Άγιοι από M

 

    Η Αγία Μυροφόρος Μαρία ονομάσθηκε Μαγδαληνή γιατί καταγόταν από τα Μάγδαλα, κωμόπολη μεταξύ της Γαλιλαίος και της Συρίας. Η Αγία όταν πληροφορήθηκε για τη διδασκαλία του Χριστού έσπευσε να τον συναντήσει και τον παρακάλεσε να την απαλλάξει από τα εφτά δαιμόνια που την τυραννούσαν. Ο Κοριός πράγματι τη θεράπευσε και τότε εκείνη, ευγνώμων για την ευεργεσία που της έγινε, αφοσιώθηκε ταπεινά στην υπηρεσία του Σωτήρα της. Τον ακολουθούσε και τον διακονούσε, πιστή μαθήτρια Του, μέχρι και το Πάθος Του. Μάλιστα αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση Του, μαζί με την Υπεραγία Θεοτόκο. Όταν ξημέρωσε πλησίασε τον Πανάγιο Τάφο και είδε πρώτα τους δυο αγγέλους και στη συνέχεια τον ίδιο τον Κύριο, ο οποίος, όταν τον αναγνώρισε και πήγε να τον αγκαλιάσει, της είπε: «Μη μου απτού» (Μη με αγγίζεις). Μετά την Ανάληψη του Κυρίου η Μαρία η Μαγδαληνή πήγε στην 'Έφεσο για να συναντήσει τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Εκεί η Αγία άφησε την τελευταία της πνοή εν ειρήνη και ενταφιάσθηκε στην είσοδο του σπηλαίου στο οποίο αργότερα αναπαύθηκαν οι επτά Παίδες εν Εφέσω.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Μακάριος 'Όσιος - Έζησε την ζωή του με προσευχή και εγκράτεια σε ένα κελί στην έρημο , όπου πλήθος κόσμου πήγαινε να τον συμβουλευθεί και να ακούσει το κήρυγμά του. Είχε αξιωθεί μάλιστα να κάνει και θαύματα (ανέστησε νεκρό) και να προλέγει τα μέλλοντα. Εκοιμήθη σε βαθύ γήρας.

     Η Αγία Μακρίνα ήταν η μεγαλύτερη αδελφή του Μεγάλου Βασιλείου και του Γρηγορίου Νύσσης. Στην ιστορία του χριστιανισμού έχει καταγραφεί ως μία από τις σπουδαιότερες γυναικείες μορφές, καθώς ήταν προικισμένη με πολλά πνευματικά χαρίσματα και εξαίρετο ήθος. Η Μακρινά ήταν μνηστευμένη, αλλά ο μνηστήρας της απεβίωσε νωρίς. Τότε, αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις, αφοσιώθηκε στο μοναστικό βίο και στις αγαθοεργίες. Στάθηκε δίπλα στη μητέρα της και ανέθρεψε τα μικρότερα αδέλφια της σύμφωνα με τις εντολές του Κυρίου, τις οποίες και η ίδια είχε διδαχθεί πολύ νωρίς. Με αυτόν τον τρόπο έζησε, ασκητικά και ταπεινά, μέχρι που πέρασε εν ειρήνη στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΜΑΛΑΧΙΑΣ  3/1 - Έδρασε την εποχή του επιφανούς Ιουδαίου Νεεμία, κατά τους χρόνους δηλαδή που οι Ιουδαίοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ. Ο προφήτης γεννήθηκε στο Σοφερό και ανήκε στη φυλή του Λευΐ. Το όνομά του, το οποίο στα Ελληνικά σημαίνει <<Άγγελος>>, του δόθηκε όχι μόνο για τη σεμνή, άμεμπτη και ηθική ζωή που διήγε, αλλά και γιατί τις προφητείες του τις επιβεβαίωνε αμέσως Άγγελος σταλμένος από τον Θεό. Τον Άγγελο τον έβλεπαν μόνο όσοι είχαν τη χάρι του Θεού, αλλά την φωνή του την άκουγαν όλοι. Επέκρινε συνεχώς τα άνομα και ασεβή έργα του λαού του Ισραήλ, αλλά και των ιερέων του. Με την Θεία χάρι του αξιώθηκε να προφητεύσει τον ερχομό του Προδρόμου του Ιησού Χριστού. Ενεταφιάσθει στον τόπο των προγόνων του, μετά την κοίμησή του.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Μάμας γεννήθηκε στην Παφλαγονία το 260 μΧ. από γονείς χριστιανούς, οι οποίοι συνελήφθησαν για τη χριστιανική δράση τους και ρίχθηκαν στη φυλακή, όπου και γεννήθηκε ο Άγιος. Οι γονείς του Μάμαντος απεβίωσαν ενώ ήταν φυλακισμένοι και την ανατροφή του βρέφους ανέλαβε μια χριστιανή, που ονομαζόταν Αμμία. Μάλιστα, ο Άγιος συνήθιζε όταν ήταν ακόμα παιδί να ονομάζει τη γυναίκα αυτή «μάμο» και για το λόγο αυτό έλαβε και το όνομα Μαμάς. Όταν βρισκόταν στην ηλικία των δεκαπέντε χρόνων ο Άγιος συνελήφθη από ειδωλολάτρες, οι οποίοι, αφού τον βασάνισαν, του κρέμασαν στο λαιμό σιδερένια ράβδο και τον έριξαν στη θάλασσα. Όμως ο Μάμας σώθηκε με τρόπο θαυματουργικό. Στη συνέχεια συνελήφθη ξανά από τους εχθρούς του Χριστού και υποβλήθηκε σε νέα βασανιστήρια: Αρχικά οι ειδωλολάτρες τον έριξαν σε αναμμένο καμίνι, από το οποίο εξήλθε σώος. Έπειτα έβαλαν απέναντι του άγρια θηρία, τα οποία όμως δεν άγγιξαν τον Άγιο. Τελικά οι ειδωλολάτρες θανάτωσαν τον Άγιο Μάμαντα με τρίαινα, η οποία διαπέρασε τα σπλάχνα του.

     Ο Κοδράτος, ο Θεοδόσιος, ο Μανουήλ και άλλοι σαράντα μάρτυρες, κατάγονταν από την Ανατολή. Διακήρυξαν με θάρρος ότι είναι χριστιανοί και τους έκλεισαν στη φυλακή. Υποβλήθηκαν σε πολλά και φοβερά βασανιστήρια. Τελικά τους αποκεφάλισαν όταν όλα τα βασανιστήρια στάθηκαν ανίσχυρα να μεταβάλουν την αφοσίωση τους στον Χριστό.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιέρων κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιέρων δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Μάξιμος ο Ομολογητής - Έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Κώνστας Β΄. Απεβίωσε το 662 μ. Χ. εξορισμένος στην Θράκη, με κομμένη την γλώσσα του, επειδή υπερασπίστηκε την ανθρώπινη θέληση του Ιησού ενώ οι άλλοι πίστευαν μόνο στην Θεία.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Η οσία Μαρία γεννήθηκε στην Αίγυπτο την εποχή του Ιουστινιανού (527-565). Από νεαρή ηλικία, αγνοώντας τις συμβουλές παν οικείων της, ακολούθησε το δρόμο της διαφθοράς και της ακολασίας για δεκαεφτά χρόνια. Κάποια στιγμή όμως, οδηγούμενη από θεία πρόνοια, η Μαρία βρέθηκε μαζί με άλλους ασελγείς νέους στα Ιεροσόλυμα τον καιρό που εορταζόταν η προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Η Μαρία θέλησε να εισέλθει στην εκκλησία όπου βρισκόταν ο Σταυρός για να προσκυνήσει, όμως κάποια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να περάσει την είσοδο του ιερού ναού. Η οσία τότε συνειδητοποίησε ότι η αμαρτωλή ζωή της δεν ήταν αρεστή στα μάτια του Κυρίου και μετανόησε. Ζήτησε από την Παρθένο Μαρία να της επιτραπεί η είσοδος στο ναό, υποσχόμενη ότι θα ακολουθήσει την οδό της σωφροσύνης. Αφού προσκύνησε τον Τίμιο Σταυρό, η Μαρία αποχώρησε αποφασισμένηη να τηρήσει την υπόσχεση της. Αποσύρθηκε στην έρημο του Ιορδάνη, όπου αφιερώθηκε στην ασκητική ζωή για σαράντα επτά ολόκληρα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα η οσία το πέρασε με προσευχή και νηστεία, χωρίς μάλιστα να δει κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο τον ιερομόναχο Ζωσιμά, ο οποίος της πρόσφερε τη θεία Κοινωνία.

     Οι δύο χριστιανοί συνελήφθησαν και κλείσθηκαν στη φυλακή, αφού ομολόγησαν την πίστη τους στον ηγεμόνα Μάξιμο. Οι ειδωλολάτρες, αφού έκλεισαν τους άγιους άνδρες για είκοσι ημέρες στη φυλακή, τους οδήγησαν στον τόπο των βασανιστηρίων και τους πίεζαν να αρνηθούν τον Χριστό. Οι δήμιοι τους υπέβαλαν στα αγριότερα βασανιστήρια, τα οποία μάλιστα παρακολουθούσαν και οι γυναίκες των αγίων. Αφού υπέμειναν με καρτερία τα μαρτύρια τους οι Άγιοι Νίκανδρος και Μαρκιανός παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Η Αγία Μαρίνα καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Ήταν μοναχοκόρη και μάλιστα ο πατέρας της ήταν ιερέας των ειδώλων. Δεν είχε συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας της όταν πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια χριστιανή γυναίκα. Η Αγία Μαρίνα τότε διδάχθηκε το Χριστιανισμό και άνοιξε την ψυχή της για να δεχτεί το Σωτήρα της Χριστό. Όταν ο έπαρχος Ολύμβριος πληροφορήθηκε τα σχετικά με αυτή, διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και προσπάθησε με κάθε μέσο να τη μεταπείσει. Μάλιστα, θαμπωμένος από την ομορφιά της, της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη αρνήθηκε και συνέχισε να ομολογεί την πίστη της. Γι΄ αυτό και υπέστη φρικτά βασανιστήρια. Αφού της καταξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, την έριξαν στη φυλακή. Όταν την ανέκρινε για δεύτερη φορά και διαπίστωσε ότι παρέμενε ακλόνητη την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Τότε όμως συνέβη μέγα θαύμα: Οι πληγές της έκλεισαν και όσοι βρίσκονταν εκεί έγιναν αμέσως χριστιανοί. Ο έπαρχος εξοργισμένος διέταξε να την αποκεφαλίσουν και έτσι η Αγία έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Μαρίνος καταγόταν από τη Ρώμη. Έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Καρίνου. Η οικογένεια του ήταν επιφανής και ο ίδιος είχε τιμηθεί με το αξίωμα του συγκλητικού. Όταν έγινε γνωστή η πίστηη του στον Χριστό συνελήφθη και δέχθηκε πιέσεις προκειμένου να θυσιάσει στα είδωλα. Εκείνος όμως έμεινε σταθερός στην πίστη του και για το λόγο αυτό υποβλήθηκε σε βασανιστήρια, από τα οποία βγήκε αλώβητος. Μάλιστα παραπλάνησε τον αυτοκράτορα, ζητώντας να του επιτρέψει να θυσιάσει σε ειδωλολατρικό βωμό, τον οποίο και συνέτριψε. Έπειτα από το γεγονός αυτό αποκεφαλίσθηκε.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιρβούτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκληπανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τροογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν πς ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβασπανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μόλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβασπανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν και άθλησαν κατά τον 4ο μΧ αιώνα. Ήταν ταχυγράφοι (νοτάριοι) του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του Ομολογητή, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατριάρχη Αλέξανδρο. Τα χρόνια εκείνα τη χριστιανοσύνη απασχολούσε η αίρεση του Αρείου, οπαδός της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος. Ο ασεβής αυτοκράτορας, μεταξύ των άλλων, συνέλαβε τον Παύλο, ο οποίος έμενε πιστός στα δόγματα της ορθής πίστης, και τον εξόρισε στην Αρμενία, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο από αρειανούς. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έμειναν πιστοί στο φρόνημα του Αγίου Πατριάρχη και δεν ενέδωσαν στις πιέσεις των αρειανών. Αντιθέτως, διακήρυτταν σε κάθε ευκαιρία ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ομοούσιος του Πατρός. Ο κακόδοξος Κωνστάντιος δεν ανέχθηκε τη στάση των Αγίων και διέταξε να τους συλλάβουν. Σε όλες τις προσπάθειες του να πείσει τους δύο άνδρες να δεχθούν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε την άρνηση τους. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος βρήκαν τελικά μαρτυρικό θάνατο από τους δημίους του αυτοκράτορα.

     Ο Απόστολος Μάρκος καταγόταν πιθανότατα από την Κύπρο, αλλά εγκαταστήθηκε στα Ιεροσόλυμα. Έδρασε κοντά στον Απόστολο Παύλο και διακήρυξε την χριστιανική αλήθεια στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στη Βαρβαρική και στην Πεντάπολη. Τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να θαυματουργεί, που έθεσε στην υπηρεσία του ποιμνίου του. Συνέγραψε και Ευαγγέλιο -το κατά Μάρκον- γι' αυτό και ονομάστηκε Ευαγγελιστής. Ο Απόστολος Μάρκος ρίχθηκε στη φυλακή όπου, υπέστη φρικτά βασανιστήρια, κατά τα οποία παρέδωσε το πνεύμα του στον θεό.

     Μάρκος ο Ευγενικός - Οι γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Μαρία. 'Έγινε κληρικός ακολουθώντας τον δρόμο του πατέρα του και το 1436 εξελέγει αρχιεπίσκοπος Εφέσου. Διέσωσε την ορθόδοξη πίστη, καθώς ήταν ο μόνος που αρνήθηκε να υπογράψει πρωτόκολλο με το οποίο θα ενώνονταν οι δύο εκκλησίες.

     Ο Άγιος Σεβαστιανός και οι συν αυτώ Ζωή, Τραγκυλίνος, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος, Κάστουλος, Μαρκελλίνος και Μάρκος έζησαν την εποχή που ήταν αυτοκράτορες ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Ο Σεβαστιανός ήταν ευσεβής και ενάρετος και καθ' όλη τη ζωή του διακήρυττε την αλήθεια οδηγώντας πολλούς στη χριστιανοσύνη. Ο Μαρκελλίνος και ο Μάρκος, γιοι του ειδωλολάτρη Τρογκυλίνου, διδάχθηκαν και εν συνεχεία ομολόγησαν τη χριστιανική πίστη και για το λόγο αυτό υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Όταν οι ειδωλολάτρες θέλησαν να τους αποκεφαλίσουν, οι γονείς τους προσπάθησαν να τους πείσουν να αρνηθούν τον Χριστό για να σώσουν τις ζωές τους. Τότε όμως παρενέβη ο Σεβαστιανός, ο οποίος εμψύχωσε τους νέους και μάλιστα προσέλκυσε στη χριστιανική πίστη τον πατέρα τους. Στη συνέχεια ο ίδιος, ο πρώην ειδωλολάτρης Τραγκυλίνος, οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας το στυγνό έπαρχο. Λίγα χρόνια αργότερα ο Σεβαστιανός, ο Τραγκυλίνος, οι γιοι του καθώς και οι χριστιανοί Ζωή, Νικόστρατος, Κλαύδιος, Κάστωρ και Τιβούρτιος συνελήφθησαν και ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Οι Άγιοι, έπειτα από φρικτά βασανιστήρια, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο και ανήλθαν στεφανηφόροι στην αιώνια βασιλεία.

     Ο Άγιος Μάρκος έδρασε την εποχή της μονοκρατορίας του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Η βαθιά πίστη και η γενναιότητα του τον ώθησαν σε σπουδαία έργα. Καταρχήν γκρέμισε πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους ανήγειρε εκκλησίες. Έφερε επίσης χιλιάδες ανθρώπους στο δρόμο της θεογνωσίας και βοήθησε με ελεημοσύνες όσους είχαν ανάγκη. Όταν ανέβηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός ο Παραβάτης εξαπολύθηκε διωγμός εναντίον των χριστιανών και έτσι ο Άγιος βρέθηκε στο στόχαστρο των ειδωλολατρών. Στην αρχή κρύφτηκε, προκειμένου να συνεχίσει το έργο του, όταν όμως πλληροφορήθηκε ότι συνελήφθησαν κάποιοι άλλοι αντί αυτού, παραδόθηκε αυτόβουλα στους δόλιους ειδωλολάτρες. Εκείνοι τον ξεγύμνωσαν, του καταπλήγωσαν το σώμα με ραβδισμούς και έπειτα τον έριξαν σε έναν υπόνομο. Εκεί τον άφησαν αρκετές μέρες και όταν τον έβγαλαν του τρύπησαν το σώμα με σακοράφες. Στη συνέχεια τον κρέμασαν, αφού πρώτα του άλειψαν το σώμα με άλμη και μέλι, ώστε να του επιτίθενται μέλισσες και σφήκες. Όλα αυτά τα βασανιστήρια ο Αγιος τα υπέμεινε με πρωτοφανή καρτερία και νεανική ρωμαλεότητα, γεγονός που ώθησε τους βασανιστές του να εγκαταλείψουν την ειδωλολατρία και να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη. Έτσι ο Άγιος ετελειώθη έχοντας πετύχει μια θαυμαστή νίκη.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κύριος απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

      Ο Άγιος Μαρτίνος γεννήθηκε στο Τόδι της κεντρικής Ιταλίας και έδρασε στα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Κώνστας Β', ο οποίος ήταν οπαδός της αίρεσης του Μονοθελητισμού. Ο Μαρτίνος διετέλεσε πάπας Ρώμης από το 649 έως το 655 μΧ, αξίωμα το οποίο έθεσε στην υπηρεσία της Ορθοδοξίας. Για να ααποκαταστήσει την ορθή πίστη συγκάλεσε το 649 μΧ στη Ρώμη Σύνοδο, η οποία ανέτρεψε την αίρεση των Μονοθελητιστών. Επειδή όμως ο Μαρτίνος αποκήρυξε τους αιρετικούς πατριάρχες, συνελήφθη βίαια για να οδηγηθεί αιχμάλωτος στην Κωνσταντινούπολη. Ο αυτοκράτορας φυλάκισε τον Μαρτίνο, ενώ αργότερα τον εξόρισε στη Χερσώνα όπου παρέδωσε το πνεύμα του το 655 Μχ

     Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έζησαν και άθλησαν κατά τον 4ο μΧ αιώνα. Ήταν ταχυγράφοι (νοτάριοι) του πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Παύλου του Ομολογητή, ο οποίος είχε διαδεχθεί τον πατριάρχη Αλέξανδρο. Τα χρόνια εκείνα τη χριστιανοσύνη απασχολούσε η αίρεση του Αρείου, οπαδός της οποίας ήταν ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος. Ο ασεβής αυτοκράτορας, μεταξύ των άλλων, συνέλαβε τον Παύλο, ο οποίος έμενε πιστός στα δόγματα της ορθής πίστης, και τον εξόρισε στην Αρμενία, όπου βρήκε μαρτυρικό θάνατο από αρειανούς. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος έμειναν πιστοί στο φρόνημα του Αγίου Πατριάρχη και δεν ενέδωσαν στις πιέσεις των αρειανών. Αντιθέτως, διακήρυτταν σε κάθε ευκαιρία ότι ο Ιησούς Χριστός ήταν ομοούσιος του Πατρός. Ο κακόδοξος Κωνστάντιος δεν ανέχθηκε τη στάση των Αγίων και διέταξε να τους συλλάβουν. Σε όλες τις προσπάθειες του να πείσει τους δύο άνδρες να δεχθούν την αιρετική διδασκαλία του Αρείου ο αυτοκράτορας αντιμετώπιζε την άρνηση τους. Οι Άγιοι Μαρκιανός και Μαρτύριος βρήκαν τελικά μαρτυρικό θάνατο από τους δημίους του αυτοκράτορα.

     Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ματθαίος καταγόταν από τη Γαλιλαίο. Προτού γίνει μαθητής του Κυρίου ασκούσε το επάγγελμα του τελώνη και ονομαζόταν Λευί. Μία μέρα και ενώ καθόταν στο τελωνείο του έξω από την Καπερναούμ, τον πλησίασε ο Ιησούς και του ζήτησε να Τον ακολουθήσει. Ο Ματθαίος υπάκουσε και δέχθηκε τον Κύριο στην οικία του, όπου παρέθεσε γεύμα σε Αυτόν καθώς και σε πολλούς τελώνες, με τους οποίους ο Ιησούς συζήτησε και συνέφαγε, ενέργεια για την οποία κατηγορήθηκε από κάποιους φαρισαίους. Όταν ο Κύριος πληροφορήθηκε τις κατηγορίες, απάντησε με τα εξής λόγια: «Δεν ήλθα για να καλέσω τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς σε μετάνοια». Έκτοτε ο Ματθαίος υπήρξε μαθητής και Απόστολος του Κυρίου. Έπειτα από την Ανάσταση του Ιησού Χριστού ο Ματθαίος ανέλαβε να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου στους Πάρθους και στους Μήδους. Κατά την εκτέλεση του ιεραποστολικού του έργου ο Ματθαίος επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Ως ευαγγελιστής έχει σύμβολο άνθρωπο φτερωτό. Στο ανεκτίμητης αξίας έργο του περιλαμβάνεται και η συγγραφή του πρώτου Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης.

     Όταν ο Ιησούς σταυρώθηκε και ο Ιούδας απαγχονίστηκε μεταμελημένος για την προδοσία του Διδασκάλου του, οι μαθητές του Κυρίου μετά την Ανάληψη του αποφάσισαν να εκλέξουν κάποιον άλλον στη θέση του Ισκαριώτη. Προτάθηκαν δυο άνδρες, ο Βαρσαββάς και ο Ματθίας. Τότε οι Απόστολοι θεώρησαν πως ο θεός ήταν αυτός που έπρεπε να διαλέξει το νέο Απόστολο. Αφού προσευχήθηκαν, τράβηξαν κλήρο, ο οποίος έπεσε στον Ματθία. Ο δωδέκατος Απόστολος του Κυρίου διέδωσε το Ευαγγέλιο στην Αιθιοπία, όπου και βρήκε μαρτυρικό θάνατο.

     Η Αγία μάρτυς Ματρώνα παρέδωσε την ψυχή της στον θεό, ενώ βρισκόταν κλεισμένη σε μια απάνθρωπη φυλακή. Έτσι απόλαυσε όμως αυτό που τόσο επόθησε η αγία ψυχή της, τη δόξα και την αιώνια βασιλεία του θεού. Η Ματρώνα από νεαρή ηλικία ήταν υπηρέτρια της συζύγου ενός Ιουδαίου αξξιωματικού, της Παυτίλλης, την οποία συνόδευε μόνο μέχρι την είσοδο της Συναγωγής, ενώ η ίδια μετέβαινε στην εκκλησία των χριστιανών. Κάποια στιγμή το γεγονός αυτό έγινε αντιληπτό από την κυρία της, η οποία έδειρε τη Ματρώνα ανηλεώς και κατόπιν την έκλεισε σε μια φυλακή, από την οποία συχνά την έβγαζε για να τη μαστιγώσει και να τη βασανίσει. Αφού καταπλήγωσε και καταξέσχισε το σώμα της Αγίας, η σκληρή Ιουδαία την έριξε ξανά στη φυλακή, όπου η Ματρώνα παρέμεινε για πολλές μέρες σε τραγική κατάσταση. Το σώμα της όμως δεν άντεξε τις τόσες κακουχίες και η Αγία Ματρώνα παρέδωσε στον Κύριο την αγία της ψυχή. Το ιερό λείψανο της ενταφιάσθηκε από τους χριστιανούς με τιμές. Όμως η σκληρή Ιουδαία τιμωρήθηκε για τα βασανιστήρια στα οποία υπέβαλε την Αγία Ματρώνα: έπεσε κατά λάθος από το τείχος σε ένα πατητήρι και σκοτώθηκε.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Μεθόδιος έζησε κατά την εποχή που η Ορθόδοξη Εκκλησία αντιμετώπιζε τις κακοδοξίες των οπαδών του αιρετικού Ωριγένη (6ος αι. μΧ.). Ο Μεθόδιος ήταν άνθρωπος με ξεχωριστές ικανότητες, με βαθιά καλλιέργεια και θεολογική κατάρτιση και διακρινόταν για τη σπάνια αρετή του. Από νεαρή κι όλας ηλικία αφιερώθηκε στην υπηρεσία του θεού και δεν άργησε να ανέβει στον επισκοπικό θρόνο των Πατάρων. Από το αξίωμα του πολέμησε με σθένος τις κακοδοξίες των αιρετικών και ο τρόπος του βίου του σε συνδυασμό με το άγιο έργο του έγιναν υπόδειγμα για τις ψυχές των χριστιανών. Δε σταμάτησε ούτε στιγμή να μάχεται για να διαφυλάξει την ορθή πίστη του ποιμνίου του και με τη σοφία των λούουν του κατάφερε να περιορίσει στο ελάχιστο την απειλή των αιρετικών. Για την ευόδωση του ιερού αγώνα του ο ιερέας του θεού έγραψε πλήθος συγγραμμάτων, τα οποία περιείχαν την αλήθεια του ορθόδοξου δόγματος. Όμως οι οπαδοί του Ωριγένη κατάφεραν να βάλουν στην υπηρεσία του Μεθοδίου ένα δικό τους άνθρωπο, ο οποίος κάποια μέρα που ο ιερέας ήταν άρρωστος επωφελήθηκε και τον αποκεφάλισε στο κρεβάτι του με ξίφος.

     Η οσία Μελάνη έζησε όταν αυτοκράτορας του ρωμαϊκού κράτους ήταν ο Ονώριος. Η Μελάνη έλαβε χριστιανική ανατροφή και μεγάλωσε με την επιθυμία να αφιερωθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου. Όμως οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί και η Μελάνη για να μην τους στεναχωρήσει υποχώρησε. Με το σύζυγο της απέκτησε δυο παιδιά, τα οποία απεβίωσαν, όταν ήταν μικρά. Η καρδιά της οσίας γέμισε θλίψη, η οποία έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν λίγο καιρό αργότερα έχασε και τους γονείς της. Τότε η Μελάνη ζήτησε από το σύζυγο της να ζήσουν χωριστά και αποσύρθηκε σε εξοχικό κτήμα. Εκεί η οσία αφιερώθηκε στη μελέτη και στην προσευχή, αλλά και στη φροντίδα των πλησίον της. Στη συνέχεια αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία της στους φτωχούς και να εισέλθει σε μοναστήρι. Εκεί η Μελάνη αξιοποίησε την ικανότητα της στην καλλιγραφία και αντέγραφε ιερά βιβλία. Σε μεγάλη ηλικία αποσύρθηκε σε ένα κελί στα Ιεροσόλυμα, όπου συγκέντρωσε κοντά της πολλές παρθένες, τις οποίες καθοδηγούσε στο δρόμο της αρετής. Παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο ύστερα από χρόνια ασθένεια.

     Ο Άγιος Μελέτιος γεννήθηκε το 310 μΧ. περίπου και καταγόταν από την πόλη Μελιτηνή της Μικρός Αρμενίας. Διετέλεσε επίσκοπος Σεβαστείας και το 360 μ.Χ. χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας. Η θεοσέβεια του και οι πολλές αρετές του τον έκαναν γρήγορα αγαπητό στη χριστιανική κοινότητα. Για το λόγο αυτό όταν έφτασε στην Αντιόχεια, οι πιστοί έσπεευσαν να τον προϋπαντήσουν και να δεχθούν την ευλογία του. Όμως στη νέα του έδρα ο Μελέτιος έμεινε μόλις τριάντα ημέρες, καθώς οι οπαδοί της κακοδοξίας έπεισαν τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο να τον εξορίσει στην Αρμενία. Όταν έγινε αυτοκράτορας ο Θεοδόσιος Α' ο Μέγας (379-395 μΧ.), κλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη πολλοί επίσκοποι, για να πάρουν μέρος στη Β' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία πραγματοποιήθηκε για να φέρει τέλος στην έριδα που είχε ξεσπάσει στους κόλπους της χριστιανοσύνης. Μεταξύ των επισκόόπων που κλήθηκαν από τον Θεοδόσιο ήταν και ο Μελέτιος, ο οποίος μάλιστα ήταν πρόεδρος της Συνόδου. Δυστυχώς ο Άγιος Μελέτιος εκοιμήθη προτού ολοκληρωθούν οι εργασίες της Συνόδου, το 381 μΧ.

     Ο όσιος Μέμνων άφησε τον κόσμο για χάρη του θεού. Αφού έζησε δικαίως έγινε ηγούμενος σε ένα μοναστήρι. Ο θεός τον τίμησε με το χάρισμα της θαυματουργίας. Έκανε πολλά θαύματα βοηθώντας τους πιστούς τους οποίους διέσωζε από κίνδυνους όταν ζητούσαν τη βοήθεια του. Αφού μέχρι τέλους ευαρέστησε το θεό εξεδήμησε προς Κύριον, έχοντας μαζί του τον πλούτο και τα εφόδια της αρετής του.

     Ο Άγιος Μηνάς έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Γεννήθηκε στην Αίγυπτο από γονείς ειδωλολάτρες, αλλά σε νεαρή ακόμα ηλικία διδάχθηκε την αλήθεια της χριστιανικής πίστης. Για ένα διάστημα υπηρέτησε στο στρατό υπό τον Αργυρίσκο στο Κοτυάειο της Φρυγίας. Όντας όμως ευσεβής χριστιανός δεν άντεξε να υπηρετεί στο στρατό των ειδωλολατρών. Για το λόγο αυτό παραιτήθηκε και κατέφυγε σε μια χριστιανική κοινότητα, η οποία ζούσε σε ένα όρος της Φρυγίας. Εκεί ο Μηνάς ασκήθηκε σκληρά στην εγκράτεια και στις χριστιανικές αρετές. Όταν ξέσπασε ο διωγμός, ο Μηνάς με όπλο τη δύναμη της πίστης του, έφυγε από το βουνό και πήγε στην πόλη, όπου ανάμεσα στους ειδωλολάτρες ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στο Χριστό. Αμέσως συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Έπειτα οι ειδωλολάτρες τον υπέβαλαν σε βασανιστήρια, τα οποία ο Αγιος υπέμεινε με περισσή καρτερία. Στο τέλος τον αποκεφάλισαν και ο Αγιος Μηνάς έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. 'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.

     Οι Άγιες Μηνοδώρα, Μητροδώρα και Νυμφοδώρα ήταν αδελφές. Από μικρή ηλικία αφοσιώθηκαν στην υπηρεσία του Κυρίου. Η σωφροσύνη τους και οι αρετές τους τις έκαναν ιδιαίτερα αγαπητές ανάμεσα στους χριστιανούς. Μάλιστα οι τρεις αδελφές άφησαν για την αγάπη του Χρίστου την πόλη τους και πήγαν σε μια τοποθεσία από όπου ανέβλυζαν τα θερμά νερά των Πυθίων για να ησυχάσουν. Στον τόπο αυτό ασκήθηκαν στην εγκράτεια και σε κάθε χριστιανική αρετή και γι' αυτό έλαβαν από τον θεό το χάρισμα να θαυματουργούν. Χάρη στις τρεις αδελφές πολλοί χριστιανοί βρήκαν θεραπεία σε ασθένειες που τους βασάνιζαν. Όταν όμως ένας ειδωλολάτρης ηγεμόνας, ο Φρόντων, πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση των γυναικών, έστειλε στρατιώτες του για να τις συλλάβουν. Οι αδελφές δε φοβήθηκαν μπροστά στις απειλές του αυτοκράτορα και με θάρρος ομολόγησαν την πίστη τους. Ο Φρόντων διέταξε τα πιο φριχτά βασανιστήρια για τις τρεις γυναίκες, οι οποίες παρέδωσαν ένδοξα το πνεύμα τους στον Κοριό. Όταν μάλιστα ο Φρόντων θέλησε να ρίξει στην πυρά τα λείψανα τους, μια καταρρακτώδης βροχή έσβησε τη φωτιά.

     Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.

     Ο  Άγιος Μητροφάνης, ο πρώτος επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως, έζησε κατά τα χρόνια του πρώτου χριστιανού αυτοκράτορα, του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337 μ Χ.). Ήταν γιος του Δομετίου και ανιψιός του αυτοκράτορα Πρόβου. Όταν ο αδελφός του και επίσκοπος Βυζαντίου Πρόβος εξεδήμησε προς Κύριον ο Μητροφάνης τον διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο,  αξίωμα το οποίο διατήρησε και όταν ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος έχτισε στη θέση του Βυζαντίου την ένδοξη πόλη που φέρει το όνομα του, την Κωνσταντινούπολη. Κατά την Α' Οικουμενική Σύνοδο ο Μητροφάνης δεν κατάφερε λόγω γήρατος να πάει στη Νίκαια, αλλά έστειλε τον πρωτοπρεσβύτερο του Αλέξανδρο, τον οποίο και όρισε διάδοχο του. Ο Άγιος Μητροφάνης αναπαύθηκε εν ειρήνη.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Ο όσιος Μιχαήλ καταγόταν από τη Φρυγία και οι γονείς του ήταν πλούσιοι και ευσεβείς. Ανατράφηκε με βάση τις θείες εντολές, για να φτάσει στη συνέχεια στο ύψιστο σημείο της θεογνωσίας. Ο πρώτος σταθμός της θαυμαστής του πορείας ήταν η Κωνσταντινούπολη, όπου και συνδέθηκε με έναν άγιο άνθρωπο, τον θεοφύλακτο. Και οι δυο μαζί αποσύρθηκαν σε ένα μοναστήρι στον Εύξεινο Πόντο για να αφοσιωθούν με ευλάβεια στο χριστιανικό έργο. Το μοναστήρι είχε ιδρύσει ο πατριάρχης Ταράσιος, ο οποίος τους χειροτόνησε ιερείς και στη συνέχεια επισκόπους. Από τη θέση του επισκόπου ο Μιχαήλ δίδαξε το θείο λόγο, συνέτρεξε τους φτωχούς και τους ασθενείς και πολέμησε με σφοδρότητα την πλάνη των αιρέσεων. Όταν οι αιρετικοί κήρυξαν διωγμό ενάντια στις ιερές εικόνες, ο Μιχαήλ με γενναιότητα και ξεχωριστή παρρησία υπεράσπισε την πίστη του και φίμωσε τα στόματα των δυσσεβών. Εξοργισθείς τότε ο αυτοκράτορας Λέων ο Αρμένιος τον φυλάκισε σε ένα φρούριο, που ονομαζόταν Ευδοκίας. Ο όσιος συνέχισε να διακηρύσσει την αλήθεια, με αντίτιμο συνεχείς εξορίες από τόπο σε τόπο, για να καταλήξει τέλος καταταλαιπωρημένος σε μια ανθυγιεινή περιοχή. Εκεί παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο και κοσμήθηκε με διπλούς στεφάνους όσιος και μάρτυς συγχρόνως.

     Ο προφήτης Μιχαίας ήταν γιος του Ιωράμ και ανήκε στη φυλή του Εφραίμ. Γεννήθηκε στην πόλη Μωρασθεί το 748 π.Χ. και έζησε επί βασιλείας των Ιωάθαμ, Άχαζ και Εζεκίου. Ήταν σύγχρονος του Ησαΐα και συγκαταλέγεται στους δώδεκα λεγόμενους «ελάσσονες (μικρούς) προφήτες». Στις προφητείες του προανήγγειλε την καταστροφή της Σαμάρειας και την έλευση του Μεσσία. Ο Μιχαίας δε σταμάτησε να ελέγχει το λαό του Ισραήλ, από τον οποίο ζητούσε να είναι συνεπής στα καθήκοντα του απέναντι στον θεό και να διάγει βίο ευσεβή. Όμως ο Μιχαίας δεν περιόρισε τον έλεγχο του στο λαό, παρά στηλίτευε και το βασιλιά Άχαζ, επειδή ήταν άνθρωπος αμαρτωλός και έρεπε προς την ειδωλολατρία. Την κριτική του Μιχαίου δέχθηκε και ο γιος του Άχαζ, Ιωράμ, ο οποίος ήταν επίσης ασεβής. Οι προσπάθειες του προφήτη να συνετίσει τους δυο άνδρες και να τους πείσει να εξιλεωθούν προκάλεσαν την οργή τους, την οποία εξέφρασαν με βίαιο τρόπο. Συγκεκριμένα, ο Ιωράμ συνέλαβε τον προφήτη Μιχαία και τον θανάτωσε με τρόπο μαρτυρικό.

     Ο Άγιος Μόρων έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-257 μ.Χ.). Από νεαρή ηλικία αφιερώθηκε με ζήλο στην υπηρεσία του θεού και γρήγορα χειροτονήθηκε ιερέας στην επαρχία της Αχαΐας. Παράλληλα με το ποιμαντικό του έργο ο Μύρων, άνθρωπος ευσεβής και φιλεύσπλαχνος, μεριμνούσε και φρόντιζε κάθε μέλος της Εκκλησίας που χρειαζόταν βοήθεια. Κάποια χρονιά, ανήμερα των Χριστουγέννων, ο έπαρχος της Αχαΐας Αντίπατρος εκβίασε τον Μύρωνα ότι θα απελευθέρωνε όλους τους χριστιανούς αν ο ιερέας αρνούνταν τον Χριστό, πιστεύοντας ότι έτσι οι πιστοί θα έχαναν κάθε εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του. Όμως οι χριστιανοί δήλωσαν ότι είναι διατεθειμένοι να θυσιάσουν τα φθαρτά σώματα τους προκειμένου να μην οδηγηθεί στην απώλεια η ψυχή του ιερέα τους. Μετά από αυτό ο Αντίπατρος διέταξε να βασανιστεί μέχρι θανάτου ο Μόρων. Έπειτα από φοβερά μαρτύρια, από τα οποία ο Άγιος βγήκε αλώβητος, οι ειδωλολάτρες τον θανάτωσαν στο τέλος με το ξίφος.

     Ο Άγιος Μύρων γεννήθηκε σε μια πόλη κοντά στην Κνωσό της Κρήτης. Ήταν άνθρωπος ευσεβής και φιλεύσπλαχνος. Καλλιεργούσε με μόχθο τη γη του και έδινε μεγάλο μέρος από τη συγκομιδή του στους φτωχούς. Για τις αρετές του ο Μύρων χειροτονήθηκε το 180 μ.Χ. επίσκοπος Κρήτης. Ο Θεός μάλιστα αξίωσε τον Μύρωνα να επιτελεί θαύματα. Παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, σε ηλικία εκατό χρόνων.

     Ο όσιος Μωυσής καταγόταν από την Αίγυπτο. Για ένα μεγάλο διάστημα της ζωής του ζούσε μακριά από το θεό. Ήταν αρχικά ληστής και ένας από τους πιο διαβόητους κακοποιούς της εποχής του. Όμως κάποτε αδίκησε ένα χριστιανό, ο οποίος έδειξε απέναντι του μεγάλη επιείκεια. Το γεγονός αυτό άλλαξε τη σκέψη και τη ζωή του Μωυσή, ο οποίος όχι μόνο δέχθηκε τη χριστιανική διδασκαλία, αλλά αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του Χριστού. Για το λόγο αυτό πήγε σε ένα μοναστήρι και προσήλθε στη μετάνοια. Κάποτε εισήλθαν στο κελί του δυο ληστές, τους οποίους ο ρωμαλέος Μωυσής κατάφερε να συλλάβει. Ήταν όμως σε μετάνοια και δε θέλησε να τιμωρήσει τους δύο ανθρώπους που επιχείρησαν να τον κλέψουν. Οι δυο ληστές συγκινήθηκαν από το μεγαλείο του και ζήτησαν από τους μοναχούς να τους επιτρέψουν να ενταχθούν στη μοναστική ζωή. Ο όσιος Μωυσής θανατώθηκε από ένα ειδωλολάτρη ληστή, ενώ βρισκόταν στο εβδομηκοστό πέμπτο έτος της ηλικίας του.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα