σπίτι του μετά την εργασία και βρήκε τη γυναίκα του να μοιχεύεται, δεν οργίστηκε, παρά πήρε την απόφαση να την εγκαταλείψει και να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Πράγματι, πήγε στην έρημο και συντρόφευσε στην ασκητική ζωή τον Μέγα Αντώνιο. Έπειτα από πολλές ασκήσεις στην εγκράτεια επιβραβεύθηκε με το χάρισμα να θαυματουργεί. Ετελειώθη ειρηνικά.

     Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμββάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Παφνούτιος έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού, ο οποίος κήρυξε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός ο Άγιος Παφνούτιος ησύχαζε στην έρημο της Αιγύπτου, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τον έπαρχο Αρριανό, ο οποίος ξεκίνησε να τον συλλάβει. Μετά τη σύλληψη του Αγίου ο έπαρχος διέταξε και βασάνισαν φριχτά τον Παφνούτιο. Του ξέσκισαν βαθιά τις σάρκες, αλλά ο Άγιος προσευχήθηκε και οι πληγές επουλώθηκαν. Το θαύμα αυτό είδαν με τα μάτια τους δυο στρατιώτες, που πίστεψαν στον Χριστό, γεγονός που εξόργισε τον Αρριανό, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Αλλά και όταν είχαν ρίξει στη φυλακή τον Παφνούτιο, αυτός κατάφερε να οδηγήσει στο δρόμο της αλήθειας σαράντα προκρίτους, τους οποίους ο έπαρχος έριξε στη φωτιά μαζί με τον Άγιο, ο οποίος όμως εξαφανίσθηκε από μπροστά του με τρόπο θαυματουργικό. Ο Παφνούτιος με δική του θέληση παρουσιάσθηκε ξανά στον ειδωλολάτρη έπαρχο. Ο Αρριανός αυτή τη φορά διέταξε να κομματιάσουν τον Άγιο, αλλά τα κομμάτια του ενώθηκαν και ο Παφνούτιος ήταν ακόμη ζωντανός. Τότε ο έπαρχος έστειλε τον Άγιο στή Ρώμη, όπου και σταυρώθηκε.

     Ο Παχώμιος γιος γονέων ευσεβών ζούσε στη μικρά Ρωσία. Αιχμαλωτίσθηκε από τους Τατάρους που τον πούλησαν σε Τούρκο στο Ουσάκι της Φιλαδέλφειας. Όταν προσπάθησαν να τον εξισλαμίσουν έφυγε σαν πραγματευτής στην Σμύρνη, και μετά στην Μονή Αγίου Παύλου στο Άγιο Όρος. 'Έγινε ενάρετοςς μοναχός και παράδειγμα αρετής. Επέστρεψε στο Ουσάκι να διδάξει αλλά εκεί τον αναγνώρισαν, τον φυλάκισαν και αποκεφαλίσθηκε στις 27/5/7730. Το λείψανο του βρίσκεται στη Μονή Ιωάννου θεολόγου στην Πάτμο.

     Ο Άγιος Πείρος γεννήθηκε και έζησε στην πόλη των Καπιτωλίων της ανατολικής Ιορδανίας. Ήταν άνθρωπος σεμνός και θεοφιλής. Αν και αρχικά νυμφεύθηκε και απέκτησε τέκνα, αργότερα ασπάσθηκε το μοναχικό βίο. Τιμήθηκε από το μητροπολίτη Βόστρων με το αξίωμα του ιερέα. Κάποια στιγμή καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον εθνάρχη των Αγαρηνών, ο οποίος τον βασάνισε ανελέητα. Ο Άγιος Πέτρος ετελειώθη με αποκεφαλισμό, το δε λείψανο του το έριξαν σε ποτάμι.

     Η οσία Πελαγία καταγόταν από την πόλη της Αντιόχειας και έζησε επί αυτοκρατορίας Νουμεριανού (283-284 μ.Χ.). Ασκούσε το επάγγελμα της ιερόδουλης και διήγε βίο άσωτο και αμαρτωλό. Ήλθε όμως σε μετάνοια όταν άκουσε το κήρυγμα του επίσκοπου Νόννου. Τα λόγια του συγκλόνισαν την Πελαγία, η οποία διέγραψε το παρελθόν της, κατηχήθηκε στην πίστη του Χριστού από τον Νόννο και βαπτίσθηκε. Εξαγνισμένη πια, μοίρασε τα υπάρχοντα της στους φτωχούς και πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου ασκήτευσε. Απεβίωσε εν ειρήνη.

     Η άλλη Πελαγία γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας από επιφανή και ένδοξη οικογένεια. Όταν ο άρχοντας της Αντιόχειας έμαθε ότι η Πελαγία ήταν χριστιανή διέταξε τους στρατιώτες του να πάνε στο σπίτι της και να τη συλλάβουν. Εκείνη όταν είδε τους στρατιώτες, τους ζήτησε να της επιτρέψουν να απομονωθεί για λίγο. Αυτοί δέχθηκαν και η Αγία αποσύρθηκε σε ένα δωμάτιο, όπου προσευχήθηκε στον θεό να τη βοηθήσει να μη χάσει την αγνότητα της. Αφού τελείωσε την προσευχή της, άνοιξε το παράθυρο και έπεσε στο κενό. Με τον τρόπο αυτό η Αγία Πελαγία παρέδωσε το πνεύμα της.

     Η Αγία Πελαγία γεννήθηκε στην πόλη Ταρσό της Κιλικίας και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρικό περιβάλλον, αλλά ζητούσε να μάθει για τη χριστιανική πίστη. Όταν ήταν ακόμη σε νεαρή ηλικία, παρουσιάσθηκε στον ύπνο της ο επίσκοπος Ρώμης. Συγκλονισθείσα από το όραμα η Αγία Πελαγία πήρε την απόφαση να βαπτισθεί χριστιανή, θέλοντας να αποφύγει την οργή της μητέρας της ισχυρίστηκε ότι θα πήγαινε να επισκεφθεί την τροφό της, η οποία ζούσσε σε άλλη πόλη. Όμως η Αγία μετέβη στη Ρώμη, όπου ο επίσκοπος, φωτισθείς από τον θεό, δέχθηκε να τη βαπτίσει. Στη συνέχεια η Πελαγία παρέδωσε τα πλούσια και πολυτελή ενδύματα της για να μοιραστούν στους φτωχούς. Όταν ο γιος του αυτοκράτορα και μνηστήρας της Πελαγίας έμαθε ότι η αγαπημένη του έγινε χριστιανή, έδωσε τέλος στη ζωή του. Τότε ο πατέρας του Διοκλητιανός κάλεσε την Πελαγία και της ζήτησε να αρνηθεί τον Χριστό και να ασπασθεί ξανά τα είδωλα. Δεν υπήρχε όμως περίπτωση η νεοφώτιστη •χριστιανή, που είχε πλέον γνωρίσει το δρόμο της αλήθειας, να απαρνηθεί την πίστη της. Έτσι ο Διοκλητιανός διέταξε να πυρακτώσουν ένα χάλκινο βόδι και να τη βάλουν μέσα. Με το μαρτυρικό της θάνατο η Πελαγία έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Πέτρος ήταν αδελφός του Απόστολου Ανδρέα και καταγόταν από την πόλη Βηθσαΐδα της Γαλιλαίος, όπου ζούσε με την οικογένεια του και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά. Όπως μαθαίνουμε από το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς πήγε στη λίμνη Γεννησαρέτ συνάντησε τα αδέλφια Πέτρο και Ανδρέα, που έριχναν τα δίχτυα τους. Μόλις ο Ιησούς Χριστός τους κάλεσε κοντά Του, εκείνοι άφησαν τα δίχτυα τους και Τον ακολούθησαν. Ο Απόστολος Πέτρος, αφού κήρυξε το λόγο του Ευαγγελίου και έγραψε δυο Καθολικές Επιστολές, σταυρώθηκε στη Ρώμη.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Σήμερα η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

     Ο Άγιος Πλάτων γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μΧ. στην Άγκυρα της Μικρός Ασίας. Διακρινόταν για τη χριστιανική πίστη του και για τη φιλανθρωπική του δράση. Πράγματι, κήρυττε με ζήλο τη χριστιανική πίστη, ενώ παράλληλα μοίραζε στους φτωχούς την περιουσία του. Όταν πληροφορήθηκε τη δράση του ο ηγεμόνας Αγριππίνος διέταξε να συλλάβουν τον Πλάτωνα και να τον οδηγήσουν μπροστά του ώστε να τον ανακρίνει ο ίδιος. Ο Άγιος με παρρησία ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό ενώπιον του ηγεμόνα, ο οποίος κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες για να πείσει τον Άγιο να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγριππίνος, αφού συνειδητοποίησε πως ούτε οι απειλές του, αλλά ούτε και οι κολακείες του μπορούσαν να κλονίσουν την πίστη του Πλάτωνα, διέταξε να τον βασανίσουν. Πράγματι, οι δήμιοι, αφού χτύπησαν με, μαστίγιο τον Άγιο, τον έδεσαν σε πυρακτωμένο κρεβάτι και στη συνέχεια του καταξέσχισαν με σιδερένια νύχια τις σάρκες. 'Έπειτα από πολλά βασανιστήρια οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Πλάτωνα, ο οποίος ανήλθε στεφανηφόρος στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Αγάπιος, Πλήσιος, Ρωμύλος, Τιμόλαος, οι δύο Αλέξανδροι και οι δύο Διονύσιοι έζησαν κατά την περίοδο που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αγάπιος καταγόταν από τη Γάζα της Παλαιστίνης, ο Τιμόλαος από τον Εύξεινο Πόντο, ο Πλήσιος και οι δύο Αλέξανδροι από την Αίγυπτο, οι δύο Διονύσιοι από την Τρίπολη της Φοινίκης και ο Ρωμύλος από τη Διόσπολη, όπου ήταν υποδιάκονος. Ήτταν όλοι χριστιανοί και διακρίνονταν για την ευσέβεια τους και για τη δύναμη της πίστης τους. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού εναντίον των χριστιανών, οι οκτώ Άγιοι συνελήφθησανν και οδηγήθηκαν στον Ουρβανό, ηγεμόνα της Καισαρείας της Παλαιστίνης. Κατά τη διάρκεια της εξέτασης τους από τον Ουρβανό οι Άγιοι δε λιγοψύχησαν μπροστά στις απειλές του ειδωλολάτρη ηγεμόνα ούτε δελεάστηκαν από τις κολακείες του, αλλά με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Όταν ο Ουρβανός διαπίστωσε πως δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πείσει τους οκτώ Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους, διέταξε και τους αποκεφάλισαν.

     Ο όσιος Ποιμήν καταγόταν από την Αίγυπτο. Μαζί με τους αδελφούς του συνέστησαν μια μικρή μοναχική αδελφότητα σε ένα ερημικό μέρος της Αιγύπτου, όπου μόναζαν αφοσιωμένοι στην υπηρεσία του Κυρίου. Αφού διακρίθηκε σε κάθε αρετή, ο όσιος Ποιμήν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο ιερομάρτυρας Πολύκαρπος υπήρξε μαθητής του Ευαγγελιστή Ιωάννη και διετέλεσε επίσκοπος Σμύρνης, αξίωμα που ανέλαβε με τρόπο θαυμαστό: Ο προηγούμενος επίσκοπος, ο μακαριστός Βουκόλος, προαισθανόμενος το τέλος του ζήτησε να αναλάβει το αξίωμα του ο Πολύκαρπος. Προτού ιερωθεί και λόγω της υποδειγματικής ζωής του είχε λάβει το χάρισμα να τελεί θαύματα. Σταμάτησε την ορμή φωτιάς που κατάκαιγε τα πάντα και έθρεψε κόσμο πεινασμένο με καρπούς που πολλααπλασίασε. Επίσης, με τη δύναμη της προσευχής του έστειλε βροχή που αναζωογόνησε την άγονη γη. Επί αυτοκρατορίας Αντωνίνουυ Πίου (138-161 μΧ.) άρχισε σκληρός διωγμός εναντίον των χριστιανών. Ο ανθύπατος Μικράς Ασίας Στάτιος Κοδράτος συνέλαβε τον Πολύκαρπο και του ζήτησε να απαρνηθεί την πίστη του και να βλασφημήσει τον Χριστό. Όμως ο Άγιος του απάντησε ότι σε όλη του τη ζωή υπηρετούσε τον Κύριο του χωρίς ποτέ αυτός να τον αδικήσει και ότι δεν μπορούσε να βλασφημήσει το Σωτήρα του. Ο Κοδράτος διέταξε τότε να τον ρίξουν στη φωτιά, από την οποία ο Πολύκαρπος βγήκε ανέγγιχτος. Στο τέλος οι διώκτες του τον αποκεφάλισαν και ο Πολύκαρπος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου στις 23 Φεβρουαρίου του έτους 156 μΧ.

     Ο Άγιοι Ονησιφόρος και Πορφύριος μαρτύρησαν την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Υπήρξαν ευσεβή μέλη της Εκκλησίας και καθημερινά διακινδύνευαν τη ζωή τους συλλέγοντας και ενταφιάζοντας τα λείψανα των χριστιανών που θανάτωναν οι ειδωλολάτρες. Όταν η δράση τους αυτή έγινε γνωστή συνελήφθησαν και ανακρίθηκαν από τους ειδωλολάτρες, στους οποίους οι Άγιοι δε δίστασαν να ομολογήσουν την πίστη τους στον Χριστό. Οι δυο άνδρες υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια μετά την ομολογία τους και βρήκαν τραγικό θάνατο. Συγκεκριμένα, οι ειδωλολάτρες τους έδεσαν πίσω από άγρια άλογα που άρχισαν να καλπάζουν, προκαλώντας το θάνατο των Αγίων.

     Ο όσιος Πατέρας μας Πορφύριος γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, αλλά η θεολογική του δράση απλώθηκε σε πολλές περιοχές. Αρνούμενος την κοσμική και πλούσια ζωή που του πρόσφερε η οικογένεια του, αποσύρθηκε αρχικά σε μμια σκήτη στην Αίγυπτο για να αφιερωθεί στη μοναχική ζωή και στη συνέχεια πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου και χειροτονήθηκε ιεερέας. Γρήγορα ανέλαβε το αξίωμα του επισκόπου Γάζης και επιδόθηκε σε θαυμαστά και ιερά έργα, καθώς είχε λάβει το θείο χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Στην προσπάθεια του να πολεμήσει τους αιρεετικούς και να προστατεύσει το ποίμνιο του από τις αδικίες, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει τη βοήθεια του αυτοκράτορα. Εκεί, και με τη συμβολή του Ιωάννη του Χρυσόστομου, συνάντησε τη βασίλισσα, η οποία τον τίμησε και προοσφέρθηκε να τον βοηθήσει. Μάλιστα, λέγεται ότι ο Άγιος έκανε θαυμαστή πρόρρηση -την κυοφορία από τη βασίλισσα αρσενικού παιδιού- και έτσι, παρά τις αρχικές του αντιδράσεις, ο βασιλιάς δέχθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα του. Με γραπτή εντολή του εκδιώχθηκαν οι αιρετικοί από τη Γάζα και με την οικονομική του συνεισφορά ο μακαριστός Πορφύριος κατάφερε να ανεγείρει εκκλησίες εκεί όπου προηγουμένως βρίσκονταν ειδωλολατρικοί ναοί. Μετά από είκοσι τέσσερα έτη χρηστού και πλούσιου σε θαύματα ιερατικού βίου, ο όσιος Πορφύριος εξεδήμησε προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Ήταν αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος τους κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο μαζί με τον Απόστολο των Εθνών σε πάρα πολλές περιοχές, υπομένοντας κακουχίες και διωγμούς. Έχοντας επιτελέσει ανεκτίμητο ιεραποστολικό έργο οι τρεις συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και αποκεφαλίσθηκαν όταν ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μΧ). Το βίο και τη δράση των τριών Αγίων κατέγραψε και μας παρέδωσε ο επίσκοπος Τύρου Δωρόθεος

     Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Πρόκλος και Ιλάριος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊανού και κατάγονταν από ένα χωριό έξω από την Άγκυρα. Τους δύο Αγίους, εκτός από τη βαθιά πίστη και την πνευμονική τους ταύτιση, τους συνέδεε και συγγενικός δεσμός. Δεινοί ομολογητές της χριστιανικής αλήθειας, συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμειναν με θαυμαστή καρτερία. Τελικά θανατώθηκαν, ο μεν Πρόκλος με βέλη, ο δε Ιλάριος με αποκεφαλισμό, και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Προκόπιος γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ από το χριστιανό Χριστόφορο και την ειδωλολάτρισσα Θεοδοσία. Έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Όταν η μητέρα του έμεινε χήρα οδήγησε τον νέο στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, ο οποίος τον διόρισε δούκα της Αλεξάνδρειας, δίνοντας του μάλιστα την εντολή να καταδιώκει και να βασανίζει τους χριστιανούς. Κατά την πορεία του προς την Αλεξάνδρεια όμως ο Προκόπιος είχε μια εμπειρία θαυμαστή, που άλλαξε τη ζωή του: Εμφανίστηκε σε αυτόν κρυστάλλινος σταυρός και την ίδια ώρα ακούστηκε φωνή να λέει: «Εγώ είμαι ο Εσταυρωμένος Υιός του θεού». Με τον τρόπο αυτό ο Κύριος απάλλαξε τον Προκόπιο από την πλάνη του και τον οδήγησε στο δρόμο της σωτηρίας. Λίγο καιρό αργότερα ο Προκόπιος γύρισε νικητής από εκστρατεία του κατά των Σαρακηνών. Η μητέρα του τότε τον προέτρεψε να θυσιάσει στα είδωλα, όμως αυτός αρνήθηκε. Όταν η μητέρα του κατάλαβε πως ο γιος της είχε πιστέψει στον Χριστό τον κατήγγειλε αμέσως στον έπαρχο Ούλκιο. Ο έπαρχος, αφού βασάνισε τον Προκόπιο και τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, τον οποίο ο Αγιος γκρέμισε οδηγώντας στην πίστη του Χριστού τη μητέρα του και πολλούς άλλους, διέταξε τον αποκεφαλισμό του.

     Ο όσιος Προκόπιος έζησε επί αυτοκρατορίας Λέοντα Γ του Ισαύρου (8ος αι.). Αγάπησε την ασκητική ζωή και γύμνασε την ψυχή του για να την απαλλάξει από τα πάθη και τις αδυναμίες των ανθρώπων. Δεν απομονώθηκε όμως στο κελί του, αλλά όταν ήρθε η ώρα υπερασπίσθηκε με ζήλο και σθένος την Ορθοδοξία. Σφοδρός εικονομάχος, ο Λέων ο Ίσαυρος ήταν υπεύθυνος για τη δίωξη και το βασανισμό πολλών φίλων των εικόνων, μεταξύ αυτών και του Προκοπίου, ο οποίος αναδείχθηκε μεγάλος ομολογητής της ορθόδοξης πίστης.

     Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα