Άγιοι από Φ

 

Ο Άγιος Φανούριος έγινε γνωστός από τυχαία εύρεση της εικόνας του τον Ί4ο αιώνα στη Ρόδο. Εκεί βρέθηκε αρχαίος ναός με  κατεστραμμένες εικόνες και μεταξύ αυτών και η καλά διατηρημένη εικόνα νεαρού στρατιώτη κρατώντας στο δεξί του χέρι σταυρό και λαμπάδα αναμμένη, γύρω δε από την εικόνα τα 12 μαρτύρια του. Τον παλιό ναό ανοικοδόμησε ο μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β" (1355-1369) και συνέταξε και την Ακολουθία του Αγίου.

     Ο όσιος Φαντίνος, γιος του Γεωργίου και της Βρυαίνης, καταγόταν από την Καλαβρία της Ιταλίας. Από πολύ μικρός εκδήλωσε την αγάπη του για τον Χριστό και εντάχθηκε στη μοναστική ζωή. Όταν έφθασε στην ηλικία των εξήντα του χρόνων διάλεξε δυο από τους μαθητές του, τον Βιτάλιο και τον Νικηφόρο, και μετέβη στην Πελοπόννησο, όπου εγκαταστάθηκε για αρκετό χρονικό διάστημα στην Κόρινθο. Εκεί κήρυξε το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλές ψυχές στη σωτηρία. Ακολούθως πήγε στην Αθήνα, όπου προσκύνησε τον Ιερό Ναό της Θεοτόκου, και κατόπιν μετέβη στη Λάρισα. Κατέληξε στη Θεσσαλονίκη, όπου, συνέχισε το έργο του και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων, για να παραδώσει στο τέλος το πνεύμα του εν ειρήνη στο Χριστό.

     Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό,, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Ενώ ήταν ακόμη δεκαεπτά χρόνων, η Αγία Φεβρωνία επέλεξε το δρόμο της άσκησης και αποσύρθηκε σε μοναστήρι, όπου ηγουμένη ήταν η θεία της Βρυένη. Η Φεβρωνία διακρίθηκε ανάμεσα στις υπόλοιπες αδελφές της για τη σύνεση της και το ζήλο τον οποίο επεδείκνυε στις μοναστικές ασκήσεις. Κάποια μέρα ένα στρατιωτικό σώμα ειδωλολατρών που καταδίωκε χριστιανούς με επικεφαλής τον Σελήνο έφτασε στο μοναστήρι όπου ησύχαζε η Φεβρωνία. Οι μοναχές πρόλαβαν να εγκαταλείψουν τη μονή, αλλά η Αγία ήταν άρρωστη και δεν μπορούσε να μετακινηθεί. Έτσι, η Φεβρωνία συνελήφθη μαζί με τις συνασκήτριές της Βρυένη και Θωμαΐδα. Η Αγία, αφού απέρριψε πρόταση του Σελήνου να νυμφευθεί τον ανιψιό του, βασανίσθηκε και θανατώθηκε.

     Ο όσιος Φιλάρετος ο Ελεήμων έζησε την εποχή της βασιλείας του Κωνσταντίνου ΣΤ'. Οι γονείς του τον νύμφευσαν με μια ταπεινή γυναίκα, με την οποία απέκτησε και τρία τέκνα. Όλη του τη ζωή την αφιέρωσε σττις αγαθοεργίες. Καταγινόταν με τη γεωργία και όλα του τα εισοδήματα τα μοίραζε στους φτωχούς και στους αρρώστους, με αποτέλεσμα ο ίδιος να στερείται ακόμη και τα αναγκαία. Με τη βοήθεια όμως του θεού, τιμήθηκε κάποτε με το αξίωμα του υπάτου και μπόρεσε από τη θέση αυτή να συνεχίσει τις φιλανθρωπίες του. Ο άγιος ανεπαύθη εν ειρήνη σε βαθιά γεράματα.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Ο Άγιος Φίλιππος καταγόταν από την Καισαρεία της Παλαιστίνης. Ήταν ένας από τους επτά διακόνους της πρώτης Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ, τους οποίους χειροτόνησαν οι δώδεκα Απόστολοι. Ο Φίλιππος ήταν νυμφευμένος και είχε τέσσερις θυγατέρες, οι οποίες είχαν το προφητικό χάρισμα. Περιόδευσε σε πολλές πόλεις κηρύττοντας τον ευαγγελικό λόγο. Αρχικά πήγε στη Σαμάρεια, όπου βάπτισε χριστιανό τον Σίμωνα το μάγο. Στο δρόμο από την Ιερουσαλήμ προς τη Γάζα συνάντησε τον Αιθίοπα ευνούχο της βασίλισσας Κανδάκης, τον οποίο και βάπτισε. 'Έπειτα ο Φίλιππος μετέβη στην πόλη Άζωτο, όπου κήρυξε το λόγο του θεού, οδηγώντας πολλές ψυχές στη σωτηρία. Κατόπιν πήγε στις Τράλλεις, πόλη που βρισκόταν στη Λυδία της Μικράς Ασίας. Στην πόλη αυτή ο Φίλιππος έμεινε αρκετό καιρό κηρύττοντας το λόγο του Ευαγγελίου και διδάσκοντας τη χριστιανική πίστη. Χάρη στο κήρυγμα του πολλοί από τους κατοίκους πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίσθηκαν. Για τη θεάρεστη δράση του ο Φίλιππος τιμήθηκε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Αφού, λοιπόν, ευαρέστησε το θεό, κτίζοντας μάλιστα και ιερό ναό, παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος γεννήθηκε στην πόλη απ΄ την οποία κατάγονταν και οι Απόστολοι Ανδρέας και Πέτρος, τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίος. Όταν ο Κοριός συνάντησε τον Φίλιππο τον κάλεσε κοντά Του. Ο Φίλιππος όχι μόνο δέχθηκε με χαρά, αλλά μόλις συνάντησε το φίλο του Ναθαναήλ, τον προέτρεψε να Τον ακολουθήσει κι εκείνος. Έπειτα από την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ο Φίλιππος κληρώθηκε να κηρύξει το λόγο του Ευαγγελίου στις χώρες της Ασίας. Έχοντας συντρόφους του στο ευαγγελικό του έργο τον Απόστολο Βαρθολομαίο και την αδελφή του Μαριάμνη κήρυξε σε •πολλές πόλεις, αντιμετωπίζοντας καθημερινά πολλούς κίνδυνους και κακουχίες. Ο Άγιος Απόστολος Φίλιππος βρήκε μαρτυρικό θάνατο στην Ιεράπολη της Φρυγίας. Στον τόπο εκείνο ο Φίλιππος και οι σύντροφοί του είχαν οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πλήθος κόσμου, γεγονός που εξόργισε τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι και κρέμασαν στην πλατεία της πόλης τον Φίλιππο, τον Βαρθολομαίο και τη Μαριάμνη. Από το μαρτύριο αυτό οι ακόλουθοί του κατάφεραν να σωθούν, όμως ο Φίλιππος παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Η Αγία Φιλοθέη γεννήθηκε το 1522 μΧ. στην Αθήνα από ευσεβή και πλούσια οικογένεια. Πατέρας της ήταν ο Άγγελος Μπενιζέλος και μητέρα της η Συρίγα. Η Συρίγα ήταν γυναίκα στείρα, αλλά είχε ακλόνητη πίστη στον θεό και γι' αυτό δεν έχασε ποτέ την ελπίδα της. Μετά τις επίμονες προσευχές της στην Παρθένο Μαρία ο Κύριος χάρισε στη γυναίκα μια κόρη, την οποία ονόμασε Ρεβοόλα. Όταν η Αγία έγινε δώδεκα χρόνων, οι γονείς της την πίεσαν να παντρευτεί έναν Αθηναίο, ο οποίος την κακομεταχειριζόταν. Μετά το θάνατο του συζύγου της οι γονείς της επέμεναν να συνάψει η Φιλοθέη και δεύτερο γάμο, αλλά η ίδια είχε αποφασίσει να ταχθεί στην υπηρεσία του θεού. Τη μεγάλη περιουσία της τη χρησιμοποίησε, για να χτίσει μοναστήρια και νοσοκομεία, αλλά και για να ενισχύσει τους φτωχούς. Η στήριξη της στον αγώνα των υπόδουλων χριστιανών εξόργισε τους Τούρκους, οι οποίοι εισέβαλαν στο μοναστήρι όπου βρισκόταν η Αγία, τη μαστίγωσαν και την άφησαν σχεδόν μισοπεθαμένη. Η Φιλοθέη παρέδωσε το πνεύμα της στις 19 Φεβρουαρίου του 1589 μΧ.

     Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε επίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Οι Άγιοι Φλώρος και Λαύρος ήταν δίδυμα αδέλφια και κατάγονταν από το Βυζάντιο. Οι Άγιοι Πρόκλος και Μάξιμος μύησαν τα δύο αδέλφια στο χριστιανισμό και τους δίδαξαν την τέχνη του λιθοξόου. Όταν οι διδάσκαλοι τους βρήκαν μαρτυρικό θάνατο για την πίστη τους, οι Φλώρος και Λούρος μετέβησαν στα Ουλπιανά της Δαρδανίας, όπου ασκούσαν την τέχνη τους κοντά στον ηγεμόνα Λουκίωνα και διέδιδαν την αλήθεια του Ευαγγελίου. Ο Λουκίωνας έστειλε τους δυο άνδρες στο γιο της βασίλισσας Ελπιδίας Λικίνιο, ο οποίος τους έδωσε χρήματα για να χτίσουν ένα ειδωλολατρικό ναό. Οι Άγιοι, αφού μοίρασαν τα χρήματα στους φτωχούς, άρχισαν με τη βοήθεια αγγέλου την ανέγερση του ναού. Όταν ο ναός ολοκληρώθηκε τα αδέλφια συγκέντρωσαν τους φτωχούς στους οποίους είχαν μοιράσει το ποσό που τους είχε δώσει ο Λικίνιος και, αφού γκρέμισαν τα ξόανα, μετέτρεψαν το ναό σε χριστιανικό. Ο Λικίνιος οργίστηκε τόσο όταν πληροφορήθηκε το γεγονός που διέταξε να ρίξουν τον Φλώρο και τον Λαύρο σ' ένα ξεροπήγαδο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος Φωκάς καταγόταν από τη Σινώπη του Εύξεινου Πόντου. Ο πατέρας του Πάμφιλος και η μητέρα του Μαρία φρόντισαν να λάβει ο Φωκάς από μικρή ηλικία χριστιανική αγωγή. Ο Άγιος διακρίθηκε τόσο για τις αρετές του όσο και για την κατάρτιση του σε θέματα που αφορούσαν την Ορθοδοξία. Γνώριζε σε βάθος τις γραφές και με θέρμη υπηρετούσε τον θεό και τους συνανθρώπους του. Τα μέλη της χριστιανικής κοινότητας αναγνώρισαν τις σπάνιες αρετές και την αφοσίωση του στο ευαγγελικό έργο του και τον ανακήρυξαν επίσκοπο Σινώπης. Η δράση του δεν αναγνωρίσθηκε μόνο από τους χριστιανούς, αλλά και από τον θεό, ο οποίος τον τίμησε με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Μάλιστα τα πολλά θαύματα του Αγίου Φωκά είχαν ως αποτέλεσμα να πιστέψουν στον Χριστό και να σωθούν πολλοί ειδωλολάτρες. Ο Άγιος Φωκάς μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Τραϊανού. Προτού θανατωθεί από τους ειδωλολάτρες πληροφορήθηκε το τέλος του με τρόπο θαυμαστό: Μια περιστερά κάθισε στο κεφάλι του και αφού του τοποθέτησε ένα στεφάνι τον προειδοποίησε για το μαρτυρικό θάνατο του.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Φωκάς έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Τραϊανού. Από πόλο νέος είχε προσέλθει στη χριστιανική πίστη και είχε αφιερώσει τη ζωή του στο Χριστό. Όταν οι ειδωλολάτρες έμαθαν για το έργο του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον έπαρχο Αφρικανό. Ο Άγιος τότε ομολόγησε με θαυμαστή παρρησία την πίστη του στον αληθινό θεό, γι' αυτό και ο έπαρχος θέλησε να τον κακοποιήσει. Ξαφνικός σεισμός όμως έσωσε τον Φωκά, ο οποίος στη συνέχεια οδηγήθηκε στον αυτοκράτορα Τραϊανό, στον οποίο διακήρυξε την πίστη του στο Χριστό. Ύστερα από τη διακήρυξη αυτή ο Άγιος Φωκάς υποβλήθηκε σε βασανιστήρια και παρέδωσε το πνεύμα του στο θεό και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Άγιος Ανίκητος και ο ανιψιός του Άγιος Φώτιος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού. Όταν ο αυτοκράτορας κίνησε διωγμό κατά της χριστιανοσύνης, εκφώνησε στη Σύγκλητο λόγο με τον οποίο απειλούσε ότι θα βασάνιζε σκληρά όποιον επικαλούνταν το όνομα του Χριστού και ότι θα εξόντωνε όποιον του αντιστεκόταν. Δε δίστασε μάλιστα να βλασφημήσει τον Υιό του θεού. Ο Άγιος Ανίκητος, που ήταν παρών στη Συνεδρίαση της Συγκλήτου, όταν άκουσε όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς καθόλου να φοβηθεί από τις απειλές του αυτοκράτορα, ομολόγησε ότι ήταν χριστιανός. Μετά από αυτό ο Διοκλητιανός διέταξε να ρίξουν τον Ανίκητο στα λιοντάρια. Όταν όμως τον οδήγησαν μπροστά σε ένα άγριο θηρίο, αυτό πλησίασε ήμερο τον Άγιο, χωρίς να του προξενήσει καμία βλάβη. Τότε έγινε σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τα είδωλα της πόλης. Ακολούθως, οι ειδωλολάτρες έβαλαν τον Άγιο σε τροχό, ο οποίος σταμάτησε με τρόπο θαυμαστό, και ο Ανίκητος σώθηκε. Ο ανιψιός του Φώτιος, που παρακολουθούσε τα βασανιστήρια του Ανίκητου, όταν είδε το θαύμα έτρεξε χαρούμενος να αγκαλιάσει το θείο του. Τότε οι ειδωλολάτρες έριξαν και τους δυο σε κάμινο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Ο Άγιος Φώτιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 820 μ.Χ. από οικογένεια θεεοφιλή και ορθόδοξη, που αγωνίσθηκε για την τιμή και την αποκατάσταση των αγίων εικόνων. Υπηρέτησε και διέπρεψε σε ανώτατα πολιτικά αξιώματα, αλλά διακρίθηκε κυρίως ως ποιμένας της Εκκλησίας. Όταν ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Ιγνάτιος απομακρύνθηκε με τρόπο βίαιο, τον πατριαρχικό θρόνο ανέλαβε ο Φώτιος, αφού μέσα σε έξι μέρες ανήλθε όλους τους βαθμούς της ιεροσύνης. Το αξίωμα του ο Φώτιος το έθεσε στην υπηρεσία της ορθόδοξης πίστης, πολεμώντας επιτυχώς τους αιρετικούς. Η ευφυΐα του και η πολυμάθεια του υπήρξαν τα όπλα με τα οποία νίκησε τον αιρετικό πάπα της Ρώμης Νικόλαο, τον οποίο και καθαίρεσε με νόμιμα μέσα, προφυλάσσοντας την καθαρότητα της Εκκλησίας μας. Όμως οι υπέρμαχοι της παπικής αίρεσης δε σταμάτησαν να διώκουν και να επιβουλεύονται τον Άγιο, ο οποίος δεν έπαψε να αγωνίζεται για την προστασία της Ορθοδοξίας. Όμως ο αυτοκράτορας Λέων τον έδιωξε από το θρόνο και ο Φώτιος πέθανε εξόριστος στη Μονή Αρμενιανών το 891 μ.Χ.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα