Άγιοι από I

 

    Ο Άγιος Ιάκωβος, γιος του Αλφαίου και αδελφός του ευαγγελιστή Ματθία, ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου. Προκειμένου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου επισκέφθηκε πολλές χώρες, όπου θεράπευε αρρώστους, κατέστρεφε ειδωλολατρικούς ναούς και απομάκρυνε από τους ανθρώπους τα ακάθαρτα πνεύματα. Μάλιστα για τη δράση του αυτή ονομάσθηκε από τους ειδωλολάτρες στους οποίους κήρυττε τη χριστιανική πίστη «θείο σπέρμα». Είχε σταυρικό θάνατο, όπως και ο Δάσκαλος του.

     Ο Άγιος Ιάκωβος ήταν γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ακολούθησε πιστά τον Κύριο και επέδειξε ιδιαίτερο θεολογικό ζήλο και δύναμη. Μάλιστα ο Χριστός τον εκτιμούσε τόσο, ώστε τον τίμησε να πιει το ποτήριο του θανάτου που και ο ίδιος ήπιε. Συγκεκριμένα, μετά από τα Πάθη και την Ανάληψη του Κυρίου ο Ιάκωβος συνελήφθη από τον Ηρώδη, ενώ κήρυττε στα Ιεροσόλυμα. Στη συνέχεια θανατώθηκε με μάχαιρα, το 44 μ.Χ, και έγινε ο δεύτερος μάρτυρας του χριστιανισμού (πραξ. ιβ' 1-2).

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Άγιος Ιάκωβος ονομάσθηκε Αδελφόθεος όχι μόνο γιατί ήταν γιος του Ιωσήφ, του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας, αλλά και γιατί, σύμφωνα με την παράδοση, μόνος αυτός από τα υπόλοιπα αδέλφια του, δέχθηκε να μοιραστεί με τον Ιησού Χριστό την περιουσία που τους άφησε πεθαίνοντας ο Ιωσήφ. Ο Κύριος εκτιμούσε τόσο τον Ιάκωβο, ώστε του ανέθεσε την επισκοπή των Ιεροσολύμων. Ως ποιμήν επιτέλεσε εξαιρετικό έργο, καθώς ήταν άνθρωπος δίκαιος και συνετός. Στο ανυπολόγιστης αξίας έργο που κληροδότησε στη χριστιανική κοινότητα περιλαμβάνεται και η συγγραφή της πρώτης θείας Λειτουργίας, την οποία, όπως ισχυρίζεται η παράδοση, συνέγραψε με την καθοδήγηση του Ιησού Χριστού. Η σύνεση των λόγων του και το θερμό του κήρυγμα οδήγησαν στη χριστιανική πίστη πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν πολλών. Έτσι, κάποιοι φανατικοί Ιουδαίοι ανέβασαν με τη βία τον Άγιο Ιάκωβο στο πτερύγιο του Ναού, από όπου τον έριξαν στο έδαφος, χωρίς όμως να προκαλέσουν και το θάνατο του. Ο Άγιος Ιάκωβος παρέδωσε το πνεύμα του έπειτα από χτύπημα που δέχθηκε από κάποιο Ιουδαίο.

     Ο όσιος Πατέρας μας Ιάκωβος γνώρισε από πόλο νέος τη χριστιανική αλήθεια και ακολούθησε πιστά το θείο θέλημα. Με μακρές νηστείες και επίμονη άσκηση αφοοσιώθηκε στο μοναχικό βίο. Δεινός υπερασπιστής των εικόνων προκάλεσε το μένος των εικονομάχων, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν επιχειρώντας να κλονίσουν την πίστη του. Εκείνος όμως, παρά τις σκληρές δοκιμασίες, με μόνο σύντροφο την προσευχή του, διατήρησε αγνή την ψυχή του, την οποία και παρέδωσε εν ειρήνη στον Θεό.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

      Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι Ιάσων και Σωσίπατρος αφιερώθηκαν στο ιεραποστολικό καθήκον με θαυμαστή συνέπεια. Κήρυξαν το θείο λόγο, ίδρυσαν εκκλησίες και προσέλκυσαν πολλούς ανθρώπους στη χριστιανική πίστη. Είχαν ήδη διατελέσει επίσκοποι, όταν πήγαν στην Κέρκυρα για να συνεχίσουν τη δράση τους. Εκεί ο ειδωλολάτρης άρχοντας Κερκυλλίνος τους συνέλαβε και τους φυλάκισε δίχως να φαντάζεται ότι οι απόστολοι θα προσέλκυαν πιστούς ακόμα και στη φυλακή. Έκαναν χριστιανούς επτά φυλακισμένους λήσταρχους του νησιού και μάλιστα όλη την οικογένεια του άρχοντα Δατιανού. Ο απόστολος Σωσίπατρος γνώρισε μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο Ιάσων απεβίωσε εν ειρήνη σε βαθύ γήρας.

     Ο Άγιος Ιγνάτιος ο θεοφόρος έγινε επίσκοπος Αντιοχείας όταν απεβίωσε ο Εύωδος. Από τη θέση αυτή ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός. Όταν ο διώκτης των χριστιανών αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) κατά την εκστρατεία του εναντίον των Πάρθων πέρασε από την Αντιόχεια, ο Ιγνάτιος δε δίστασε να παρουσιασθεί σ' αυτόν και να ομολογήσει την πίστη του. Ο αυτοκράτορας τότε κυριεύθηκε από σφοδρό μένος και διέταξε το βασανισμό του Αγίου. Έπειτα από πολλά βασανιστήρια ο Τραϊανός έδωσε εντολή να μεταφερθεί ο Ιγνάτιος στη Ρώμη για να κατασπαραχθεί από τα άγρια θηρία στην αρένα. Όταν ο Ιγνάτιος πληροφορήθηκε ότι κάποιοι χριστιανοί της Ρώμης κατέβαλαν προσπάθειες για να σωθεί, συνέγραψε επιστολή με την οποία τους εξηγούσε ότι ήταν τιμή γι' αυτόν να θυσιαστεί για τον Κύριο και δεν ήθελε να αποφύγει έναν ένδοξο θάνατο που θα τον έφερνε κοντά στον θεό. Πράγματι, έπειτα από λίγες μέρες οι ειδωλολάτρες έριξαν στην αρένα τον Ιγνάτιο, ο οποίος κατασπαράχθηκε από τα θηρία.

     Ιγνάτιος - 'Ήταν μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. 'Έζησε την εποχή του Τραϊανού, τότε που κύρηξε τον άγριο διωγμό εναντίων των χριστιανών. Βασανίστηκε σκληρά και πέρασε από πολλά μαρτύρια. Τον έστειλαν ακόμα και στην Ρώμη, όπου τον έριξαν στα άγρια θηρία. Ακόμα και στα άγρια θηρία έδειξε απαράμιλλα θάρρος και εξεδήμησε ένδοξα προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ένας από τους τέσσερις μεγαλύτερους προφήτες του Ισραήλ, ο Ιερεμίας, γεννήθηκε το 650 π.Χ. περίπου. Ο προφήτης δέχθηκε το προφητικό χάρισμα από τον θεό σε νεαρή ηλικία. Έδρασε επί σαράντα κα; πλέον χρόνια σε μια κρισιμότατη εποχή της ισραηλιτικής ιστορίας. Στην Αίγυπτο καταφέρθηκε εναντίον κάποιων ομοεθνών του, οι οποίοι είχαν ασπασθεί την ειδωλολατρία. Οι αποστάτες αυτοί Ιουδαίοι ενοχλήθηκαν και θανάτωσαν τον Ιερεμία με λιθοβολισμό.

     Ο Άγιος Ιερόθεος ήταν μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Διδάχθηκε τη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο, το κήρυγμα του οποίου άκουσε στον Άρειο Πάγο. Μάλιστα, ο Απόστολος Παύλος ήταν αυτός που τον βάπτισε και τον χειροτόνησε επίσκοπο Αθηνών. Στη συνέχεια ο Ιερόθεος κατήχησε στην πίστη του Χρίστου τον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, ο οποίος και τον διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών. Υπήρξε καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του άνθρωπος ευσεβής κι ενάρετος. Αξιώθηκε μάλιστα να παραστεί στην κηδεία της Υπεραγίας Θεοτόκου. Εξεδήμησε προς τον Κοριό σε μεγάλη ηλικία.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Πρόκλος και Ιλάριος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Τραϊανού και κατάγονταν από ένα χωριό έξω από την Άγκυρα. Τους δύο Αγίους, εκτός από τη βαθιά πίστη και την πνευμονική τους ταύτιση, τους συνέδεε και συγγενικός δεσμός. Δεινοί ομολογητές της χριστιανικής αλήθειας, συνελήφθησαν από τον αυτοκράτορα και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια, τα οποία υπέμειναν με θαυμαστή καρτερία. Τελικά θανατώθηκαν, ο μεν Πρόκλος με βέλη, ο δε Ιλάριος με αποκεφαλισμό, και έλαβαν τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Ιλαρίων γεννήθηκε στην πόλη Θαβαθά, κοντά στη Γάζα της Παλαιστίνης, στα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου (324-337 μΧ.). Η οικογένεια του ήταν ειδωλολατρική, αλλά εκείνος κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη όταν βρισκόταν στην Αλεξάνδρεια, όπου είχε πάει για να τελειοποιήσει τις σπουδές του. Γρήγορα στην ψυχή του γεννήθηκε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον ασκητικό βίο και γι' αυτό αναχώρησε για την έρημο της Αιγύπτου, όπου συνάντησε και παρέμεινε για αρκετό καιρό κοντά στον Μεγάλο Αντώνιο. Εδώ ο Ιλαρίων ασκήθηκε στις αρετές και στην εγκράτεια. Όταν πέθαναν οι γονείς του επέστρεψε στη Γάζα για να μοιράσει την πατρική του περιουσία στους φτωχούς. Αφού έδωσε όλα όσα κληρονόμησε στους απόρους, αναχώρησε για την έρημο. Εκεί ασκήθηκε σε κάθε αρετή και έφθασε σε ύψιστο βαθμό ηθικής τελειότητας. Για τους ασκητικούς του αγώνες και τη σε βάθος καλλιέργεια της αρετής τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα της θαυματουργίας. Περιόδευσε σε πολλούς τόπους και κατέληξε στην Πάφο της Κόπρου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη.

     Ο όσιος Ιλαρίων ο Νέος υπήρξε ηγούμενος στη Μονή Πελεκητής στην Τρίγλια. Παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριό του εν ειρήνη.

     Ο όσιος Ιλαρίων καταγόταν από την Καππαδοκία. Έζησε κατά τον 9ο αιώνα και ανατράφηκε από ευσεβείς γονείς συμφωνά με τις αρχές της Ορθοδοξίας. Έτσι, από πόλο νεαρή ηλικία, είχε εμποτιστεί με τη δύναμη της πίστης, ώστε αποφάσισε να διάγει ασκητικό και ταπεινό βίο. Στην αρχή πήγε στο Μοναστήρι του Ξηρονησίου στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια στη Μονή Δαλμάτων, όπου και έγινε μεγαλόσχημος. Με αγάπη και ταπεινοφροσύνη αφοσιώθηκε στο έργο της μονής, γι' αυτό και αναδείχθηκε ηγούμενος. Μάλιστα, κατά την περίοδο της εικονομαχίας, επέδειξε θαυμαστή αντοχή απέναντι στις πιέσεις του Λέοντος του Αρμενίου και του πατριάρχη Θεοδότου, που προσπάθησαν να κάμψουν το φρόνημα του. Τελικά άρχισε να διώκεται και επί οκτώ ολόκληρα χρόνια υπέστη φοβερές δοκιμασίες. Τον φυλάκισαν, τον βασάνισαν και τον εξόρισαν, δεν κατάφεραν όμως να τον πτοήσουν και να τον αμαυρώσουν με τις αιρετικές αντιλήψεις. Με την επικράτηση της Ορθοδοξίας ο Ιλαρίων επέστρεψε στη Μονή για να συνεχίσει τον ασκητικό και άγιο βίο του. Στη μονή παρέμεινε άλλα τρία χρόνια και παρέδωσε την ψυχή του στον Κοριό εν ειρήνη, σε ηλικία 70 χρονών.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Ιούδας ήταν γιος του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας Ιωσήφ και αδελφός του Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφοθέου. Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέρα της Πεντηκοστής ο Ιούδας ο Θαδδαίος ή Λεββαίος κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μεσοποταμία. Ακολούθως, μετέβη στην 'Έδεσσα για να συνεχίσει το έργο του. Στην πόλη αυτή όμως, ενώ κήρυττε το λόγο του Ευαγγελίου, συνελήφθη από ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο. Με τον τρόπο αυτό ο Ιούδας παρέδωσε το πνεύμα του στον θεό και έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Η Αγία μάρτυς Ιουλιανή έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Καταγόταν από επιφανείς γονείς, οι οποίοι και τη νύμφευσαν με κάποιο συγκλητικό, που ονομαζόταν Ελεόσιος. Η Ιουλιανή, που από πολύ νέα είχε εμποτιστεί με τα ουράνια νάματα της αληθινής πίστης, προσπάθησε με κάάθε τρόπο να αποφύγει το γάμο με τον ειδωλολάτρη συγκλητικό. Μάλιστα δε δίστασε να του ομολογήσει την πίστη της και να του ανακοινώσει όπ δεν πρόκειται να συνάψει γάμο μαζί του, παρά μόνο αν ασπαζόταν και αυτός το χριστιανισμό. Εκείνος τότε εξοργισθείς έσπευσε να μεταφέρει τα λόγια της Αγίας στον πατέρα της, ο οποίος και προσπάθησε να την πείσει να αρνηθεί την πίστη της. Η Ιουλιανή, παρά τις απειλές που δέχθηκε, έμεινε ακλόνητη και εξακολούθησε να ομολογεί τον Κύριο. Από κοινού τότε, ο πατέρας της και ο Ελεόσιος, ο οποίος είχε ήδη διοριστεί έπαρχος, αποφάσισαν να τη δικάσουν και να την υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού την έδειραν, την κατέκαυσαν με πυρακτωμένα σίδερα και την έριξαν στη φυλακή. Με θεία πρόνοια όμως η Αγία βγήκε απ' όλη αυτή τη δοκιμασία αβλαβής. Έτσι την αποκεφάλισαν και ανήλθε στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία. Λίγο καιρό αργότερα μαρτύρησαν δια ξίφους και πεντακόσιοι άνθρωποι που πίστευσαν δια της Αγίας.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Άγιος Ιουλιανός καταγόταν από την Κιλικία. Ο πατέρας του ήταν ειδωλολάτρης βουλευτής, όμως η μητέρα του είχε ασπασθεί τη χριστιανική πίστη. Η ευσεβής γυναίκα φρόντισε ώστε ο Ιουλιανός να λάβει ορθόδοξη παιδεία και να εξελιχθεί σε ενάρετο και θεοσεβή χριστιανό. Όταν έφθασε σε ηλικία δεκαοκτώ χρόνων του ζητήθηκε από τον ηγεμόνα Μαρκιανό να απολογηθεί για την πίστη του. Ο Ιουλιανός παρουσιάσθηκε στον έπαρχο και με θάρρος ομολόγησε ότι Κοριός του ήταν ο Ιησούς Χριστός. Ο Μαρκιανός, αφού κατέβαλε μάταιες προσπάθειες να πείσει το νέο να θυσιάσει στα είδωλα, διέταξε να τον υποβάλουν σε σειρά άγριων βασανιστηρίων. Οι ειδωλολάτρες κακοποίησαν με τον πιο σκληρό τρόπο τον Ιουλιανό και κατόπιν τον έριξαν σε φρικτή φυλακή. Στη συνέχεια ο Μαρκιανός κάλεσε τη μητέρα του Αγίου να τον επισκεφθεί στη φυλακή και να τον πείσει να αρνηθεί την πίστη του. Όμως εκείνη όχι μόνο δεν προέτρεψε το γιο της να ασπασθεί τα είδωλα, αλλά του υπέδειξε να μην αρνηθεί την πίστη του στον Χριστό, ακόμη και κάτω από την απειλή του θανάτου. Τότε ο έπαρχος διέταξε να κλείσουν τον Ιουλιανό σε σάκο με φίδια και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Με τον τρόπο αυτό μαρτύρησε ο Άγιος της Εκκλησίας μας.

     Η Αγία Ιουλίττα καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας. Η ευσέβεια και οι αρετές της κέρδισαν τα εγκώμια του Μεγάλου Βασιλείου, ο οποίος την εκτιμούσε πόλο και τη στήριξε όταν κάποιος πλεονέκτης άνθρωπος ξεκίνησε άδικο αγώνα εναντίον της. Ο άνθρωπος αυτός, αφού χρησιμοποίησε ψευδομάρτυρες και συκοφάντες και αφού δωροδόκησε τους δικαστές, κατάφερε να αποσπάσει μεγάλο μέρος της περιουσίας που ανήκε στην Ιουλίττα. Όταν όμως άρχισε να αποκαλύπτεται η αδικία που έγινε στην Αγία, ο άθλιος αυτός άνθρωπος τη συκοφάντησε και η Ιουλίττα βρήκε θάνατο μαρτυρικό στο πυρ της καμίνου.

     Η Αγία Ιουλίττα, που καταγόταν από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας, έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ήταν χριστιανή και διήγε βίο ενάρετο και ταπεινό. Μάλιστα χήρεψε και από τότε αφοσιώθηκε με στοργή και αγάπη στο γιο της, τον οποίον και ανέθρεψε συμφωνάμε τις θείες εντολές. Όταν ξέσπασε ο διωγμός πήρε το γιο της Κήρυκα, που ήταν μόλις τριών ετών, και κατέφυγε στη Σελεύκεια. Και εκεί όμως είχε ξεσπάσει το μένος των ειδωλολατρών, γι' αυτό και πήγε στην Ταρσό της Κιλικίας. Εδώ ήταν ηγεμόνας κάποιος Αλέξανδρος, ο οποίος όταν έμαθε για την πίστη της τη συνέλαβε και προσπάθησε με απειλές να τη μεταπείσει. Εκείνη όμως με πρωτοφανή γενναιότητα συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, εξοργίζοντας τον απάνθρωπο ηγεμόνα, ο οποίος με βιαιότητα άρπαξε το παιδί της και του συνέτριψε το κεφάλι. Ο μικρός Κήρυκας έλαβε πρώτος το στέφανο του μαρτυρίου και ανήλθε στον Κύριο. Η Ιουλίττα δε λύγισε ούτε μετά το θάνατο του γιου της και συνέχισε να αρνείται την υποταγή της στα είδωλα. Οδηγήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκε, για να ανέλθει στεφανηφόρος στην αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     Οι Άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία ξεχώρισαν για τον ένθεο ζήλο τους, καθώς προσήλκυσαν χιλιάδες πιστούς στην αληθινή θεογνωσία. Με τη θαυμαστή τους άσκηση κατόρθωσαν να νεκρώσουν τα σαρκικά πάθη και ανέπτυξαν μια αγνή φιλία, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν πράγματα ακατόρθωτα για όσους διαθέτουν την δύναμη της πίστης. Η επικοινωνία των δυο αυτών ψυχών, που βασιζόταν στο χριστιανικό φρόνημα, ήταν η βάση του λαμπρού έργου τους. Οι Άγιοι Απόστολοι αγωνίσθηκαν με επιτυχία ενάντια στην πλάνη των ειδώλων. Κατέστρεψαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους έχτισαν εκκλησίες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της αλήθειας για τους συνανθρώπους τους. Προικισμένοι με το χάρισμα της θαυματουργίας, θεράπευσαν ανίατους και έδωσαν κουράγιο και δύναμη σε όσους είχαν ανάγκη. Συνεργάσθηκαν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος τους μνημονεύει και στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Χαιρετήστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τους συμπατριώτες μου και συντρόφους μου στη φυλακή, οι οποίοι είναι διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων και προσήλθαν στον Χριστό πρωτύτερα από μένα». Ο Ανδρόνικος και η Ιουνία, αφού ολοκλήρωσαν το χριστιανικό τους έργο, παρέδωσαν το πνεύμα τους εν ειρήνη στον Κύριο.

     Ο Άγης Ιουστίνος γεννήθηκε στην πόλη Φλαβία Νεάπολη της Παλαιστίνης στις αρχές του 2ου αιώνα μΧ. Οι ειδωλολάτρες γονείς του φρόνησαν ώστε ο Ιουστίνος να λάβει εξαιρετική μόρφωση, η οποία όμως δεν ήταν αρκετή για να απαντήσει στα ερωτήματα που έθετε το οξύ και ανήσυχο πνεύμα του. Κάποια μέρα, ενώ περπατούσε σε παραλία της Εφέσου και συλλογιζόταν τα φιλοσοφικά ζητήματα που τον απασχολούσαν, συνάντησε ένα γέροντα, ο οποίος και δίδαξε στον Ιουστίνο τη χριστιανική διδασκαλία, δίνοντας έτσι διέξοδο στις πνευματικές ανησυχίες του. Όταν ήταν αυτοκράτορας ο Αντωνίνος Πίος ο Ιουστίνος μετέβη στη Ρώμη, όπου παρέδωσε στον αυτοκράτορα απολογία, στην οποία εξέθετε τις βασικές διδασκαλίες του χριστιανισμού και απεδείκνυε την πλάνη των ειδώλων, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα από την Αγία Γραφή και από τη λογική. Η θεάρεστη δράση του Ιουστίνου, που δεν έπαυε να κηρύττει το λόγο του θεού και να συγγράφει έργα χριστιανικού περιεχομένου, δεν μπορούσε παρά να προκαλέσει την οργή των ειδωλολατρών. Έτσι, ο βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας και ευσεβής χριστιανός συνελήφθη και, αφού υπέστη πολλά βασανιστήρια, αποκεφαλίσθη το 765 μ Χ.

     Ο Άγιος Ιούστος καταγόταν από τη Ρώμη. Ήταν στρατιώτης και είχε καταταγεί στην επίλεκτη στρατιωτική μονάδα των Νουμερίων. Μέσα στο στράτευμα ξεχώρισε για την ψυχική του γενναιότητα και τη σπάνια ανδρεία του, στοιχεία που τον βοηθούσαν να θριαμβεύει στις μάχες και να τιμάται με πολλαπλά αξιώματα. Σε μια εκστρατεία το στράτευμα του κατά τη διάρκεια της μάχης βρέθηκε σε μεγάλο κίνδυνο και σώθηκε λόγω της αυτοθυσίας των χριστιανών στρατιωτών. Ο Ιούστος τότε θαύμασε τη γενναιότητα τους και θέλησε να γνωρίσει και ο ίδιος το Χριστιανισμό. Από τη πρώτη στιγμή που άκουσε το θείο λόγο ρίζωσε μέσα του η αλήθεια και βρήκε τη δύναμη να ξεφύγει από τα δίχτυα της ειδωλολατρίας. Λέγεται μάλιστα ότι κάποια νύχτα είδε θείο σημάδι στον ουρανό, ένα φωτεινό σταυρό, γύρω από τον οποίο έλαμπε η λέξη «ακολουθεί». Τότε αποφάσισε να βαπτισθεί, γεγονός που εξόργισε τον ηγεμόνα Μαγνέντιο, ο οποίος και τον υπέβαλε σε φρικτά βασανιστήρια. Αφού τον έδειραν βάναυσα, τον έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, για να τιμηθεί με το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Λαυρέντιος, Ξυστός και Ιππόλυτος έζησαν και μαρτύρησαν κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Λίγο προτού ξεκινήσει ο διωγμός εναντίον των χριστιανών ο πάπας Ρώμης Ξυστός, ο οποίος καταγόταν από την Αθήνα, παρέδωσε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας στον αρχιδιάκονο Λαυρέντιο. 'Έπειτα από λίγο καιρό ο Ξυστός συνελήφθη από τον Δέκιο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Ο αυτοκράτορας διέταξε τότε τον αποκεφαλισμό του Ξυστού και τη σύλληψη του αρχιδιακόνου του. Όταν ο Λαυρέντιος οδηγήθηκε στον Δέκιο, εκείνος του ζήτησε τα ιερά σκεύη της Εκκλησίας, τα οποία ο Λαυρέντιος είχε πουλήσει για να μοιράσει τα χρήματα στους φτωχούς. Έτσι, ο Λαυρέντιος πήρε τις άμαξες τις οποίες του είχαν δώσει για να φορτώσει τους θησαυρούς της Εκκλησίας και έβαλε σε αυτές τους φτωχούς στους οποίους είχε μοιράσει τα χρήματα. Μόλις αντίκρισαν το θέαμα οι ειδωλολάτρες εξοργίσθηκαν και έβαλαν τον Λαυρέντιο πάνω σε σχάρα, κάτω από την οποία έκαιγαν κάρβουνα. Όταν αργότερα ο Ιππόλυτος, ένας ευσεβής χριστιανός, παρέλαβε το τίμιο λείψανο του Λαυρεντίου ο Δέκιος διέταξε να τον θανατώσουν.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     Ο όσιος Ισαάκιος καταγόταν από την Ανατολή, αλλά έδρασε στο Βυζάντιο την εποχή του Ουάλεντος, που ήταν οπαδός του αρειανισμού. Όταν οι Οστρογότθοι απειλούσαν την Κωνσταντινούπολη, ο Ουάλης αναγκάσθηκε να κινήσει πόλεμο εναντίον τους. Τότε ο Ισαάκιος, που διετέλει ηγούμενος, συνάντησε τον άρχοντα και τον συμβούλευσε με τα εξής λόγια: «Δώσε στα ποίμνια τους άριστους ποιμένες και χωρίς κόπους θα πάρεις τη νίκη. Αν δεν αποδεχθείς αυτά που σου λέω και δε συμφωνήσεις, θα μάθεις από την πείρα ότι είναι σκληρό πράγμα να κλωτσάς στα καρφιά. Ούτε συ πρόκειται να γυρίσεις από τον πόλεμο και σύντομα θα χάσεις και το στράτευμα». Ο άρχοντας όχι μόνο δεν πείσθηκε, αλλά διέταξε να οδηγηθεί ο Άγιος σε βασανιστήρια, από τα οποία με τη βοήθεια του θεού βγήκε χωρίς την παραμικρή βλάβη. Πράγματι, ο Ουάλης νικήθηκε στη μάχη που έδωσε κοντά στην Ανδριανούπολη και μάλιστα, μετά την αιχμαλωσία του από τους Γότθους, κάηκε ζωντανός. Ο όσιος Ισαάκιος, λόγω αυτής της πρόρρησής του, έλαμψε ανάμεσα στο πλήθος των χριστιανών και συνέχισε ήρεμος το έργο του στην Κωνσταντινούποολη. Εξεδήμησε εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης - Γεννήθηκε στην Αίγυπτο το 360 μ. Χ. και απεβίωσε το440 μ.Χ. Προερχόταν από ευσεβή και ενάρετο οικογένεια. Υπηρέτησε την εκκλησία μας ως κατηχητής και δάσκαλος Αλεξανδρείας. Εγκατέλειψε την περιουσία του και αποσύρθηκε σε μοναστήρι στο Πηλιούσιον Όρος. Ερμήνευσε και έγραψε πλήθος επιστολών -σώζονται 2.012- με τις οποίες νουθετούσε, έδινε παραινέσεις και συμβουλές και εξηγούσε θρησκευτικά θέματα.

     Ο Άγιος Ισίδωρος καταγόταν από την Αλεξάνδρεια και ήταν ναύτης του βασιλικού στόλου επί αυτοκρατορίας Δεκίου. Κατήγγειλαν στο Ναύαρχο ότι ο Ισίδωρος ήταν χριστιανός, πράγμα το οποίο επιβεβαίωσε και ο ίδιος και φυλακίσθηκε. Σε παροτρύνσεις του πατέρα του να αλλαξοπιστήσει αρνήθηκε και ο πατέρας του ζήτησε την θανατική του καταδίκη. Ύστερα από βασανιστήρια αποκεφαλίσθηκε και έλαβε από τον Κύριο το στέφανο του μαρτυρίου.

     Το ευσεβές και ενάρετο ζεύγος Ιωακείμ και Άννα, η οποία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να τεκνοποιήσει. Καθημερινά ο Ιωακείμ και η Άννα προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια για να τους χαρίσει ο θεός ένα παιδί. Κι ο θεός όχι μόνο πραγματοποίησε το αίτημα τους, αλλά τους αξίωσε να φέρουν στον κόσμο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έμελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου.

     Η Εκκλησία μας τιμά και τους όσιους ερημίτες Ιωάννη, Ηρακλαίμονα, Ανδρέα και Θεόφιλο. Οι τέσσερις αυτοί πατέρες μας κατάγονταν από ευσεβείς οικογένειες, γι' αυτό και από πολύ νωρίς γνώρισαν τη χριστιανική αλήθεια και επέλεξαν να αφιερωθούν στον ασκητικό βίο. Αποσύρθηκαν έτσι όλοι μαζί στην έρημο. Εκεί προσεύχονταν ξεχωριστά σε όρη και σπήλαια, ενώ τα Σάββατα και τις Κυριακές μεταλάμβαναν τα άχραντα μυστήρια όλοι μαζί.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Οι Άγιοι Ανάργυροι Κύρος και Ιωάννης έζησαν και μαρτύρησαν τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο σκληρός διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Η καταγωγή του Κόρου ήταν από την Αλεξάνδρεια και του Ιωάννη από την Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Ήταν και οι δύο" άριστοι γνώστες της ιατρικής επιστήμης. Προσέφεραν τις υπηρεσίες τους σε όποιον τους είχε ανάγκη χωρίς να αμείβονται. Πέρα όμως από το γεγονός ότι δε ζητούσαν χρήματα, μοίραζαν την περιουσία τους στους απόρους, με αποτέλεσμα να μείνουν και οι δυο φτωχοί. Όμως η προσφορά τους προς τους συνανθρώπους τους δεν περιορίστηκε στην παροχή ιατρικών υπηρεσιών. Οι Άγιοι Ανάργυροι δίδασκαν με κάθε ευκαιρία το λόγο του Ευαγγελίου, καταδεικνύοντας σε πολλούς ανθρώπους το δρόμο της σωτηρίας, αλλά και εμψυχώνοντας τους χριστιανούς που διώκονταν και μαρτυρούσαν για την αγάπη του Χριστού. Η δράση τους αυτή έγινε γνωστή στον ειδωλολάτρη άρχοντα του τόπου, ο οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό τους. Τα άγια λείψανα του Κόρου και του Ιωάννη ενταφιάσθηκαν κρυφά από τους χριστιανούς. Όταν ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Αρκάδιος και πατριάρχης Αλεξανδρείας ο Θεόφιλος βρέθηκαν τα λείψανα των Αγίων. Η ανακομιδή τους έγινε με τρόπο πανηγυρικό.

     Ο όσιος Ιωάννης καταγόταν από την Κριμαία και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ του Ισαύρου. Οι γονείς του ήταν ευσεβείς και τον ανέθρεψαν σύμφωνα με τις θείες βουλές. Από μικρός ήθελε να αφοσιωθεί στον εκκλησιαστικό βίο, γι' αυτό και φρόντιζε για την πνευματική και ψυχική του ανάταση. Πράγματι, χειροτονήθηκε επίσκοπος Γοτθίας και από τη θέση αυτή καθοδηγούσε και δίδασκε το ποίμνιο του. Όταν ξέσπασαν ταραχές, ο Ιωάννης, μαζί με πολλούς χριστιανούς, κατέφυγε στον Εύξεινο Πόντο, όπου και άφησε, μετά από τις μεγάλες του ταλαιπωρίες, την τελευταία του πνοή.

     Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Ιωάννης καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος και ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης. Ο Ιωάννης ήταν, όπως και ο αδελφός του Ιάκωβος, ψαράς. Στο κάλεσμα του Κυρίου ο Ιωάννης και ο Ιάκωβος εγκατέλειψαν την αλιεία και ακολούθησαν τον Ιησού Χριστό. Ο Ιωάννης ήταν πιστός και αγαπημένος μαθητής του Κυρίου, κοντά στον οποίο έμεινε μέχρι τη σταύρωση Του. Την ώρα εκείνη μάλιστα ο Κύριος εμπιστεύθηκε τη μητέρα Του σε αυτόν. Δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο στη Μικρά Ασία, επιτελώντας πλήθος θαυμάτων και βαπτίζοντας χριστιανούς πολλούς ειδωλολάτρες. Σε βαθιά γεράματα παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο, ενώ βρισκόταν στην πόλη της Εφέσου. Οι μαθητές του ενταφίασαν το λείψανο του έξω από την πόλη, θρηνώντας για τον αγαπημένο τους δάσκαλο. Όταν οι μαθητές του Αγίου ανακοίνωσαν στους χριστιανούς της Εφέσου ότι ο Ιωάννης είχε εκδημήσει προς Κύριον πλήθος κόσμου έτρεξε στον τάφο του για να προσκυνήσει. Όταν όμως τον άνοιξαν, το λείψανο του ένδοξου Αποστόλου δεν ήταν μέσα, γιατί είχε γίνει η μετάσταση του.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού, και μάλιστα ο πιο αγαπημένος Του. Πατέρας του ήταν ο Ζεβεδαίος και μητέρα του η Σαλώμη, κόρη του Ιωσήφ, του μνηστήρα της Παρθένου Μαρίας. Ο Ιωάννης όχι μόνο ήταν παρών στη σταύρωση του Κυρίου, αλλά ήταν ο μόνος από τους μαθητές Του που δε φοβήθηκε και έμεινε μέχρι τέλους κοντά στον αγαπημένο δάσκαλο του. Μάλιστα ο Ιησούς Χριστός από το σταυρό του μαρτυρίου είπε στο μαθητή Του αναφερόμενος στη Θεοτόκο: «Ιδού η μητέρα σου». Μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος αυτός και ο Πέτρος κήρυτταν παντού το λόγο του Κυρίου. Όταν η Παρθένος Μαρία κοιμήθηκε ο Άγιος πήγε στην Έφεσο της Μικρός Ασίας, όπου με την προσευχή του κατέστρεψε το ναό της Αρτέμιδος και οδήγησε στο δρόμο του θεού τετρακόσιες χιλιάδες ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Ιωάννης συνέγραψε το τέταρτο κατά σειρά Ευαγγέλιο της Καινής Διαθήκης. Έργο του είναι και η Αποκάλυψη, την οποία έγραψε στην Πάτμο, όπου εξορίσθηκε από τον αυτοκράτορα Δομιτιανό, διώκτη των χριστιανών. Ο Άγιος Ιωάννης ο θεολόγος έζησε περίπου εκατό χρόνια.

     Ιωάννης ο Καλυβίτης Όσιος - Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στα μέσα του 5ου αιώνα από τον Ευτρόπιο και την Θεοδώρα. Μικρός ακόμα όταν ήταν κρυφά από τούς γονείς του πήγε στην Μονή των Ακοιμήτων όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια. Αργότερα του δημιουργήθηκε η επιθυμία να γυρίσει στους γονείς του, ειδικά όταν έμαθε ότι ο πατέρας του διήγε κοσμική ζωή. Παίρνοντας την συγκατάθεση του ηγουμένου, πήγε και παρουσιάστηκε σαν απλός μοναχός στους γονείς του, οι οποίοι δεν τον αναγνώρισαν, αλλά εντυπωσιάστηκαν από την φυσιογνωμία του και την ευσέβεια των λόγων του και τον παρακάλεσαν να τους επισκέπτεται καθημερινά. Ο 'Όσιος δέχτηκε με την προϋπόθεση να μένει σε ένα καλύβι στην αυλή του σπιτιού. Με την βοήθεια του Θεού κατάφερε σε λίγα χρόνια να επαναφέρει τους γονείς του στον σωστό δρόμο. 'Όταν αποκάλυψε στην μητέρα του ποιος ήταν, ο Κύριος έκρινε πως είχε έρθει η ώρα να τον πάρει κοντά του.

     Ο όσιος Ιωάννης ο ομολογητής γεννήθηκε στην Ειιρηνούπολη της Δεκάπολης Συρίας από ευσεβείς γονείς. Όταν ο δάσκαλος του έγινε ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων, ο όσιος διορίσθηκε ηγούμενος της Μονής Καθαρών, για δέκα έτη (804-813). Ήταν πολέμιος των εικονομάχων γι' αυτό εξορίσθηκε και φυλακίσθηκε. Πέθανε στην εξορία στην Αφουσία.

     Ο όσιος Ιωάννης καταγόταν από τη Ρωσία. Το 1730 αιχμαλωτίσθηκε από τους Τατάρους και πουλήθηκε δούλος σε έναν Τούρκο, ο οποίος προσπάθησε με όλα τα μέσα να παρασύρει τον όσιο να αρνηθεί την πίστη του. Εκείνος όμως ακλόνητος συνέχισε να διακηρύσσει τη μόνη αλήθεια και γι' αυτό υπέστη βαριές θλίψεις και δοκιμασίες. Στο τέλος κατάφερε να απελευθερωθεί και να αποσυρθεί στα όρη για να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Αφού έζησε με αυστηρή άάσκηση, απεβίωσε ειρηνικά συνεχίζοντας να θαυματουργεί δια του σεπτού λειψάνου του, το οποίο βρίσκεται στο Νέο Προκόπι Ευβοίας.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος γεννήθηκε από τον ιερέα Ζαχαρία και την Ελισάβετ. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην έρημο, όπου ασκήτευε και προετοίμαζε τους ανθρώπους για τον ερχομό του Κυρίου. Αξιώθηκε μάλιστα να βαπτίσει τον Χριστό, τον Υιό του θεού. Κατά την 'εποχή που μεγαλούργησε ο Πρόδρομος, τετράρχης στην Ιουδαία ήταν ο Ηρώδης Αντύπας, ο οποίος είχε συνάψει ανόσιο δεσμό με τη γυναίκα του αδελφού του, Φιλίππου, την Ηρωδιάδα. Ο Ιωάννης έλεγχε δριμύτατα τον άρχοντα για την παράνομη σχέση του και για το λόγο αυτό ο Ηρώδης, παρακινούμενος από την Ηρωδιάδα, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Σε κάποια γιορτή για τα γενέθλια του τυράννου ο Ηρώδης μεθυσμένος ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδος τη Σαλώμη, να χορέψει και της υποσχέθηκε ότι θα της προσέφερε ότι αυτή του ζητούσε. Τότε η μητέρα της την παρακίνησε να ζητήσει ως αντάλλαγμα για το χορό της το κεφάλι του Ιωάννη. Ο Ηρώδης δέχθηκε να ικανοποιήσει το αίτημα της Σαλώμης και διέταξε τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη. Το άγιο σώμα του οποίου ενταφιάσθηκε με εξαιρετικές τιμές από τους μαθητές του.

     Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος γεννήθηκε το 347 μ.Χ. στην Αντιόχεια από ευσεβείς χριστιανούς, τον Σεκούνδο και την Ανθούσα. Ευφυής καθώς ήταν διακρίθηκε στις επιστήμες και στα γράμματα. Ιδιαίτερα δε εντρύφησε στη μελέτη των ιερών γραφών, αποκτώντας βαθιά θεολογική κατάρτιση. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του αποφάσισε να αφοσιωθεί στο μοναστικό βίο. Ο ένθεος ζήλος του τον οδήγησε στην έρημο, όπου επιδόθηκε στην άσκηση και στην προσευχή. Όταν επέστρεψε στην Αντιόχεια χειροτονήθηκε διάκονος από τον πατριάρχη Μελέτιο. Έπειτα από έξι χρόνια προεχειρίσθη σε πρεσβύτερο από τον πατριάρχη Φλαβιανό Α'. Το 397 μ.Χ. με βούληση του βασιλιά και του κλήρου έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Ο Ιωάννης υπήρξε έξοχος ποιμένας, αλλά και ερμηνευτής των ιερών γραφών. Μάλιστα άφησε ανεκτίμητο συγγραφικό έργο. Όμως η σύγκρουση του με την ασεβή αυτοκράτειρα Ευδοξία τον οδήγησε στην εξορία, και συγκεκριμένα στον Κουκουσό της Αρμενίας. Μεταφερόμενος από τόπο σε τόπο ο Άγιος Ιωάννης εξεδήμησε προς Κύριον, καθώς δεν άντεξε τις ταλαιπωρίες και τις κακουχίες τις οποίες υπέστη.

     Ιωάννης ο Χρυσόστομος - Εξορίστηκε από την Βασίλισσα Ευδοξία τρεις φορές, λόγω του ηθικού και άμεμπτου βίου του. Πέθανε κατά την διάρκεια της τρίτης εξορίας του, από εξάντληση στις 14 Σεπτεμβρίου το 407. Το λείψανό του ενταφιάστηκε στα Κόμανα του Πόντου και έμεινε εκεί για 30 χρόνια. Το 434 έγινε πατριάρχης ένας μαθητής του, ο Πρόκλος, ο οποίος μετά από 4 χρόνια παρακάλεσε τον βασιλιά Θεοδόσιο να μεταφέρει το λείψανο του Αγίου στην Κωνσταντινούπολη. Πράγματι η λάρνακα του Αγίου με τιμές μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, η οποία και τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μέσα στο 'Άγιο Βήμα και κάτω από την Αγία Τράπεζα.

     Ο όσιος Ιωάννης είχε  τιμηθεί από τον θεό με πνευματική  διαύγεια και δυνατό φρόνημα, στοιχεία που τα «επιστράτευσε» στον αγώνα για τη διάδοση της αλήθειας. Συνέγραψε το γνωστό βιβλίο «Κλίμαξ», το οποίο αποτέλεσε οδηγό για το λαό του θεού και στο οποίο περιγράφεται όλη η διαδικασία της πνευματικής ανάβασης των πιστών. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εγκατέλειψε τα εγκόσμια και αποσύρθηκε στο όρος Σινά, όπου και έγινε μοναχός, προσφέροντας ολόψυχα τον εαυτό του στην υπηρεσία του Κυρίου. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε σε μια ερημική περιοχή που ονομαζόταν Θωλάς προκειμένου να ασκητεύσει. Εκεί έμεινε σαράντα ολόκληρα χρόνια κάνοντας σκληρή νηστεία και αγρυπνίες. Όλη τη δύναμη του την αντλούσε από την προσευχή, γι αυτό και έφτασε σε σημείο ηθικής τελειότητας τέτοιο, ώστε να μπορεί να επιτελεί θαύματα.

     Οι όσιοι πατέρες Συμεών και Ιωάννης κατάγονταν από την Έδεσσα της Συρίας και έδρασαν την εποχή του βασιλιά Ιουστίνου Α' (518-527 μ.Χ.). Τους έδενε βαθιά φιλία και ταύτιση τόση, που αποφάσισαν να πάνε μαζί στην Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Όταν αντίκρισαν το Τίμιο Ξύλο ένιωσαν τη φλόγα της πίστης να φουντώνει στα στήθη τους και έτσι αποφάσισαν να αφοσιωθούν στον ασκητικό βίο. Αφού αποσύρθηκαν στη Μονή του Αγίου Γερασίμου, έλαβαν το άγιο σχήμα από τον όσιο Νίκωνα. Δεν συμπλήρωσαν όμως εφτά ημέρες στο μοναστήρι και έφυγαν για την έρημο. Εκεί έμειναν σαράντα ολόκληρα χρόνια υπομένοντας τη σκληρή αυτή ζωή με μόνη δύναμη την προσευχή τους. Κατόπιν ο Συμεών επέστρεψε στα Ιεροσόλυμα για να κηρύξει το Ευαγγέλιο, ενώ ο πνευματικός αδελφός του Ιωάννης έμεινε πίσω στην έρημο. Ο Συμεών μάλιστα κατά την επιστροφή του παρακάλεσε τον Κοριό να του δώσει δύναμη για να βοηθήσει τους πάσχοντες και να επιδοθεί σε αγαθοεργίες. Επίσης του ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, γιατί δεν ήθελε να δοξαστεί και να τιμηθεί επίγεια. Και έτσι έγινε: Ο Συμεών θεράπευσε ασθενείς και φώτισε πολλούς ανθρώπους χωρίς ποτέ να αποκαλύψει το όνομα και την ιδιότητα του. Τελικά πέθανε φτωχός και ταλαιπωρημένος, κερδίζοντας όμως την αιώνια βασιλεία των ουρανών.

     Ο Άγιος Ιωάννης έζησε τους χρόνους του βασιλιά Ηρακλείου. Γεννήθηκε στην Κόπρο από τον Επιφάνια και την Κοσμία, ανθρώπους διακρινόμενους για την ευσέβεια τους. Οι θεοσεβείς γονείς μεγάλωσαν τον Ιωάννη δίνοντας του χριστιανική ανατροφή. Όταν μεγάλωσε και υστέρα από βούληση του πατέρα του, ο Ιωάννης νυμφεύθηκε κάποια ενάρετη κόρη, και έφτιαξε μια χριστιανική οικογένεια. Όμως τα παιδιά και η σύζυγος του απεβίωσαν κι έκτοτε ο Ιωάννης αφοσιώθηκε στη μελέτη των γραφών και στην καλλιέργεια των αρετών. Τη μεγάλη περιουσία του την μοίραζε στους φτωχούς, θεωρώντας χριστιανικό καθήκον του την προσφορά προς τον πλησίον. Για τη δράση του αυτή ο Αγιος Ιωάννης ονομάσθηκε Ελεήμων. Μάλιστα, για την ευσέβεια και τη φιλευσπλαχνία του τιμήθηκε από τον θεό με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Οι αρετές του Ιωάννη ήταν γνωστές σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Έτσι, όταν ο πατριάρχης Αλεξανδρείας Θεόδωρος απεβίωσε, κλήθηκε ο Ιωάννης για να αναλάβει τον πατριαρχικό θρόνο. Από τη νέα του θέση ο Αγιος συνέχισε να ελεεί τους απόρους και να θαυματουργεί. Αφού ποίμανε θεοσεβώς τους χριστιανούς της Αλεξάνδρειας, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Ιωαννίκιος γεννήθηκε το 741 μΧ., όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Λέων Γ ο Ίσαυρος. Ευτύχησε να ανατραφεί από γονείς ευσεβείς και θεοφιλείς, τον Μυριτρίκη και την Αναστασώ, οι οποίοι φρόνησαν να μεγαλώσουν το τέκνο τους σύμφωνα με τις αρχές του Ευαγγελίου. Όταν ο Ιωαννίκιος διήγε την ηλικία των σαράντα ετών κλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Στ' να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία του κατά των Βουλγάρων. Ο Ιωαννίκιος, γενναίος καθώς ήταν, διακρίθηκε στο πεδίο των μαχών. Ο Κωνσταντίνος για να τον ευχαριστήσει, του προσέφερε μεγάλα αξιώματα και τιμές, τις οποίες ο Αγιος όμως αρνήθηκε, αφού οι κοσμικές τιμές δε σήμαιναν τίποτα γι΄ αυτόν. Αντιθέτως, αποφάσισε να ακολουθήσει τη μοναστική ζωή και πήγε στη Μονή των Αυγάρων. Ακολούθως, επισκέφθηκε πολλούς τόπους, επιτελώντας θαύματα και προλέγοντας τα μέλλοντα. Κάποια στιγμή εισήλθε στη Μονή Αντιδίου, όπου έχτισε ένα κελί, μέσα στο οποίο ησύχαζε. Στον τόπο αυτό και σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων χρόνων παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο προφήτης Ιώβ καταγόταν από την Αυσίτιδα, η οποία βρισκόταν στα σύνορα Ιδουμαίας και Αραβίας. Ήταν απόγονος των υιών του Ησαύ και άρα πέμπτος απόγονος του Αβραάμ. Έζησε χίλια εννιακόσια περίπου χρόνια πριν από τη γέννηση του Χριστού. Υπήρξε πρότυπο γενναιότητας και υπομονής. Αξιώθηκε να δημιουργήσει μια πολυμελή οικογένεια και να αποκτήσει μεγάλο πλούτο. Δίκαιος λοιπόν και ευσεβής καθώς ήταν, φθονήθηκε από τον Σατανά και πέρασε φοβερές δοκιμασίες. Έχασε τα δέκα παιδιά του και ολόκληρη την περιουσία του και προσβλήθηκε από λέπρα όμως συνέχισε να δοξάζει τον θεό. Ο θεός έτσι σταμάτησε τις δοκιμασίες του, αναγνώρισε τους άθλους του και του χάρρισε πολύ περισσότερα αγαθά από πρώτα.

     Ο προφήτης Ιωνάς έζησε επί βασιλείας Αμασίου και Ιεροβοάμ. Κάποτε ο θεός του έδωσε εντολή να πάει στη Νινευή, οι κάτοικοι της οποίας ζούσαν αμαρτωλά, για να προφητεύσει την καταστροφή της. Όμως αυτός ξεκίνησε για την πόλη Θαρσίς. Ενώ βρισκόταν στο πλοίο έπιασε μεγάλη θαλασσοταραχή και οι επιβάτες αποφάσισαν να τραβήξουν κλήρο για να δουν ποιος ήταν ο υπαίτιος. Ο κλήρος έπεσε στον Ιωνά, τον οποίο και έριξαν στη θάλασσα. Τότε ένα κήτος κατάπιε τον προφήτη, ο οποίος έμεινε στην κοιλιά του για τρεις ημέρες χωρίς να πάθει τίποτα. Όταν ο Ιωνάς βγήκε σώος στην ξηρά, πήγε στη Νινευή και με τις προφητείες του έσωσε την πόλη από την καταστροφή. Απεβίωσε στη Σαραάρ.

     Οι Άγιοι Ακεψιμάς, Ιωσήφ και Αειθαλάς έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαπώρ ο Β' (325-379 μΧ.). Οι τρεις άνδρες ήταν γνωστοί για τη χριστιανική δράση τους και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και φυλακίσθηκαν από τον αρχιμάγο Αδραχοσχάρ. Όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον Πέρση μάγο αυτός τους ρώτησε αν πιστεύουν στον Χριστό. Τότε οι τρεις Άγιοι δε δίστασαν να ομολογήσουν την πίστη τους και να δηλώσουν ότι ο Χριστός είναι η αλήθεια και η ζωή. Η ομολογία τους εξόργισε τον Αδραχοσχάρ, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν τους τρεις άνδρες. Συγκεκριμένα, οι ειδωλολάτρες χτύπησαν ανελέητα με αγκαθωτά ραβδιά τον Ακεψιμά. Το σώμα του Αγίου δεν άντεξε τα χτυπήματα και ο Ακεψιμάς παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο. Τον δε Ιωσήφ οι δήμιοι, αφού πρώτα τον μαστίγωσαν και τον κρέμασαν, τελικά τον θανάτωσαν δια λιθοβολισμού. Τον ίδιο θάνατο βρήκε και ο Αειθαλάς. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι τρεις Άγιοι ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Ο όσιος Ιωσήφ καταγόταν από τη Σικελία. Ο Ιωσήφ ευτύχησε να έχει γονείς ευσεβείς και θεοφιλείς, τον Πλωτίνο και την Αγαθή. Από μικρή ηλικία μελετούσε τις θείες γραφές και διακρινόταν για την αρετή του. Όταν κυριεύθηκε η πατρίδα του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, όπου έγινε μοναχός. Από εκεί πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου γνώρισε τον Γρηγόριο τον Δεκαπολίτη, μμε τον οποίο κλείσθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Αντίπα. Επειδή υπήρξε πολέμιος των εικονομάχων, εκδιώχθηκε στη Ρώμη. Επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη, όπου πέθανε το 842 μ.Χ.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα