Άγιοι από Λ

 

    Όταν ο Λάζαρος χτυπήθηκε από βαριά ασθένεια, οι αδελφές του -πιστές διακόνισσες του Κυρίου- έσπευσαν να ζητήσουν τη βοήθεια του Ιησού που τις μέρες εκείνες διέτριβε στη Περαία. Όταν ο Σωτήρας έφθασε στην Ιουδαία, ο Λάζαρος ήταν ήδη νεκρός. Προσήλθε έτσι στον τάφο του και δακρυσμένος πρόσταξε να ανοίξουν το μνημείο. Τότε με υψωμένουυς τους οφθαλμούς προς τον θεό και Πατέρα του φώναξε: «Λάζαρε, δεύρο έξω». Αμέσως ο από τετραημέρου σαβανωμένος νεκρός εξήλθε από το μνήμα. Το λαμπρό αυτό θαύμα θυμόμαστε και εορτάζουμε τη σημερινή ημέρα.

     Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. 'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.

     Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και κατάγονταν από το Βυζάντιο. Οι Άγιοι Πρόκλος και Μάξιμος μύησαν τα δύο αδέλφια στο χριστιανισμό και τους δίδαξαν την τέχνη του λιθοξόου. Όταν οι διδάσκαλοι τους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους, οι Φλώρος και Λούρος μετέβησαν στα Ουλπιανά της Δαρδανίας, όπου ασκούσαν την τέχνη τους κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα και διέδιδαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λουκίωνας έστειλε τους δυο άνδρες στο γιο της βασίλισσας Ελπιδίας Λικίνιο, ο οποίος τους έδωσε χρήματα για να χτίσουν ένα ειδωλολατρικό ναό. Οι Άγιοι, αφού μοίρασαν τα χρήματα στους φτωχούς, άρχισαν με τη βοήθεια αγγέλου την ανέγερση του ναού. Όταν ο ναός ολοκληρώθηκε τα αδέλφια συγκέντρωσαν τους φτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει το ποσό που τους είχε δώσει ο Λικίνιος και, αφού γκρέμισαν τα ξόανα, μετέτρεψαν το ναό σε χριστιανικό. Ο Λικίνιος οργίστηκε τόσο όταν πληροφορήθηκε το γεγονός που διέταξε να ρίξουν τον Φλώρο και τον Λαύρο σ' ένα ξεροπήγαδο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων Λεοντίου, Υπατίου και Θεοδούλου, οι οποίοι μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Βεσπασιανού. Ο Λεόντιος, που καταγόταν από την Ελλάδα, είχε φρόνημα θαρραλέο και γι' αυτό κατατάχθηκε στο στρατό. Ενάρετος και οξυδερκής καθώς ήταν, γρήγορα έλαβε το αξίωμα του στρατηγού. Όταν βρισκόταν στην Αφρική διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη, στην οποία η τίμια ψυχή του ανταποκρίθηκε με θέρμη. Όμως το γεγονός αυτό πληροφορήθηκε ο ηγεμόνας της Φοινίκης Αδριανός, ο οποίος έστειλε τον Υπάτιο και τον Θεόδουλο να τον συλλάβουν. Οι δυο στρατιώτες διδάχθηκαν από τον Λεόντιο την πίστη στον Χριστό, με αποτέλεσμα ο Αδριανός να διατάξει τη θανάτωση και των τριών.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος έζησαν τον 3ο αιώνα μΧ Κατάγονταν όλοι από τη Βιθυνία και κατοικούσαν στην Καισαρεία. Ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών και διήγαν ευσεβή και ταπεινό βίο. Μαρτύρησαν όταν ο αυτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρό διωγμό εναντίον των χριστιανών. Χωρίς να φοβηθεί τις απειλές των ειδωλολατρών ο Λεύκιος παρουσιάσθηκε οικειοθελώς στον έπαρχο Κουμβρίκιο, στον οποίο και ομολόγησε την πίστη του. Δε δίστασε δε να ελέγξει τον έπαρχο που προσπαθούσε με κάθε μέσο να περιορίσει τη διάδοση του χριστιανισμού. Εξοργισθείς ο Κουμβρίκιος διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ο Λεύκιος ετελειώθη δι" αποκεφαλισμού. Η γενναία στάση του Αγίου, οδήγησε μπροστά στον ηγεμόνα και τον Θύρσο, ο οποίος ομολόγησε με θάρρος ότι Κύριος και θεός του είναι ο Ιησούς Χριστός. Για την ομολογία του αυτή υπέστη φοβερά βασανιστήρια, από τα οποία όμως, με τη βοήθεια του θεού, βγήκε αλώβητος, γεγονός που οδήγησε στη χριστιανική πίστη τον ειδωλολάτρη ιερέα Καλλίνικο. Οι δυο άνδρες βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο Καλλίνικος αποκεφαλίσθηκε, ενώ ο Θύρσος θανατώθηκε με πριόνια από τους δήμιους.

     Ο όσιος Λέων καταγόταν από τη Ραβέννα της Ιταλίας. Η αγωγή που έλαβε από τους ευσεβείς γονείς του, του έδωσε τις βάσεις για μια χριστιανική και ενάρετη ζωή. Το ταπεινό του φρόνημα, η σεμνή πολιτεία του και η θεολογική του κατάρτιση τον έκαναν να διακριθεί ανάμεσα στους συγχρόνους του και με τη χάρη του θεού ανήλθε όλους τους βαθμούς της ιερωσύνης. Αναδείχθηκε επίσκοπος Κατάνης, αξίωμα το οποίο έθεσε στη φροντίδα των φτωχών. Χάρη στις πολλές αρετές του έλαβε το χάρισμα να θαυματουργεί. Ετελειώθη ειρηνικά.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Λέων, διακρινόμενος για τον ασκητικό και ταπεινό βίο του, διετέλεσε επίσκοπος της πρεσβυτέρας Ρώμης (440-461 μΧ.). Αντλώντας μοναδική δύναμη από τη βαθιά πίστη του οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας και της εξύψωσης το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο θεός. Με πρωτοφανή ζήλο αλλά και θαυμαστή σεμνότητα επιστράτευσε τις θεολογικές γνώσεις και τον πνευματικό του πλούτο σ' ένα διαρκή αγώνα ενάντια στους αιρετικούς. Επειδή οι θεομίσητοι αιρετικοί προσπαθούσαν να ανασκευάσουν τα δόγματα των θείων Πατέρων, ο μακάριος Λέων με τη θεία χάρη κατάφερε να απαντήσει γραπτώς στα ερωτήματα που τέθηκαν στη Δ' Οικουμενική Σύνοδο. Συγκεκριμένα διακήρυξε τη συνύπαρξη δύο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, της θεϊκής και της ανθρώπινης. Αφού έζησε με τρόπο υποδειγματικό, ταπεινό, αλλά και αγωνιστικό και αφού έφτασε σε βαθύ γήρας, εξεδήμησε προς Κύριον.

     Ο Άγιος Λεωνίδης και οι άγιες γυναίκες κατάγονταν από την Ελλάδα. Συνελήφθησαν στην Τροιζήνα και οδηγήθηκαν στην Κόρινθο. Ο ηγεμόνας Βενούτσος διαπιστώνοντας την πίστη τους έδωσε εντολή να βυθιστούν στην θάλασσα αφού δεθούν με πέτρες. Μαρτύρησαν δε, μία ημέρα προ του Πάσχα, δηλαδή Μεγάλο Σάββατο.

     Ο Άγιος Λογγίνος μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Τιβερίου (14-37 μ.Χ·)· Πατρίδα του ήταν η Καππαδοκία και υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό στα Ιεροσόλυμα με το βαθμό του εκατόνταρχου. Ήταν επικεφαλής αξιωματικός των Ρωμαίων στρατιωτών κατά  τη Σταύρωση   του   Κυρίου.   Αφού   είδε   τα   θαύματα   που  συντελέσθηκαν όταν ο Ιησούς Χριστός παρέδωσε το πνεύμα Του,  πίστεψε και αναφώνησε: «Πραγματικά Υιός θεού είναι Αυτός». Χριστιανός πια ο Λογγίνος παραιτήθηκε από το αξίωμα του και με αξιέπαινο ζήλο διακήρυττε παντού τη θεότητα του Κυρίου. Όμως οι Ιουδαίοι δεν ανέχθηκαν τη στάση του Λογγίνου και χρησιμοποιώντας την επιρροή την οποία είχαν στη ρωμαϊκή εξουσία έπεισαν τον Πόντιο Πιλάτο να διαβάλει τον Άγιο στον αυτοκράτορα Τιβέριο. Συγκεκριμένα,  ο Πιλάτος έγραψε στον αυτοκράτορα ότι ο Λογγίνος εγκατέλειψε με τρόπο αυθαίρετο το ρωμαϊκό στρατό και ότι είχε γίνει οπαδός μιας νέας θρησκείας Αφού ανέγνωσε το γράμμα, ο Τιβέριος διέταξε να αποκεφαλίσουν αμέσως τον Λογγίνο.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο μέγας Ευαγγελιστής Λουκάς καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Στο επάγγελμα ήταν γιατρός, όμως γνώριζε πολύ καλά και την τέχνη της ζωγραφικής. Μάλιστα σε αυτόν αποδίδονται οι πρώτες εικόνες της Θεοτόκου με τον Ιησού Χριστό βρέφος στην αγκαλιά της, καθώς και αυτές των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Στη χριστιανική πίστη κατηχήθηκε από τον Απόστολο Παύλο και έκτοτε αφοσιώθηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου. Περιόδευσε στη Δαλματία, στην Ιταλία, στη Βοιωτία κ.α., οδηγώντας πολλές ψυχές στο δρόμο της σωτηρίας. Όμως ο Λουκάς δεν περιορίσθηκε σε αυτές τις δραστηριότητες. Συνέγραψε το τρίτο κατά σειρά Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης, καθώς και τις πράξεις των Αποστόλων, έργα ανυπολόγιστης θεολογικής αξίας. Αφού ολοκλήρωσε το ευαγγελικό του έργο ο Λουκάς αναπαύθηκε ειρηνικά στη Βοιωτία σε ηλικία ογδόντα ετών. Αργότερα, ο γιος του Μεγάλου Κωνσταντίνου, ο Κωνστάντιος (337-367 μ.Χ.), διέταξε να μεταφερθεί το λείψανο του μεγάλου Ευαγγελιστή στην Κωνσταντινούπολη, και να τοποθετηθεί κάτω από την Αγία Τράπεζα του Ιερού Ναού των Αγίων Αποστόλων, μαζί με τα λείψανα των Αποστόλων Ανδρέα και Τιμόθεου.

     Ο όσιος Λουκάς έζησε το 70ο αιώώνα. Καταγόταν από την Ανατολή και έλαβε μέρος στον πόλεμο που ξέσπασε την περίοδο εκείνη κατά των Βουλγάρων. Αν και σης μάχες αυτές σκοτώθηκαν πολλοί στρατιώτες, ο όσιος κατάφερε να σωθεί με τη βοήθεια του Κυρίου. Έτσι μετά τον πόλεμο αποφάσισε να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο και για το λόγο αυτό χειροτονήθηκε πρεσβύτερος. Αρχικά επιδόθηκε σε πολυήμερες νηστείες και αργότερα ανέβηκε πάνω σε στύλο, όπου και παρέμεινε σαράντα πέντε χρόνια. Αφού έζησε όλα του τα χρόνια με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα ανήλθε εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Λουκάς γεννήθηκε στη Φωκίδα, καταγόταν όμως από την Αίγυπτο, την οποία οι γονείς του εγκατέλειψαν, επειδή δεν μπορούσαν να αντέξουν τις επιδρομές των Αγαρηνών. Από μικρός ο Λουκάς έδειχνε βαθύ σεβασμό προς τη χριστιανική πίστη και ασκούσε επίπονα το σώμα του και την ψυχή του. Μοίραζε πάντα όλα τα υπάρχοντα του στους φτωχούς, ενώ ο ίδιος υπέμενε μεγάλες κακουχίες. Ο Λουκάς, αφού πήγε στην Πελοπόννησο και με τα θαύματα του θεράπευσε πολλούς ανθρώπους, αποσύρθηκε στο όρος Σείριον, όπου έκτισε μονή. Εκοιμήθη το 953 μΧ.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Λουκιανός καταγόταν από τα Σαμόσατα της Συρίας. Οι γονείς του, άνθρωποι θεοσεβείς, μεγάλωσαν τον Λουκιανό συμφωνά με τα χριστιανικά ήθη. Όταν εκείνος έφθασε στην ηλικία των δώδεκα ετών ορφάνεψε. Τότε αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία των γονιών του στους φτωχούς και να αφοσιωθεί στη σπουδή των ιερών γραφών. Η θεολογική του κατάρτιση και ο ενάρετος βίος του τον ανέδειξαν επίσκοπο Αντιοχείας. Το αξίωμα του αυτό το υπηρέτησε με σύνεση και αφοσίωση στον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Όταν κάποια στιγμή πληροφορήθηκε, ότι στη Νικομήδεια κάποιοι χριστιανοί που βασανίζονταν για την πίστη τους είχαν χάσει το θάρρος τους, έφυγε για να τους στηρίξει. Ευρισκόμενος στη Νικομήδεια συνελήφθη από τον αυτοκράτορα Μαξιμιανό, ο οποίος θέλησε να πείσει τον Λουκιανό να αρνηθεί τον Χριστό. Όμως δεν άργησε να διαπιστώσει πως ο Αγιος δεν επρόκειτο σε καμία περίπτωση να αλλαξοπιστήσει. Τότε ο Μαξιμιανός διέταξε να τον κλείσουν φυλακή και να μην του δίνουν τροφή και νερό. Ο Αγιος Λουκιανός παρέδωσε το πνεύμα του στη φυλακή.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λουκιλλιανός ήταν ιερέας των ειδώλων όταν άκουσε χριστιανικό κήρυγμα. Ο θείος λόγος ρίζωσε βαθιά στην ψυχή του και άρχισε να διακηρύσσει την πίστη του, εξοργίζοντας τον κόμη Λιβάνιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Λουκιλλιανό σε φρικτά βασανιστήρια. Οδηγήθηκε στη φωτιά μαζί με τέσσερα παιδιά τα οποία είχαν φυλακισθεί για τον ίδιο λόγο. Όμως δυνατή βροχή έσβησε τη φωτιά και έτσι μετέφεραν τον Άγιο και τους νέους στο Βυζάντιο όπου μαρτύρησε με σταυρικό θάνατο ενώ τα παιδιά αποκεφαλίσθηκαν. Η παρθένος Παύλη πήρε τα ιερά του λείψανα και τα ενταφίασε, γι' αυτό το λόγο βασανίσθηκε και αποκεφαλίσθηκε.

     Ο Άγιος μάρτυρας Λυκαρίων καταγόταν από την Ερμούπολη της Αιγύπτου. Με θαυμαστή παρρησία διακήρυττε την πίστη του, εξοργίζοντας τους ειδωλολάτρες, που τον τιμώρησαν με φρικτά βασανιστήρια. Αρχικά τον φυλάκισαν για μερικές μέρες και κατόπιν τον κάρφωσαν πάνω σε σταυρό. Του άνοιξαν πληγές με σιδερένια νύχια, τον μαστίγωσαν και του κατέκαυσαν τα πλευρά. Έπειτα τον έριξαν σε κάμινο, απ' την οποία όμως βγήκε αβλαβής, με τη βοήθεια του Κυρίου. Τελικά τον αποκεφάλισαν και τιμήθηκε έτσι με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.

      Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα