Άγιοι από N

 

    Οι Άγιοι Ναζάριος, Γερβάσιος, Προτάσιος και Κέλσιος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Νέρωνα (57-68 μΧ.), ο οποίος προέβη σε ανελέητο διωγμό κατά των χριστιανών. Ο Ναζάριος καταγόταν από γονείς θεοσεβείς, οι οποίοι είχαν κατηχηθεί στο χριστιανισμό από τον Απόστολο Πέτρο. Σε νεαρή ηλικία ο Ναζάριος ορφάνεψε και όταν έφτασε στην ηλικία των είκοσι χρόνων ξεκίνησε περιοδεία με σκοπό να κηρύξει στους λαούς το λόγο του Ευαγγελίου. Όταν έφθασε στα Μεδιόλανα γνώρισε τον Προτάσιο και τον Γερβάσιο, δυο ευσεβείς χριστιανούς. Ο Ναζάριος συνέχισε το θεάρεστο έργο του μαζί με τους δύο άνδρες, κατηχώντας στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών. Φεύγοντας για τη Γαλλία ο Ναζάριος διάλεξε για ακόλουθο του ένα νεαρό παιδί, τον Κέλσιο. Όταν ο Ναζάριος και ο Κέλσιος επέστρεψαν στα Μεδιόλανα συνελήφθησαν μαζί με τον Γερβάσιο και τον Προτάσιο από τον έπαρχο Ανούλιο. Στην άρνηση τους να προσκυνηθούνε τα είδωλα, ο Ανούλιος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των τεσσάρων.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη τον προφήτη Ναούμ,που έδρασε γυρνά στον 7ο αιώνα π.Χ., στο βασίλειο του Ιούδα. Σ' ένα λαμπρό σύγγραμμα του, που επιγράφεται «Λήμμα Νινευή», περιέγραφε με θαυμαστές λεπτομέρειες την πολιορκία και την καταστροφή της Νινευή. Έδινε σημάδια μάλιστα πα>ς η περιοχή θα καταστραφεί από γλυκά νερά και υπόγεια πυρκαγιά, προφητεία που πραγματοποιήθηκε. Ο προφήτης Ναούμ, με το έργο αυτό, άφησε σημαντική πνευματική κληρονομιά. Ο προφήτης απεβίωσε εν ειρήνη και σε βααθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Οι Άγιοι Αδριανός και Ναταλία κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν κατά την εποχή του Μαξιμιανού. Ο Αδριανός είδε μια μέρα είκοσι τρεις χριστιανούς που επρόκειτο να μαρτυρήσουν για την πίστη τους, τους οποίους και ρώτησε για ποιο λόγο ήταν πρόθυμοι να υπομείνουν τα βασανιστήρια που ετοίμαζαν γι' αυτούς οι ειδωλολάτρες. Όταν οι χριστιανοί του απάντησαν ότι προσέμεναν τα αγαθά που προσφέρει ο θεός σε αυτούς που υποφέρουν για Αυτόν, ο Αδριανός εντυπωσιάστηκε και δήλωσε οικειοθελώς το όνομα του ανάμεσα σε αυτά των μαρτύρων. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έκλεισαν στη φυλακή, όπου έτρεξε να τον βρει η σύζυγος του Ναταλία, η οποία τον ενθάρρυνε να μην υποκύψει στα βασανιστήρια που τον περίμεναν. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια ο Αδριανός παρέδωσε το πνεύμα του. Όταν όμως οι ειδωλολάτρες επιχείρησαν να κάψουν τα λείψανα των μαρτύρων του Χριστού μια δυνατή νεροποντή έσβησε τη φωτιά που είχαν ανάψει. Η Ναταλία, που ήταν παρούσα, πήρε τότε το σώμα του Αγίου και το έθαψε στον τόπο όπου αργότερα ενταφιάσθηκε και η ίδια.

     Ο όσιος Νείλος ο Νέος καταγόταν από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας. Μαζί με τον θείο και δάσκαλο του Μακάριο εντάχθηκαν στην Μονή Μαλεβής. Εκεί χειροτονήθηκε Ιεροδιάκονος και Ιερομόναχος. Πήγε στο Άγιος Όρος και αφού έζησε ασκητική ζωή, απεβίωσε το 1651. Επί βασιλείας του Κωνσταντίνου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και ενώ αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων ήταν ο Κύριλλος, εμφανίσθηκε για δεύτερη φορά ο Τίμιος Σταυρός. Το 346 μ.Χ. περίπου, κατά τη διάρκεια της Αγίας Πεντηκοστής (στις 7 Μαΐου) εμφανίσθηκε στον ουρανό ο Τίμιος και Ζωοποιός Σταυρός, σχηματισμένος από εκθαμβωτικό φως. Όλος ο λαός μπορούσε να δει τον Τίμιο Σταυρό, που εκτεινόταν μέχρι το όρος των Ελαίων. Το εκπληκτικό αυτό θέαμα προκάλεσε συγκίνηση και χαρά στις ψυχές όλων όσοι βρίσκονταν στην Ιερουσαλήμ. Έτσι, άνθρωποι κάθε ηλικίας συγκεντρώθηκαν στην εκκλησία, όπου δόξασαν τον θεό και τον ευχαρίστησαν που τους αξίωσε να δουν αυτό το θέαμα.

     Ο Άγιος Νεκτάριος γεννήθηκε την 1η Οκτωβρίου του 1846 στη Θράκη από θεοφιλή οικογένεια. Αρχικά ονομαζόταν Αναστάσιος. Σε ηλικία δεκατεσσάρων χρόνων πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου εργάσθηκε σκληρά έξι χρόνια. Αργότερα, χειροτονήθηκε διάκονος και ονομάσθηκε Νεκτάριος. Στη συνέχεια πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε θεολογία, και μετά μετέβη στην Αλεξάνδρεια. Εκεί χειροτονήθηκε μητροπολίτης και απέκτησε μεγάλη φήμη για το ήθος και τα κηρύγματα του. Συκοφαντήθηκε και αναγκάστηκε να έλθει στην Ελλάδα, όπου εργάσθηκε ους ιεροκήρυκας και διευθυντής στη Ριζάρειο Σχολή. Ίδρυσε τη γνωστή Μονή στην Αίγινα και αφιερώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη στις 8 Νοεμβρίου του 1920.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος Νέστωρ μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού και Μαξιμιανού. Ενώ βρισκόταν σε νεαρή ηλικία, πληροφορήθηκε ότι ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός εκόμπαζε για το γιγαντόσωμο και ανίκητο μονομάχο του, το Λυαίο. Χλεύαζε μάλιστα τους χριστιανούς και καλούσε οποιονδήποτε ήθελε να τον αντιμετωπίσει στους επικείμενους αγώνες στο στάδιο της πόλης. Ο Νέστωρ πήρε την παράτολμη απόφαση να καταπολεμήσει με τη βοήθεια του θεού τον θηριώδη μονομάχο. Για το σκοπό αυτό επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Δημήτριος προσευχήθηκε για τη νίκη του στο θεό, και μάλιστα του προείπε ότι θα αξιωθεί να μαρτυρήσει για την πίστη του. Ο Νέστωρ, αναθαρρημένος από τις ευχές του Αγίου Δημητρίου, εισήλθε στο στάδιο και συνεπλάκη με τον Λυαίο, τον οποίο και θανάτωσε με ένα χτύπημα στην καρδιά. Ο Μαξιμιανός, ο οποίος βρισκόταν στο στάδιο και παρακολουθούσε τον αγώνα, θεώρησε προσωπική προσβολή το γεγονός και διέταξε να θανατώσουν με τη λόγχη τους δυο γενναίους άντρες.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι δύο χριστιανοί συνελήφθησαν και κλείσθηκαν στη φυλακή, αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον ηγεμόνα Μάξιμο. Οι ειδωλολάτρες, αφού έκλεισαν τους άγιους άνδρες για είκοσι ημέρες στη φυλακή, τους οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων και τους πίεζαν να αρνηθούν τον Χριστό. Οι δήμιοι τους υπέβαλαν στα αγριότερα βασανιστήρια, τα οποία μάλιστα παρακολουθούσαν και οι γυναίκες των αγίων. Αφού υπέμειναν με καρτερία τα μαρτύρια τους οι Άγιοι Νίκανδρος και Μαρκιανός παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Οι Άγιοι Πρόχορος, Νικάνωρ, Τίμων και Παρμενάς ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου και ήσαν μεταξύ των επτά εκλεγμένων διακόνων της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων. Κήρυτταν το λόγο του Χριστού, ενώ παράλληλα μεριμνούσαν για τα άπορα μέλη της Εκκλησίας. Για το κήρυγμα τους βασανίσθηκαν και βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και οι τέσσερις. Ο Πρόχορος παρέδωσε το πνεύμα του στη Μικρά Ασία, όπου λειτουργούσε ως επίσκοπος Νικομήδειας. Ο Νικάνωρ και ο Παρμένος ετελεύτησαν στην Ιερουσαλήμ, ενώ ο Ημών μαρτύρησε στη Βόστρα της Αραβίας. Έτσι και οι τέσσερις αναδείχθηκαν πιστοί διάκονοι στο έργο του Κυρίου.

     Η Αγία μάρτυς Νίκη ήταν μεταξύ αυτών που πίστεψαν στον Χριστό από τα θαύματα που έκανε ο Άγιος Γεώργιος ο Μεγαλομάρτυς κατά τη διάρκεια του ενδόξου μαρτυρίου του επί Διοκλητιανού (284-304). Στη συνέχεια υυπέστη μαζί με άλλους, θάνατο δια αποκεφαλισμού.

     Ο Άγιος Νικήτας έζησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337). Γεννήθηκε στη χώρα των Γότθων, οι οποίοι κατοικούσαν την περιοχή που βρισκόταν πέραν του ποταμού Ίστρου, από γονείς ευγενείς και πλούσιους. Σε νεαρή ηλικία διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από το Γότθο επίσκοπο Θεόφιλο και έκτοτε αφοσιώθηκε στην προσπάθεια να καλλιεργήσει όλες τις χριστιανικές αρετές και να μελετήσει σε βάθος τις άγιες γραφές. Εξαιτίας της χριστιανικής του δράσης ο Άγιος Νικήτας συνελήφθη από τον άρχοντα Αθηνάριχο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Όμως ο ειδωλολάτρης έπαρχος βρέθηκε μπροστά στο άκαμπτο φρόνημα του Αγίου, ο οποίος υπερασπίσθηκε μέχρι τέλους την πίστη του. Ο Νικήτας υπέστη πολλά μαρτύρια, τα οποία υπέμενε με καρτερία και με το θάρρος που του έδινε η δύναμη της πίστης του. Τελικά οι ειδωλολάτρες, αφού τον υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια, τον έριξαν στην πυρά, όπου ο Νικήτας παρέδωσε το πνεύμα του. Με τρόπο θαυματουργό όμως το λείψανο του Αγίου έμεινε άθικτο από τη φωτιά και φυλάχτηκε από κάποιον χριστιανό προς σωτηρία ψυχής και σώματος των ευλαβών προσκυνητών.

     Ο Άγιος Πατέρας μας και ομολογητής Νικήτας διετέλεσε επίσκοπος της Απολλωνιάδος την εποχή της εικονομαχίας. Εκτός από τη βαθιά πίστη του και την αγάπη του, ξεχώριζε για την παρρησία με την οποία διακήρυττε το θείο λόγο. Έτσι όταν πιέσθηκε από τους ειδωλολάτρες να αλλαξοπιστήσει, παρέμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την αλήθεια απτόητος. Για το λόγο αυτό καταδικάσθηκε σε εξορία και υποβλήθηκε σε φοβερές κακουχίες. Υπέμεινε όλα τα βασανιστήρια με μοναδική καρτερία, στο τέλος όμως αρρώστησε βαριά και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο αοίδιμος Πατέρας μας Νικήτας καταγόταν από την Καισαρεία της Βιθυνίας και έζησε τον 8ο αιώνα. Ενώ ήταν ακόμη βρέφος έμεινε ορφανός από μητέρα, αλλά η γιαγιά του και ο πατέρας του Φιλάρετος μερίμνησαν για την αγωγή και την εκπαίδευση του. Ο όσιος Νικήτας εισήλθε στο μοναχικό βίο όταν ήταν αυτοκράτορας ο Λέων Γ ο Ίσαυρος ( 717-747 μ.Χ.), ο οποίος καταδίωκε όσους τιμούσαν τις εικόνες. Από τη Μονή του Μηδικίου στην οποία είχε αποσυρθεί ο Νικήτας διεξήγαγε σκληρούς αγώνες κατά των εικονομάχων και για το λόγο αυτό απομακρύνθηκε βίαια από το ποίμνιο του και εξορίσθηκε. Ο όσιος απεβίωσε ειρηνικά.

     Ο Άγιος Νικηφόρος γεννήθηκε τον 8ο αιώνα μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι ευσεβείς και κατάνονταν από αριστοκρατική γενιά. Η προσήλωση μάλιστα του πατέρα του στην ορθή πίστη έγινε αιτία να διωχθεί Και να εξοριστεί από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ε' τον Κοπρώνυμο. Ο Νικηφόρος έλαβε άριστη εκπαίδευση και απέκτησε ορθόδοξη παιδεία. Σε νεαρή ηλικία έγινε αρχιγραμματέας του αυτοκράτορα, αλλά γρήγορα ένιωσε την ανάγκη να ζήσει αφοσιωμένος στη μελέτη και στην άσκηση και για το λόγο αυτό πήγε στην Προποντίδα. Όταν απεβίωσε ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ταράσιος ο αυτοκράτορας Νικηφόρος Α' κάλεσε τον Νικηφόρο να πάρει τη θέση του πατριάρχη. Το 873 μΧ. στον αυτοκρατορικό θρόνο ανήλθε ο δυσσεβής Λέων Ε' ο Αρμένιος, ο οποίος κίνησε διωγμό κατά των αγίων εικόνων. Ο Νικηφόρος έδωσε σκληρούς αγώνες για να προστατέψει την Ορθοδοξία, προκαλώντας τη μήνιν του αυτοκράτορα, ο οποίος το 875 τον απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο. 'Έπειτα από χρόνια εξορίας, και αφού έδωσε σκληρές μάχες για να διαφυλάξει την πίστη του, ο Νικηφόρος παρέδωσε το πνεύμα του.

     Ο όσιος Νικηφόρος γεννήθηκε στα Καρδάμυλα της Χίου το 1750 από ευσεβείς γονείς. Αφιερώθηκε από τους γονείς του στην εκκλησία για να διασωθεί από το λοιμό. Μπήκε στη Νέα Μονή σαν δόκιμος, διακρίθηκε για την ευφυΐα του γι' αυτό εστάλη στη χώρα για σπουδές. Το 1802 ανέλαβε τη διεύθυνση της Νέας Μονής και συνέγραψε την ιστορία της. Πέθανε το 1821 αφού έζησε όσια ζωή.

     Η Εκκλησία μας ( 13 Μαρτίου) μνημονεύει  την ανακομιδή του λειψάνου του πατέρα μας Νικηφόρου, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, την οποία και επιμελήθηκαν οι ευσεβείς αυτοκράτορες Θεοδώρα και Μιχαήλ και ο πανίερος πατριάρχης Μεθόδιος. Συγκεκριμένα, οι δυο αυτοί αυτοκράτορες ανέλαβαν την εξουσία αμέσως μετά το χριστιανομάχο Θεόφιλο. Με θεία πρόνοια, απομάκρυναν τον Ιωάννη από τον πατριαρχικό θρόνο και στη θέση του διόρισαν τον Μεθόδιο. Από κοινού αποφάσισαν να αποκαταστήσουν την Ορθοδοξία και να αναστηλώσουν Ως άγιες εικόνες. Στη συνέχεια, υποκινούμενοι από την πίστη τους, συμφώνησαν να μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη το ιερό λείψανο του Νικηφόρου, ο οποίος είχε απομακρυνθεί βίαια από τον πατριαρχικό θρόνο. Έτσι ο Μεθόδιος, ακολουθούμενος από ιερείς και πολλούς πιστούς, μετέβη στη Μονή του Αγίου Θεοδώρου όπου βρισκόταν το άγιο λείψανο και, αφού το προσκύνησε, το τοποθέτησε σε λειψανοθήκη και το μετέφερε με το βασιλικό πλοίο στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί το ασπάστηκαν οι Βασιλείς και η Σύγκλητος και στη συνέχεια το απέθεσαν στη Μεγάλη Εκκλησία. Έπειτα από ολονυκτία αγρυπνία το μετέφεραν στο Ναό των Αγίων Αποστόλων, στις 13 Μαρτίου, την ίδια ημερομηνία που ο Άγιος είχε εξοριστεί. Από τότε η Σύναξή του τελείται στο Ναό αυτό και την αυτή ημερομηνία.

     Ο Άγιος Νικηφόρος έζησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού και Γαλλιηνού. Ο Νικηφόρος συνδεόταν στενά με ένα ιερέα, τον Σαπρίκιο, ο οποίος όμως μίσησε τον Άγιο πιστεύοντας τα λόγια ενός συκοφάντη. Ο Νικηφόρος ζητούσε επανειλημμένα από τον ιερέα να τον συγχωρήσει, μάταια όμως. Το 257 μ Χ. άρχισε ανελέητος διωγμός των χριστιανών και ανάμεσα στους συλληφθέντες ήταν και ο Σαπρίκιος, ο οποίος βασανίσθηκε σκληρά. Όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να αποκεφαλίσουν τον Σαπρίκιο, ο Νικηφόρος έτρεξε κοντά του, έπεσε στα πόδια του και ζητούσε να συμφιλιωθεί μαζί του, υπενθυμίζοντας του τη διδασκαλία του Χριστού για συγχώρεση. Η άρνηση και η αδιαλλαξία του Σαπρίκιου τον έκαναν ανάξιο στα μάτια του θεού να θυσιαστεί για χάρη Του. Χωρίς πλέον τη δύναμη της θείας Χάρης δεν άντεξε τα βασανιστήρια και όταν ήρθε η ώρα να τον αποκεφαλίσουν ο Σαπρίκιος λύγισε και ζήτησε να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Νικηφόρος τον παρακαλούσε να μην αρνηθεί την πίστη του και τελικά οι δήμιοι αποκεφάλισαν τον Νικηφόρο, που έτσι αξξιώθηκε του μαρτυρικού στεφάνου.

     Ο Άγιος Νικόλαος έδρασε την εποχή των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού, Μαξιμιανού και Μεγάλου Κωνσταντίνου. Στην αρχή αφιερώθηκε στον ασκητικό βίο, λόγω όμως της ξεχωριστής αρετής του τιμήθηκε -χωρίς να το επιδιώξει- με το αξίωμα του αρχιεπισκόπου Μύρων. Από τη θέση αυτή καθοδηγούσε με αγάπη το ποίμνιο του και ομολογούσε με παρρησία την αλήθεια. Για το λόγο αυτό συνελήφθη από τους τοπικούς άρχοντες και ρίχτηκε στη φυλακή. Όταν όμως ανήλθε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Μέγας Κωνσταντίνος ελευθερώθηκαν όλοι οι χριστιανοί και έτσι ο Νικόλαος επανήλθε στο αξίωμα του. Μάλιστα έλαβε μέρος και στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, όπου ξεχώρισε για τη σοφία και την ηθική του τελειότητα. Προικισμένος με το χάρισμα της θαυματουργίας έσωσε πολλούς ανθρώπους και όσο ήταν εν ζωή αλλά και μετά την κοίμηση του. Για παράδειγμα, όταν κάποτε κινδύνευσε κάποιος ταξιδιώτης στη θάλασσα -λόγω σφοδρών ανέμων- και επικαλέστηκε τη βοήθεια του Αγίου σώθηκε, και μάλιστα ενώ βρισκόταν στη μέση του πελάγους βρέθηκε αβλαβής στο σπίτι του. Το μέγιστο αυτό θαύμα έγινε αμέσως γνωστό στην Κωνσταντινούπολη και ο λαός της πόλης προσήλθε αμέσως σε λιτανεία και αγρυπνία προκειμένου να υμνήσει το θαυματουργό Άγιο.

     Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Νίκων έδρασε την εποχή του ηγεμόνα  Κυντιανού και καταγόταν από την επαρχία της Νεαπόλεως της Ιταλίας. Εκτός από τα ηθικά και πνευματικά του χαρίσματα ο Άγιος ξεχώριζε για το σθένος του και τις στρατιωτικές του ικανότητες. Σε μια κρίσιμη μάχη, μάλιστα, ζήτησε τη βοήθεια του Κυρίου, ενθυμούμενος τις συμβουλές της χριστιανής μητέρας του. Μετά τη μάχη, επέστρεψε στο σπίτι του νικητής αλλά και αποφασισμένος να βαπτισθεί και να αφοσιωθεί στη διάδοση της χριστιανικής αλήθειας. Ξεκίνησε έτσι για την περιοχή της Κωνσταντινουπόλεως, έκανε όμως την πρώτη του στάση στη Χίο, όπου και παρέμεινε μερικές μέρες νηστεύοντας και αγρυπνώντας. Στη συνέχεια και κατόπιν θείας εντολής αποσύρθηκε στο όρος Γόνου, όπου συνάντησε κάποιο μοναχό, ο οποίος τον βάπτισε και τον χειροτόνησε ιερέα και έπειτα επίσκοπο. Στην περιοχή αυτή συυγκεντρώθηκαν και άλλοι μοναχοί, οι οποίοι, υπό την προστασία του Αγίου, διέλαμψαν με τα σημαντικά έργα τους. Έφυγαν όμως από εκεί όλοι μαζί και πήγαν στην Ιταλία, όπου δέχθηκαν την επίθεση του ηγεμόνα και, αφού συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν σε φρικτά βασανιστήρια. Ο Άγιος Νίκων δαρείς ανηλεώς ετελειώθη και έλαβε από τον Κύριο το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές. Από μικρή ηλικία αφοσιώθηκαν στην υπηρεσία του Κυρίου. Η σωφροσύνη τους και οι αρετές τους τις έκαναν ιδιαίτερα αγαπητές ανάμεσα στους χριστιανούς. Μάλιστα οι τρεις αδελφές άφησαν για την αγάπη του Χρίστου την πόλη τους και πήγαν σε μια τοποθεσία από όπου ανέβλυζαν τα θερμά νερά των Πυθίων για να ησυχάσουν. Στον τόπο αυτό ασκήθηκαν στην εγκράτεια και σε κάθε χριστιανική αρετή και γι' αυτό έλαβαν από τον θεό το χάρισμα να θαυματουργούν. Χάρη στις τρεις αδελφές πολλοί χριστιανοί βρήκαν θεραπεία σε ασθένειες που τους βασάνιζαν. Όταν όμως ένας ειδωλολάτρης ηγεμόνας, ο Φρόντων, πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση των γυναικών, έστειλε στρατιώτες του για να τις συλλάβουν. Οι αδελφές δε φοβήθηκαν μπροστά στις απειλές του αυτοκράτορα και με θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους. Ο Φρόντων διέταξε τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις τρεις γυναίκες, οι οποίες παρέδωσαν ένδοξα το πνεύμα τους στον Κοριό. Όταν μάλιστα ο Φρόντων θέλησε να ρίξει στην πυρά τα λείψανα τους, μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα