Άγιοι από Ε

 

    Ο Άγιος Ειρηναίος μαρτύρησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο της πόλης Λουγδούνου (σημερινή Λυών) της Γαλλίας τον Ποθεινό, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο για την πίστη του. Άνθρωπος με βαθιά καλλιέργεια και γνώση των θείων γραφών συνέγραψε πολλά συγγράμματα, με τα οποία στήριξε την ορθή πίστη. 7α έργα του αυτά υπήρξαν πολύτιμο βοήθημα για την ερμηνεία των ιερών γραφών. Ο Ειρηναίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο, καθώς αποκεφαλίσθηκε από το βασιλιά Σεβήρο το 202 μΧ., λαμβάνοντας τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ειρηναίος έζησε επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού (284-305 μ.Χ.). Ήταν επίσκοπος Σιρμίου, πρωτεύουσας της Παννονίας, και υπήρξε άριστος ποιμενάρχης και πιστός υπηρέτης του θεού. Κήρυττε με ζήλο το Ευαγγέλιο και οδήγησε πολλούς ειδωλολάτρες στο χριστιανισμό. Για τη δράση του αυτή συνελήφθη από τον ειδωλολάτρη ηγεμόνα Πρόβο, ο οποίος προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Βρέθηκε όμως αντιμέτωπος με το άκαμπτο φρόνημα του Ειρηναίου και τελικά διέταξε τον αποκεφαλισμό του. Οι ειδωλολάτρες έριξαν το τίμιο λείψανο του Ειρηναίου στον ποταμό Σάβο.

     Η Αγία Ειρήνη καταγόταν από την περσική πόλη Μαγεδώ και ήταν κόρη του βασιλιά Λικινίου και της Λικινίας. Προτού βαπτισθεί και γίνει χριστιανή, το όνομα της ήταν Πηνελόπη. Η Αγία Ειρήνη διώχθηκε και βασανίσθηκε σκληρά για την πίστη της, ακόμα και από τον ίδιο τον πατέρα της, ο οποίος όμως στο τέλος πίστεψε στον Χριστό και βαπτίσθηκε. Τα πολλά θαύματα της Αγίας έγιναν αιτία να προσέλθουν στη χριστιανική πίστη χιλιάδες ψυχές. Η Αγία Ειρήνη, αφού επισκέφθηκε πολλές πόλεις διδάσκοντας το λόγο του Κυρίου και επιτελώντας θαύματα, αποσύρθηκε σε ένα μέρος έξω από την 'Έφεσο, όπου και έζησε σε πλήρη αγιότητα.

     Οι Άγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος και Ειρήνη, μαρτύρησαν το 1463 στη θέρμη της Λέσβου (9/4-Τρίτη Διακαιν.). Ο Άγιος Ραφαήλ εξ Ιθάκης έγινε μοναχός. Το 1453 μόναζε μαζί με τον Νικόλαο στη Μακεδονία. Ήρθαν στη Λέσβο το 1454 στη Μονή Θεοτόκου. Το 1463 μαρτύρησαν από τους Τούρκους. Τον μεν Ραφαήλ τον έκοψαν με πριόνι από το στόμα, τον δε Νικόλαο θανάτωσαν με φρικτά βασανιστήρια. Μαζί μαρτύρησε και ένα δωδεκάχρονο κορίτσι η Ειρήνη κόρη του προεστού της θέρμης. Την έκαψαν ζωντανή σε ένα πιθάρι μπροστά στους γονείς της. Γιορτάζονται στην ομώνυμη Ιερά Μονή της Λέσβου.

     Οι Αγίες Αγάπη, Ειρήνη και Χιονία κατάγονταν από τη Θεσσαλονίκη. Μαρτύρησαν το 304 μ.Χ., κατά την εποχή δηλαδή του μεγάλου διωγμού του Διοκλητιανού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός οι τρεις παρθένες κατέφυγαν σε ένα βουνό, αλλά σύντομα τις ανακάλυψαν και τις συνέλαβαν. Αφού παρρουσιάσθηκαν μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, αυτός τους ζήτησε να δηλώσουν ότι αρνούνται τον Κύριο τους. Οι τρεις αδελφές όμως, οι οποίες ήταν έτοιμες να δεχθούν κάθε μαρτύριο για την αγάπη του Χριστού, δε φοβήθηκαν και ομολόγησαν την πίστη τους. Μετά από αυτό οι τρεις Αγίες βασανίσθηκαν και ετελειώθησαν με τρόπο μαρτυρικό.

     Οι επτά Άγιοι Μακκαβαίοι, η μητέρα τους Σολομονή και ο δάσκαλος τους Ελεάζαρος έζησαν κατά την εποχή που βασιλιάς ήταν ο Αντίοχος Δ' ο Επιφανής (175-163 π.Χ.). θέλοντας να εξαναγκάσει τους Εβραίους να αρνηθούν το Μωσαϊκό Νόμο και να ασπαστούν την ειδωλολατρία, ο Αντίοχος προέβη σε αρκετές συλλήψεις. Μεταξύ αυτών συνελήφθησαν οι επτά παίδες, η μητέρα τους, καθώς και ο ενενηντάχρονος δάσκαλος τους. Σε αυτούς ο Αντίοχος πρόσφερε δόξα και τιμές προκειμένου να αρνηθούν την πίστη τους. Όμως οι μάρτυρες όρθωσαν το ηθικό ανάστημα τους απέναντι στον τύραννο, δηλώνοντας με θάρρος πως δεν υπήρχε τίποτα που να τους εξαναγκάσει να καταπατήσουν το νόμο των πατέρων τους. Όταν ο Αντίοχος συνειδητοποίησε πως καμία κολακεία δεν μπορούσε να κάμψει το φρόνημα των αγίων μαρτύρων, διέταξε το βασανισμό τους. Οι ειδωλολάτρες βασάνισαν πρώτα τον Ελεάζαρο, τον οποίο και έριξαν στην πυρά. Οι ελπίδες τους ότι ο μαρτυρικός θάνατος του Ελεαζάρου θα τρομοκρατούσε τους μαθητές του διαψεύστηκαν. Οι επτά παίδες δε λύγισαν ούτε σπγμή και έχοντας σύμμαχο την πίστη τους υπέμεναν τα βασανιστήρια τους. Όταν ο Αντίοχος σκότωσε ένα ένα και τα επτά παιδιά, η μητέρα τους έπεσε μόνη της στη φωτιά.

     ΕΛΕΝΗ - Ο Μέγας Κωνσταντίνος ήταν γιος του Κωνστανττίνου του Χλωρού και της Αγίας Ελένης. Όταν ο Κωνσταντίνος πέθανε, άφησε διάδοχό του το γιο του Κωνσταντίνο. Ο Κύριος, θέλοντας να βοηθήσει τον Κωνσταντίνο στον αγώνα του κατά του Μαξεντίου, σχημάτισε στον ουρανό το σημείο του Τιμίου Σταυρού με την επιγραφή <<Εν τούτω νίκα>>, προσφέροντάς του ένα ισχυρότατο όπλο για να καταπολεμήσει τους εχθρούς του. Ο Κωνσταντίνος ενδιαφερόταν πολύ για τα ιερά σκευάσματα των χριστιανών, γι΄ αυτό έστειλε την μητέρα του στα Ιεροσόλυμα για να βρει τον Τίμιο Σταυρό. Μετά την εύρεση η Αγία Ελένη, αφού διχοτόμησε τις κεραίες του, δημιούργησε δύο σταυρούς. Τον ένα τον μετέφερε στην Κωνσταντινούπολη. Σε ηλικία ογδόντα ετών, το 328 μ,Χ. παρέδωσε το πνεύμα της στο λατρευτό της Ιησού. Ο γιος της εξεδήμησε και αυτός προς Κύριον, το 337 μ.Χ.

     Ο Άγιος Ελευθέριος έδρασε στη Ρώμη κατά το 2ο αιώνα μ.Χ., όταν αυτοκράτορες ήταν ο Κόμμοδος και ο Σεπτίμιος Σεβήρος. Η μητέρα του Ανθία, που έμεινε χήρα όταν ο Ελευθέριος ήταν πόλο μικρός, κατηχήθηκε στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Ή Ανθια ανέθρεψε το γιο της σύμφωνα με τις επιταγές του Ευαγγελίου και μάλιστα ανέθεσε την ηθική του τελείωση και τη θεολογική του κατάρτιση στον επίσκοπο Ρώμης Ανίκητο. Σε ηλικία δεκαπέντε χρονών ο Ελευθέριος χειροτονήθηκε διάκονος από τον Ανίκητο, ενώ λίγα χρόνια αργότερα έγινε επίσκοπος Ιλλυρικού. Υπήρξε ευσεβής και στοργικός ποιμένας και οδήγησε στο δρόμο της αλήθειας πλήθος ειδωλολατρών. Σημειώνεται μάλιστα ότι ο βασιλιάς της Βρετανίας Λοόκιος έστειλε επιστολή στον Άγιο, δηλώνοντας την επιθυμία του να διδαχθούν την πίστη στον Χριστό αυτός και ο λαός του. Όταν ο αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Ελευθερίου διέταξε τη σύλληψη του. 'Επειτα από πολλά βασανιστήρια ο Ελευθέριος οδηγήθηκε αππό τους ειδωλολάτρες στην αρένα της Ρώμης, προκειμένου να τελειωθεί από τα θηρία. Τα άγρια ζώα όμως δεν τον άγγιξαν, γι' αυτό και αποκεφαλίσθηκε μαζί με τη μητέρα του.

     Η Αγία Ελικωνίδα έζησε στα χρόνια του Γορδιανού Γ (236-244 μΧ.). Ήταν θεσσαλονικιά, μετακόμισε όμως στην Κόρινθο όπου καταγγέλθηκε σαν χριστιανή. Της ξύρισαν το κεφάλι, την έβαλαν σε λιωμένο μολύβι αλλά βγήκε αβλαβής. Την έριξαν στη φωτιά και στα άγρια θηρία αλλά βγήκε αβλαβής και πάλι. Τελικά αποκεφαλίσθηκε.

     Ο ιερέας Ζαχαρίας και η σύζυγος του Ελισάβετ έμειναν πολλά χρόνια άτεκνοι, καθώς η Ελισάβετ ήταν στείρα και δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει. Οι δυο ευσεβείς άνθρωποι προσεύχονταν νυχθημερόν στον θεό να τους χαρίσει ένα παιδί. Οι δεήσεις του ζεύγους εισακούσθηκαν και κάποια μέρα που ο Ζαχαρίας βρισκόταν στο Ναό εμφανίσθηκε σε αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ για να του μηνύσει το χαρμόσυνο νέο ότι αυτός και η Ελισάβετ θα αποκτούσαν παιδί, το οποίο θα ονομαζόταν Ιωάννης. Όμως ο Ζαχαρίας, ο οποίος γνώριζε πως η σύζυγος του ήταν στείρα, έδειξε να δυσπιστεί και αμφισβήτησε τα λόγια του αρχαγγέλου. Ο Γαβριήλ τότε τον ειδοποίησε ότι θα τιμωρηθεί για τη δυσπιστία με την οποία δέχθηκε το μήνυμα του θεού και θα χάσει προσωρινά τη μιλιά του. Πράγματι, ο Ζαχαρίας έχασε τη μιλιά του, η οποία αποκαταστάθηκε μετά τη γέννηση του Ιωάννη, όταν έγραψε πάνω σε πινακίδιο το όνομα του νεογέννητου παιδιού. Η έλευση του Προδρόμου του Κυρίου είχε προφητευτεί από τον Ησαΐα.

     Η γέννηση της όσιας Ελισάβετ είχε προφητευτεί από άγγελο, που αποκάλυψε στη μητέρα της ότι θα γεννήσει κόρη η οποία θα διακριθεί για το χριστιανικό της έργο. Η οσία με την ευλογία του θεού μπόρεσε να ζήσει βίο ασκητικό και να προσφέρει το σώμα και την ψυχή της στην υπηρεσία των φτωχών και των αρρώστων. Ασκούνταν σε νηστεία σαράντα ημερών, περπατούσε χωρίς υποδήματα και δε φρόντισε το σώμα της ποτέ καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής της. Αναπαύθηκε εν ειρήνη παρέχοντας μέχρι σήμερα τη χάρη σ' εκείνους που καταφεύγουν με θερμή πίστη σ' αυτήν.

     Ο προφήτης Ελισσαίος ήταν γιος του Σαφάτ και καταγόταν από το χωριό Αελμούθ. Τη γέννηση του συνόδευσε ένα θεϊκό σημάδι, που αποτέλεσε και το προμήνυμα της θαυμαστής ζωής του προφήτου. Συγκεκριμένα, την ώρα που γεννήθηκε, μια χρυσή δάμαλις που ελάτρευαν στον τόπο εκείνο μούγκρισε με τέτοια φωνή που ακούσθηκε στην Ιερουσαλήμ. Ένας αρχιερέας επίσης, την ώρα εκείνη, είπε τα εξής: «Σήμερα γεννήθηκε προφήτης στην Ιερουσαλήμ, που θα συντρίψει τα γλυπτά και χωνευτά αγάλματα της ειδωλολατρίας». Πράγματι ο Ελισσαίος αξιώθηκε του χαρίσματος της προφητείας, αλλά και της θαυματουργίας. Προανήγγειλε την έλευση του Κυρίου, βοήθησε τους φτωχούς, θεράπευσε ασθενείς και μάλιστα ανέστησε και νεκρούς. Μια χαρακτηριστική και λαμπρή πράξη του προφήτου είναι η παρακάτω: Κάποτε του ζήτησε βοήθεια μια πολύ φτωχή γυναίκα, χήρα. Ο Ελισσαίος, όταν έμαθε πως το μοναδικό πράγμα που είχε στο σπίτι της ήταν ένα αγγείο λάδι, της είπε: «Γύρνα σπίτι σου και γέμισε όσα περισσότερα αγγεία μπορείς με το λάδι αυτό». Πράγματι, η γυναίκα κατάφερε με την επέμβαση του Ελισσαίου να γεμίσει πολλά αγγεία με λάδι, τα οποία και πούλησε, βγάζοντας έτσι χρήματα για να ζήσει αυτή και τα παιδιά της. Ο προφήτης, αφού ευεργέτησε πολλούς, απεβίωσε εν ειρήνη. Το θάνατο του θρήνησε όλος ο ισραηλινός λαός.

     Η Αγία Σοφία και οι τρεις θυγατέρες της Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη έζησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Αδριανός. Όταν η τίμια και ενάρετη Σοφία χήρεψε πήγε μαζί με τις κόρες της στη Ρώμη. Εκεί ο αυτοκράτορας πληροφορήθηκε ότι οι τέσσερις γυναίκες ήταν χριστιανές και διέταξε να τις συλλάβουν. Αφού χώρισε τη μητέρα από τα παιδιά της, ζήτησε να παρουσιασθεί μπροστά του η δωδεκάχρονη Πίστη. Με δελεαστικούς λόγους ο Αδριανός προσπάθησε να πείσει την Πίστη να αρνηθεί τον Χριστό, αλλά αντιμετώπισε το άκαμπτο φρόνημα της νεαρής. Τότε ο σκληρός ηγεμόνας διέταξε τον αποκεφαλισμό της. Το ίδιο σθένος με την Πίστη επέδειξαν και οι αδελφές της, η δεκάχρονη Ελπίδα και η εννιάχρονη Αγάπη, όταν παρουσιάσθηκαν μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο σκληρός Αδριανός δε δίστασε να διατάξει τους δήμιους του να αποκεφαλίσουν και τα άλλα δυο κορίτσια. Περήφανη για τα παιδιά της, η Σοφία ενταφίασε με τιμές τις κόρες της και παρέμεινε για τρεις μέρες στους τάφους τους, παρακαλώντας τον θεό να την πάρει κοντά του. Ο θεός άκουσε την προσευχή της και η Σοφία παρέδωσε το πνεύμα της δίπλα στους τάφους των παιδιών της.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Οι πέντε Κανονικές, δηλαδή παρθένες μοναχές, Θέκλα, Μαριάμνη, Μάρθα, Μαρία και Εννάθα μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Περσών ήταν ο Σαβώριος. Οι μοναχές αυτές διακονούσαν ένα φιλοχρήματο ιερέα, τον Παύλο, ο οποίος καταχραζόταν τα χρήματα που προσέφεραν οι χριστιανοί. Όταν οι Πέρσες ειδωλολάτρες απείλησαν τον Παύλο και τις πέντε Κανονικές, ο ιερέας δε δίστασε να αρνηθεί την πίστη του για να διαφυλάξει τη ζωή του και την περιουσία του. Μάλιστα, όταν οι ειδωλολάτρες αποφάσισαν να θανατώσουν τις πέντε χριστιανές, ο άθλιος αυτός έφθασε στο σημείο να αντικαταστήσει τους δημίους και να τις κατασφάξει με τα ίδια του τα χέρια.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετός και Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Ατπτολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά ττης ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Γαλακτίων και Επιστήμη έζησαν και μαρτύρησαν την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.). Οι γονείς του Γαλακτίωνα, ο Κλειτοφών και η Λευκίππη, ήταν αρχικά ειδωλολάτρες. Όμως κάποιος μοναχός ονόματι Ονούφριος τους έδειξε το δρόμο της αλήθειας και τους βάπτισε χριστιανούς. Έκτοτε ο Κλειτοφών και η Λευκίππη διήγαν βίο σύμφωνο προς τις επιταγές του Ευαγγελίου και έδωσαν στο τέκνο τους ανατροφή χριστιανική. Νέος ακόμη ο Γαλακτίων ενυμφεύθη μια ειδωλολάτρισσα κόρη, την Επιστήμη, την οποία κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Οι δύο τους έδωσαν αμοιβαίο όρκο να διατηρήσουν την παρθενία τους, αφού αυτό ήταν κοινή επιθυμία τους. Όμως, ενώ το ζεύγος ζούσε αφιερωμένο στην υπηρεσία του Κυρίου, ξέσπασε διωγμός κατά των χριστιανών. Τότε ο έπαρχος Ούρσος διέταξε να συλλάβουν το ζεύγος και να το οδηγήσουν μπροστά του. Ενώπιον του ηγεμόνα οι Άγιοι με θάρρος και υπερηφάνεια ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Έπειτα από αυτό ο Ούρσος διέταξε το βασανισμό και τη θανάτωση τους. Πράγματι, έπειτα από φριχτά βασανιστήρια ο Γαλακτίων και η Επιστήμη ετελειώθησαν δια αποκεφαλισμού, λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Επιφάνιος γεννήθηκε από φτωχή οικογένεια Ιουδαίων αγροτών στο χωριό Βησανδούκη, στην περιοχή της Ελευθερούπολης της Παλαιστίνης, το 310 μ.Χ. Χάρη στη διδασκαλία των περίφημων μοναχών Λουκιανού και Ιλαρίωνα ο Επιφάνιος ασπάσθηκε την αλήθεια του Χριστού. Αμέσως επέλεξε το μοναχικό βίο και μετέβη στην έρημο της Παλαιστίνης, όπου ασκήθηκε στην εγκράτεια και διακρίθηκε ανάμεσα στους συνασκητές του. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην έρημο ο Επιφάνιος διαμόρφωσε άμεμπτο χαρακτήρα, εμπλούτισε το πνεύμα του με τη γνώση της θείας σοφίας, αλλά και επιτέλεσε πολλά θαύματα, θεραπεύοντας πολλούς αρρώστους. Η φήμη του δεν άργησε να διαδοθεί και γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Κωνστάντιας στην Κύπρο. Από τη θέση του αυτή ο Επιφάνιος δεν έπαψε στιγμή να πολεμά τις κακοδοξίες των αιρετικών της εποχής του και ιδιαίτερα του Ωριγένη. Χρησιμοποιώντας το λόγο της Αγίας Γραφής, αλλά και γράφοντας πλήθος συγγραμμάτων, πάλευε για να κρατήσει τους πιστούς κοντά στην ορθή πίστη και να τους προφυλάξει από τις εσφαλμένες δοξασίες των αιρετικών. Αφού επιτέλεσε με ζήλο το θεάρεστο έργο του, ο Επιφάνιος παρέδωσε το πνεύμα του το 403 μ.Χ.

     Οι Άγιοι Ολυμπάς, Ροδίων, Σωσίπατρος, Τέρτιος, Έραστος και Κουάρτος ανήκουν στους εβδομήντα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Αφιέρωσαν τη ζωή τους στο κήρυγμα του ευαγγελικού λόγου, προσελκύοντας πολλούς ειδωλολάτρες στη χριστιανική πίστη. Ο Σωσίπατρος χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, όπου και παρέδωσε το πνεύμα του εν ειρήνη, έχοντας προηγουμένως επιτελέσει αξιοθαύμαστο έργο. Ο 'Έραστος ήταν επίσκοπος Πανεάδος. Αφού υπήρξε άριστος ποιμένας των χριστιανών τους οποίους του εμπιστεύθηκε ο θεός, εξεδήμησε ειρηνικά προς τον Κύριον. Ο Κουάρτος υπήρξε επίσκοπος Βηρυτού. Ετελειώθη ειρηνικά, έχοντας οδηγήσει στο δρόμο της σωτηρίας πολλούς ειδωλολάτρες. Οι Άγιοι Ολυμπάς και Ροδίων έλαβαν τον δι' αποκεφαλισμού θάνατον στο μεγάλο διωγμό του Νέρωνα.

     Ο Άγιος μάρτυς Ερμείας ζούσε στα Κόμανα της Καππαδοκίας την εποχή του αυτοκράτορα των Ρωμαίων Αντωνίνου Πίου. Είχε ενταχθεί στα στρατεύματα του Καίσαρα και ξεχώριζε για τη γενναιότητα του, την οποία αντλούσε από την πίστη του στον Κοριό. Την περίοδο της βασιλείας του Μάρκου Αυρήλιου έγινε μεγάλος διωγμός κατά των χριστιανών και ο Ερμείας ήταν από τους πρώτους που αντιμετώπισε το μένος των ειδωλολατρών. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο δούκα Σεβαστιανό, ο οποίος με απειλές τον πίεζε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος Ερμείας όμως ακλόνητος αρνήθηκε να προδώσει τον Κοριό του και να θυσιάσει στα ειδωλολατρικά ξόανα. Μάλιστα, απάντησε στις προτροπές του τυράννου με παρρησία: «θα ήταν πολύ ανόητο, άρχοντα, να αφήσω το φως και να προτιμήσω το σκοτάδι, να εγκαταλείψω την αλήθεια και να ασπασθώ το ψέμα, να παραιτηθώ από τη ζωή και να προτιμήσω το θάνατο». Τότε ο άρχοντας διέταξε αφού τον βασανίσουν, να τον ρίξουν στην πυρά. Με την επέμβαση του θεού ο Άγιος βγήκε από τα φρικτά βασανιστήρια αβλαβής. Τελικά τον αποκεφάλισαν και έλαβε τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι ιερομάρτυρες Ερμόλαος, Έρμιππος και Ερμοκράτης ανήκαν στον ιερό κλήρο της Εκκλησίας της Νικομήδειας. Όταν συνελήφθη ο Άγιος Παντελεήμων, δεν μπόρεσε να πει ψέματα όταν τον ρώτησε ο Μαξιαμιανός από ποιον διδάχθηκε το χριστιανισμό. Έτσι αποκάλυψε την ταυτότητα του Ερμολάου, τον οποίο και συνέλαβαν αμέσως. Μαζί με τον Ερμόλαο παρουσιάσθηκαν στον τύραννο και οι συνεργάτες του ιερείς 'Ερμιππος και Ερμοκράτης και καθώς είχαν κοινή αδελφική ζωή, επέλεξαν και τον κοινό θάνατο. Οι Άγιοι αποκεφαλίσθηκαν και κέρδισαν τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.

     Κάποτε προσήλθαν στον αυτοκράτορα Μαξιμίνο μερικοί Αλεξανδρινοί για να καταγγείλουν κάποιους «άφρονες που προσκυνούν έναν εσταυρωμένο». Ο Μαξιμίνος τότε αποφάσισε να στείλει τον Μηνά για να αντιμετωπίσει το θέμα, χωρίς όμως να γνωρίζει ότι και εκείνος ήταν χριστιανός. Έτσι όταν ο Άγιος μάρτυρας έφθασε στην Αλεξάνδρεια αντί να συγκρουστεί με τους χριστιανούς προσπάθησε να πείσει τους ειδωλολάτρες ότι ο Εσταυρωμένος είναι ο μόνος αληθινός θεός. Πράγματι με τη δεινότητα των λόγων του έφερε αρκετούς από τους ειδωλολάτρες της πόλης στο χριστιανισμό αλλά και με το χάρισμα της θαυματουργίας που διέθετε θεράπευσε πολλούς. Όταν τα έμαθε αυτά ο βασιλιάς, διέταξε τον έπαρχο Ερμογένη να συλλάβει τον Άγιο και να τον υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια, προκειμένου να αρνηθεί την πίστη του. Ο Αγιος Μηνάς, παρά τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστη, συνέχισε να ομολογεί την πίστη του και μάλιστα με τη βοήθεια του θεού μπόρεσε να θεραπεύσει τις πληγές που του είχαν προκαλέσει. Μετά το γεγονός αυτό προσχώρησε και ο Ερμογένης στην αληθινή πίστη καθώς και ο Εύγραφος, που ήταν γραμματέας του Μηνά. Ο βασιλιάς τότε εκτός εαυτού διέταξε να τους θανατώσουν αμέσως. 'Έτσι οι τρεις γενναίοι άνδρες ανήλθαν στεφανηφόροι προς τον Κύριο.

     Οι Άγιοι Έσπερος, Ζωή και τα παιδιά τους Κυριάκος και Θεόδουλος μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας Αδριανού, το 2ο μ.Χ. αιώνα. Κατάγονταν από την Παμφυλία και ήταν δούλοι των Ρωμαίων Κατάλλου και Τετραδίας. Ο ειδωλολάτρης Ρωμαίος διέταξε το βασανισμό των παιδιών και των γονιών τους επειδή ομολόγησαν την πίστη τους στον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι ρίχτηκαν σε πυρακτωμένο κλίβανο, όπου παρέδωσαν τις ψυχές τους. Την επόμενη μέρα από τη θανάτωση των Αγίων έντρομοι οι ειδωλολάτρες άκουσαν μελωδικές ψαλμωδίες, που προέρχονταν από τον κλίβανο. Όταν τον άνοιξαν αντίκρισαν τα λείψανα των Αγίων ανέγγιχτα από την πυρά.

     Κατά την εποχή που ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Διοκλητιανός βασάνιζε και σκότωνε τους χριστιανούς έζησαν και μαρτύρησαν οι Άγιοι Ιανουάριος -επίσκοπος Νεαπόλεως- Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων. Οι Άγιοι ζούσαν στην πόλη της Ιταλίας Νεάπολη και εργάζονταν ασταμάτητα για να κατακτήσουν κάθε χριστιανική αρετή και να οδηγήσουν στο δρόμο της αλήθειας τους πεπλανημένους ειδωλολάτρες. Όταν ξέσπασε ο διωγμός συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της Κομπανίας Τιμόθεο. Βασανίσθηκαν όλοι με το σκληρότερο τρόπο. Κατά τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι ειδωλολάτρες προσπαθούσαν να τους πείσουν πως δεν αξίζει να θυσιάσουν τη ζωή τους για τον Χριστό, όμως οι Άγιοι έμειναν ακλόνητοι στην πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή αποκεφαλίσθηκαν όλοι, εκτός από τον Άγιο Ιανουάριο, τον οποίο έριξαν σε πυρακτωμένη κάμινο. Με θεία παρέμβαση ο Ιανουάριος σώθηκε και ανασύρθηκε αβλαβής από το κολαστήριό του. Τότε οι δήμιοι του, αφού του έκοψαν τα νεύρα, τον αποκεφάλισαν. Με το μαρτυρρικό τους θάνατο οι Άγιοι Ιανουάριος, Σώσσος, Φαύστος, Ευτύχιος και Ακουτίων ανήλθαν στεφανηφόροι στην ουράνια βασιλεία.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποοίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο όσιος Ευγένιος Ιωαννούλιος ο Αιτωλός γεννήθηκε στο Μέγα Δένδρο στα τέλη του 16ου αιώνα. Εντάχθηκε στους κόλπους της Εκκλησίας το 1616, όταν χειροτονήθηκε διάκονος στη Μονή Τατάρνας, ενώ το 1619 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη Μονή Σινά. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου του αντιμετώπισε το φθόνο του τουρκόφιλου πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, ο οποίος μάλιστα έφθασε στο σημείο να καθαιρέσει τον Ευγένιο. Όμως ο όσιος αποκαταστήθηκε το 1639 από τον πατριάρχη Παρθένιο. Αφήνοντας πίσω του πλούσιο συγγραφικό έργο, ο όσιος Ευγένιος απεβίωσε το 1682.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Η Αγία οσία Παρθενομάρτυς Ευγενία καταγόταν από τη Ρώμη και έδρασε τον 3ο αιώνα μ,Χ. Οι γονείς της ήταν επιφανείς και πλούσιοι και της προσέφεραν σπουδαία αγωγή και μόρφωση. Η Αγία σπούδασε ελληνικά και ρωμαϊκά γράμματα και αποφάσισε από πολύ νέα να αφιερωθεί σε αυστηρό και θεάρεστο βίο. Μια νύχτα, κρυφά από τους γονείς της, φόρεσε ανδρική ενδυμασία και μαζί με δυο ευνούχους υπηρέτες της αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι, εμφανιζόμενη ως ευνούχος. Κανείς δεν υποψιαζόταν ότι ήταν γυναίκα, γι' αυτό και όλοι την καλούσαν Ευγένιο. Μάλιστα ξεχώρισε λόγω της ηθικής της τελείωσης και της θαυμαστής υπομονής της, ώστε της ανέθεσαν τη διοίκηση της μονής. Πλήθη πιστών άρχισαν τότε να προσέρχονται στο μοναστήρι για να ευλογηθούν από τον «ηγούμενο Ευγένιο». Όταν έπειτα από χρόνια η Αγία αποκάλυψε την ταυτότητα της, ο πατέρας της και πολλοί άλλοι προσήλθαν στο χριστιανισμό, παρρακινούμενοι από το γενναίο παράδειγμα της. Κατά το διωγμό των Βαλεριανού και Γαλλιηνού η Αγία συνελήφθη και υπέστη φρικτά βασανιστήρια προκειμένου να αρνηθεί την πίστη της. Τελικά την αποκεφάλισαν δια ξίφους και στέφθηκε με τους αμάραντους στέφανους του μαρτυρίου.

     Η Αγία Ευδοκία γεννήθηκε στην Αθήνα το 401 μ.Χ. Καταγόταν από οικογένεια πλουσίων ειδωλολατρών και το όνομα της αρχικά ήταν Αθηναΐδα. Ο πατέρας της, ο φιλόσοφος Λεόντιος, φρόντισε ώστε η θυγατέρα του να λάβει αξιόλογη μόρφωση. Όταν όμως πέθανε άφησε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στους γιους του, ενώ η Ευδοκία κληρονόμησε ένα πολύ μικρό χρηματικό ποσό. Απελπισμένη η Αγία αποφάσισε να μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη για να διεκδικήσει την περιουσία της. Εκεί γνώρισε την Πουλχερία, την αδελφή του αυτοκράτορα Θεοδοσίου Β', με τον οποίο και παντρεύτηκε. Με το γάμο της η Ευδοκία βαπτίσθηκε και έλαβε το χριστιανικό της όνομα. Μετά την επιστροφή της από ένα ταξίδι που έκανε στα Ιεροσόλυμα διαπίστωσε πως οι σχέσεις της με το σύζυγο της είχαν διαταραχθεί και γι' αυτό ζήτησε την άδεια του να επιστρέψει στους Αγίους Τόπους, όπου ήξερε πως θα έβρισκε γαλήνη. Ο αυτοκράτορας δεν της αρνήθηκε και έτσι η Ευδοκία επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ, όπου και ίδρυσε πολλά μοναστήρια. Παρέδωσε το πνεύμα της εν ειρήνη.

     Μία άλλη μεγάλη Αγία από τη Σαμάρεια γιορτάζει η Εκκλησία  μας, που  και αυτή, όπως η Αγία Φωτεινή, μετανοημένη πλησίασε τον Κύριο. Είναι η οσιομάρτυς Ευδοκία. Γεννήθηκε στην Ηλιούπολη της επαρχίας Λιβανησίας της Φοινίκης την εποχή του Τραϊανού και έζησε τα πρώτα της χρόνια στην αμαρτία και στην ακολασία, παρασύροντας με τη σπάνια ομορφιά της πολλούς άνδρες στην αμαρτωλή ζωή της. Γνωρίζοντας όμως τον Χριστό από ένα μοναχό μετανόησε και έγινε χριστιανή, και μάλιστα βαπτίσθηκε από τον επίσκοπο Θεόδοτο. Αξιώθηκε δε, χάριν της βαθιάς μετάνοιας και της θερμής πίστεως της, αγίου οράματος. Είίδε ότι ηρπάγη εις τον ουρανό από άγγελο και ότι πλήθος αγίων και αγγέλων πανηγύριζαν τον ερχομό της, ενώ ο διάβολος βρυχιόνταν που την έχασε. Για ένα διάστημα έζησε με βίον άγιο και ασκητικό σε μοναστήρι, απ' όπου την άρπαξαν οι πρώην εραστές της και την οδήγησαν στον Αυριλιανό να δικαστεί. Η Αγία όμως προσευχόμενη ανέστησε το νεκρό παιδί ττου βασιλιά και έτσι προσήλκυσε και τον ίδιο στο χριστιανισμό, για να οδηγηθεί αργότερα στον ηγεμόνα Διογένη, ο οποίος την άφησε ελεύθερη, αφού και πάλι θαυματούργησε. Τελικά αποκεφαλίσθηκε από τον Βικέντιο και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ευδόκιμος  γεννήθηκε στην Καππαδοκία και έδρασε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.). Οι γονείς του Βασίλειος και Ευδοκία ήταν άνθρωποι πλούσιοι και ευσεβείς. Ο Βασίλειος μάλιστα κατείχε το αξίωμα του πατρικίου. Η ορθόδοξη οικογένεια του τον ανέθρεψε συμφωνά με τις επιταγές του Ευαγγελίου και γρήγορα ο Ευδόκιμος διακρίθηκε για το ήθος και τις αρετές του. Από νεαρή ηλικία επιδόθηκε στη φιλανθρωπία, ανακουφίζοντας απόρους και ασθενείς. Απλόχερα μοίραζε υλικά αγαθά σε όσους είχαν ανάγκη και ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στις χήρες και στα ορφανά. Ο ηθικός βίος και η φιλάνθρωπη δράση του Ευδοκίμου εκτιμήθηκαν από τον αυτοκράτορα Θεόφιλο, ο οποίος τον διόρισε στρατοπεδάρχη της Καππαδοκίας αρχικά και αργότερα όλης της αυτοκρατορίας. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ο Ευδόκιμος ήταν πάντα δίκαιος και ταπεινόφρων, ενώ δε σταμάτησε στιγμή να επιδίδεται στο φιλάνθρωπο έργο του. Ενώ βρισκόταν στο 33ο έτος της ηλικίας του ο Ευδόκιμος προσβλήθηκε από βαριά σωματική ασθένεια. Όταν παρέδωσε το πνεύμα του στον Κοριό, η χριστιανική κοινότητα βυθίστηκε στη θλίψη και ενταφίασε το τίμιο σώμα του ευλαβώς.

     Η Αγία Ευφημία καταγόταν από τη Χαλκηδόνα. Έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο ειδωλολάτρης διώκτης των χριστιανών Διοκλητιανός. Οι θεοσεβείς γονείς της Φιλόφρων και Θεοδοσιανή έδωσαν στην πανένδοξη μεγαλομάρτυρα ανατροφή σύμφωνη με τις επιταγές του Ευαγγελίου. Η χριστιανή παρθένος αγάπησε με θέρμη τον Κύριο και σε αυτόν αφιέρωσε την ψυχή της. Διακρίθηκε ανάμεσα στη χριστιανική κοινότητα για τις αρετές και το ήθος της, καθώς και για τα φιλάνθρωπο έργα της. Καθ' όλη τη διάρκεια του βίου της επιδόθηκε στην περιποίηση των φτωχών και των ασθενών και στη λατρεία του Χριστού. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός κατά των χριστιανών, η Αγία καταγγέλθηκε για την πίστη της και γι' αυτό συνελήφθη. Οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα της περιοχής, στον οποίο δε φοβήθηκε να ομολογήσει την πίστη της, παρ' όλο που ήξερε ότι την περίμεναν φριχτά μαρτύρια. Πράγματι, μετά την ομολογία της καταδικάστηκε από τον ειδωλολάτρη άρχοντα σε θάνατο δια βασανισμού. Όμως η Ευφημία επέδειξε θάρρος απαράμιλλο και απέμεινε τα βασανιστήρια της με θαυμαστή καρτερία. Η Αγία Ευφημία βρήκε θάνατο μαρτυρικό, καθώς κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία.

     Ο όσιος Ευθύμιος έζησε κατά την επποχή που αυτοκράτορες ήταν ο Κωνσταντίνος ΣΤ΄ και η Ειρήνη η Αθηναία. Γεννήθηκε στη Λυκαονία και σπούδασε στην Αλεξάνδρεια. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη επιθυμία του, να ασπασθεί δηλαδή το μοναχικό βίο. Για τις αρετές και την ευσέβεια του ο Ευθύμιος αναδείχθηκε επίσκοπος Σάρδεων, αξίωμα με το οποίο έλαβε μέρος στη Ζ' Οικουμενική Σύνοδο, όπου διακρίθηκε για τη θεολογική του κατάρτιση. Εξορίσθηκε επί αυτοκρατορίας Νικηφόρου Α', αλλά επανήλθε στην Κωνσταντινούπολη επί Λέοντος Ε'. Ο ασεβής εικονομάχος όμως εξόρισε εκ νέου τον Ευθύμιο, επειδή τιμούσε τις ιερές εικόνες. Ο όσιος Ευθύμιος βασανίσθηκε και τελικά θανατώθηκε από τον εικονομάχο αυτοκράτορα Μιχαήλ Τραυλό.

     Ευθύμιος

- Ο Άγιος Πατέρας της Εκκλησίας μας Ευθύμιος ο Μεγάλος μεγαλούργησε κατά τους χρόνους της βασιλείας του Γρατιανού. Γεννήθηκε το 337 μ.Χ., με τρόπο θαυμαστό και θείο. Η μητέρα του ήταν στείρα, αλλά με την ευσέβεια και την πίστη της κέρδισε θείο δώρο, να κυοφορήσει τον άγιο, του οποίου το όνομα δηλώνει την χαρά που χάρισε ο Θεός στη οικογένειά του. Από πολύ μικρή ηλικία κατετάγη στην τάξη των κληρικών, καθώς τα χαρίσματά του ήταν έκδηλα. Αφοσιωμένος σε μια ασκητική και ταπεινή ζωή από τη μια και πλουτίζοντας το πνεύμα του με θεολογικό υλικό από την άλλη, διακρίθηκε, χωρίς καθόλου να το επιδιώκει, και ανέλαβε έτσι την φροντίδα των Ασκητηρίων και Μοναστηριών της Μελιτηνής. Στα είκοσι εννιά του χρόνια και ενώ βρισκόταν στα Αγίους Τόπους, θεράπευσε με θαύματα πολλούς αρρώστους, γεγονός που προαναγγέλλει της θαυμαστές του ενέργειες. Χόρταινε πεινασμένους, θεράπευε γυναίκες στείρες, αναζωογονούσε στείρα γη και -μέγα σημείο αγιότητας- αναγνώριζε ανάμεσα στους προσερχόμενους στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, τους έχοντας καθαρή συνείδηση. Εξεδήμησε προς Κύριον το 474 μ,Χ.

     Οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία ήταν αδέλφια και κατάγονταν από τη Νικομήδεια της Μικρός Ασίας. Όταν ξεκίνησε ο διωγμός των χριστιανών από τους αυτοκράτορες Μαξιμιανό και Διοκλητιανό τα δυο αδέλφια μαζί με άλλους χριστιανούς κατέφυγαν σε ένα όρος όπου ζούσαν προσευχόμενοι. Κάποια στιγμή ο Ευλάμπιος πήγε στη Νικομήδεια για να προμηθευτεί άρτους. Συνελήφθη όρους από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής Μάξιμο, ο οποίος τον ρώτησε αν ήταν χριστιανός. Ο Ευλάμπιος δε φοβήθηκε και ομολόγησε με θάρρος την πίστη του στον Χριστό. Τότε ο Μάξιμος τον οδήγησε σε ειδωλολατρικό ναό, θέλοντας να τον εξαναγκάσει να θυσιάσει στα είδωλα. Όμως ο Άγιος προσευχήθηκε και γκρέμισε τα άγαλμα του Άρη. 'Έπειτα από αυτό το γεγονός εξοργισμένος ο ηγεμόνας διέταξε να μαστιγώσουν τον Ευλάμπιο. Όταν πληροφορήθηκε η Ευλαμπία τα μαρτυρία του αδελφού της έτρεξε κοντά του, επιθυμώντας να έχει το ίδιο τέλος με αυτόν. Τότε ο Μάξιμος έδωσε εντολή να ρίξουν τα δυο αδέλφια σε καζάνι που κόχλαζε. Αλλά οι Άγιοι βγήκαν σώοι, γεγονός που έκανε διακόσιους άνδρες να προσχωρήσουν στην πίστη του Χρίστου. Μετά από αυτό οι Άγιοι Ευλάμπιος και Ευλαμπία θανατώθηκαν με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Ευμένιος από πολύ νεαρή ηλικία αγάπησε την ασκητική ζωή, στην οποία αφοσιώθηκε υποβάλλοντας τον εαυτό του σε κάθε σκληραγωγία. Διακρίθηκε τόσο για την εγκράτεια του ώστε γρήγορα αναδείχθηκε επίσκοπος Γορτύνης, πόλης της Κρήτης. Μάλιστα ο Ευμένιος, χάρη στις αρετές τις οποίες επέδειξε από τη νέα του θέση, αξιώθηκε από τον θεό να θαυματουργεί. Κάποτε κατέκαυσε ένα δράκο που όρμησε εναντίον του, με αναμμένες λαμπάδες. Ο ζήλος του Ευμενίου να διδάξει το λόγο του Ευαγγελίου τον οδήγησε στη Ρώμη, όπου εκχριστιάνισε πολλούς ανθρώπους και επιτέλεσε πλήθος θαυμάτων. Συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του βρέθηκε στη Θηβαΐδα της Άνω Αιγύπτου, όπου με θαύμα ανακούφισε το λαό που βασανιζόταν από την ξηρασία που επικρατούσε. Συγκεκριμένα, αφού ο Ευμένιος προσευχήθηκε με θέρμη, ξέσπασε μεγάλη νεροποντή, που πότισε την ξηραμένη γη. Στον τόπο αυτό ο Ευμένιος ασκήθηκε ακόμα πιο σκληρά σε κάθε είδους σκληραγωγία κοντά σε μεγάλους ασκητές. Παρέδωσε το πνεύμα του στη Θηβαΐδα, αλλά οι κάτοικοι της περιοχής έστειλαν το λείψανο του οσίου στο ποίμνιο του, στη Γόρτυνα της Κρήτης.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος Εύπλος έζησε και μαρτύρησε κατά την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός (3ο μΧ. αιώνα). Γεννήθηκε στη Σικελία, στην πόλη Κατάνη, όπου και ήταν διάκονος της εκεί Εκκλησίας. Ανέπτυξε πλούσια χριστιανική δράση, για την οποία και συκοφαντήθηκε στον άρχοντα Καλβιασιανό. Ο άρχοντας κάλεσε ενώπιον του το θερμό κήρυκα του Ευαγγελίου, από τον οποίο ζήτησε να αρνηθεί την πίστη του και να ασπαστεί τα είδωλα. Ο Εύπλος δήλωσε χωρίς περιστροφές στον Καλβιασιανό ότι δεν επρόκειτο να αρνηθεί τον Ιησού Χριστό και ότι ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια από την πλευρά του να τον πείσει να αλλάξει πίστη. Έπειτα από αυτή την ομολογία, ο ηγεμόνας διέταξε να υποβάλουν τον Άγιο σε άγρια βασανιστήρια. Οι ειδωλολάτρες, αφού έσκισαν το σώμα του Εύπλου με σιδερένια νύχια, συνέτριψαν τα πόδια του με σφυριά και στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή. Όμως οι βασανιστές του Αγίου δεν κατάφεραν να λυγίσουν το φρόνημα του και παρά τις έντονες πιέσεις και τα σκληρά βασανιστήρια ο Εύπλος εξακολουθούσε να δοξάζει τον Κοριό του. Οι δήμιοι τελικά αποκεφάλισαν τον Εύπλο, ο οποίος με τον τρόπο αυτό έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Ευσέβιος έζησε και μαρτύρησε στα τέλη του 4ου μΧ. αιώνα. Υπήρξε επίσκοπος Σαμοσάτων και ένθερμος αγωνιστής της ορθόδοξης πίστης. Δέχθηκε διώξεις αρχικά από τον αυτοκράτορα Κωνστάντιο, ο οποίος ήταν οπαδός της αίρεσης του Αρείου και καταδίωξε τους υποστηρικτές και υπερμάχους της Ορθοδοξίας. Όμως το γενναίο φρόνημα του Ευσεβίου δε λύγισε από όσα υπέφερε από τους δυσσεβείς, παρά άντεξε με καρτερία τις δοκιμασίες. Όταν πέθανε ο αιρετικός Κωνστάντιος, τον διαδέχθηκε στον αυτοκρατορικό θρόνο ο Ιουλιανός, ο οποίος θέλησε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων. Ο Ιουλιανός εξαπέλυσε σκληρότερους διωγμούς κατά των Ορθοδόξων, αλλά ο Ευσέβιος πρόταξε και πάλι την ανδρεία ψυχή του στον αγώνα, αυτή τη φορά κατά των ειδωλολατρών. Αλλά και όταν έγινε αυτοκράτορας ο αιρετικός Ουάλης, ο Άγιος κλήθηκε ξανά να προασπίσει την καθαρότητα της ορθόδοξης πίστης. Για τους αγώνες του ενάντια στην κακοδοξία ο Ουάλης τον απομάκρυνε από τον επισκοπικό θρόνο και τον εξόρισε σε μέρος κοντά στον ποταμό Ίστρο. Μετά το θάνατο του αυτοκράτορα ο Ευσέβιος επέστρεψε στην επισκοπή του, βρήκε όμως μαρτυρικό θάνατο από μια αιρετική γυναίκα, που τον χτύπησε με πέτρα στο κεφάλι.

     Ο Αγιος Ευσίγνιος γεννήθηκε στην Αντιόχεια και κατατάχθηκε στο στρατό όταν αυτοκράτορας ήταν ο Κωνστάντιος ο Χλωρός (305-306 μ.Χ.), πατέρας του Μεγάλου Κωνσταντίνου (306-337). Όταν βρισκόταν στο εκατοστό δέκατο έτος της ηλικίας του, κι ενώ υπηρετούσε ήδη εξήντα χρόνια στο στρατό, αυτοκράτορας ήταν ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μΧ.), ο οποίος προσπαθούσε να επαναφέρει τη λατρεία των ειδώλων, διώκοντας μάλιστα τους χριστιανούς που αντιστέκονταν. Επισκεπτόμενος την Αντιόχεια, ο αυτοκράτορας Ιουλιανός πληροφορήθηκε ότι ένας γέροντας στρατιώτης ήθελε να τον συναντήσει. Ο αυτοκράτορας δέχθηκε και σεβόμενος το γήρας του Ευσιγνίου πρόσταξε να τον περιποιηθούν. Όταν όμως ο Ευσίγνιος παρουσιάστηκε μπροστά στον Ιουλιανό όχι μόνο δήλωσε με παρρησία οτι ήταν χριστιανός, αλλά δε δίστασε να ελέγξει τον αυτοκράτορα για την επαναφορά της ειδωλολατρίας. Ο Ιουλιανός δε συνετίστηκε από τα σοφά λόγια του γέροντα, αλλά τον ειρωνεύτηκε και έδειξε μεγάλη ασέβεια. Οργισμένος μάλιστα διέταξε να αποκεφαλίσουν τον άγιο άνδρα. Με τον τρόπο αυτό ο Άγιος Ευσίγνιος έλαβε τον τίμιο θάνατο του μαρτυρίου, δοξάζοντας το όνομα του Κυρίου.

     Ο πανένδοξος μαρτυράς Άγιος Ευστάθιος καταγόταν από την πόλη Άγκυρα. Για τη χριστιανική του δράση καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα της πόλης Κορνήλιο, ο οποίος διέταξε να υποβάλουν τον Ευστάθιο στα φριχτότερα βασανιστήρια. Οι ειδωλολάτρες, αφού του τρύπησαν τους αστραγάλους, πέρασαν σχοινί από τις πληγές και έσυραν τον Άγιο από την Άγκυρα μέχρι το Σαγγάριο ποταμό, στον οποίο και τον έριξαν. Όμως ο Άγιος σώθηκε από θεία πρόνοια, γεγονός που ντρόπιασε τον Κορνήλιο τόσο ώστε αυτοκτόνησε με το μαχαίρι του. Ο Άγιος παρέδωσε το πνεύμα του, αφού πρώτα μετέλαβε της θείας Δωρεάς μέσω περιστεριού που στάλθηκε από τον ουρανό.

     Ο Άγιος Ευστάθιος ήταν αρχικά ειδωλολάτρης και ονομαζόταν Πλακίδας. Ήταν αρχιστράτηγος στο ρωμαϊκό στρατό όταν αυτοκράτορας ήταν ο Τραϊανός. Όταν ο Χριστός παρουσιάσθηκε μπροστά του μια μέρα στο δάσος με τη μορφή ελαφιού, ο Ευστάθιος πίστεψε και βαπτίσθηκε μαζί με τη σύζυγο του Θεοπίστη και τα παιδιά του Αγάπιο και Θεόπιστο. Πληροφορηθείς ο αυτοκράτορας ότι ο αξιωματικός του έγινε χριστιανός, τον απέπεμψε από το στρατό και τον εξόρισε μαζί με την οικογένεια του. Μάλιστα, στο δρόμο για την εξορία ο Ευστάθιος χωρίσθηκε από τη σύζυγο του και τα παιδιά του. 'Έπειτα από κάποια χρόνια, ο Τραϊανός χρειάσθηκε ξανά την πολύτιμη προσφορά του Ευσταθίου και τον ανακάλεσε στο στράτευμα του. Οι πολεμικές ικανότητες του Αγίου χάρισαν στον αυτοκράτορα μεγάλες νίκες. Μάλιστα ο Ευστάθιος σε μια από τις εκστρατείες του βρήκε ξανά την οικογένεια του, η οποία όλα αυτά τα χρόνια είχε περάσει πολλές κακουχίες. Λίγο καιρό αργότερα ο Αδριανός, διάδοχος του Τραϊανού, ζήτησε από τον Ευστάθιο να παραστεί σε θυσία που θα γινόταν σε ειδωλολατρικούς θεούς. Ο Ευστάθιος αρνήθηκε και ο αυτοκράτορας διέταξε να τον θανατώσουν, κλείνοντας τον σε πυρακτωμένο χάλκινο βόδι.

     Ο άγιος Ευστάθιος έζησε τα χρόνια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και υπηρέτησε με συνέπεια και σθένος την Ορθοδοξία. Έλαβε μέρος στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, το 325 μΧ., όπου και ανασκεύασε τις ασεβείς διδασκαλίες του Αρείου. Το 330 μΧ. εκδιώχθηκε από την επισκοπή του από τους βλάσφημους, και μάλιστα με τρόπο δόλιο και ποταπό. Κατηγορήθηκε ότι υπέπεσε σε σαρκικά αμαρτήματα και εξορίσθηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας. Εκατό χρόνια όμως μετά το θάνατο του, η αλήθεια αποκαταστάθηκε, ο Άγιος εγκωμιάσθηκε και τιμήθηκε με το στέφανο της αγιοσύνης. Λέγεται μάλιστα ότι η γυναίκα που τον συκοφάντησε, αρρώστησε βαριά και φανέρωσε την πλεκτάνη.

     Ο 'Οσιος Ευστράτιος γεννήθηκε στην περιοχή της Ταρσίας από τον Γεώργιο και την Μεγαθώ, ανθρώπους ευσεβείς και εύπορους, από τους οποίους δέχτηκε χριστιανική αγωγή και μόρφωση. Σε ηλικία 20 ετών, πήρε την απόφαση να μεταβεί στο βουνό Όλυμπος της Βιθυνίας, στο μοναστήρι Αυγάρου, όπου βρισκόταν οι αδελφοί της μητέρας του Γρηγόριος και Βασίλειος. Ο όσιος ασκήθηκε κοντά στους ευσεβείς θείους του και έγινε και ο ίδιος μοναχός. Ο βίος του ήταν ταπεινός και αυστηρός. Δέν κατείχε υλικά αγαθά και πάντα βοηθούσε και υπηρετούσε τους αδελφούς του.Οτρόπος ζωής του τον ανέδειξε σε όσιο άνδρα, ώστε όταν πέθαναν οι ηγούμενοι της μονής, οι μοναχοί του εμπιστεύθηκαντην ηγεμονία της μονής. Την εποχή εκείνη ο Λέων Ε΄ (813-820 μ,Χ.) ανακίνησε την αίρεση της εικονομαχίας. Μεταξύ των χριστιανών που τιμούσαν τις εικόνεςκαι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τον τόπο τους ήταν και ο Ευστράτιος, ο οποίος γύρισε στην πατρίδα του και επέστρεψε στη μονή μετά την αναστήλωση των εικόνων. Αφού τέλεσε πολλά θαύματα ετελεύτησε σε ηλικία ενενήντα πέντε ετών.

     Τρεις μεγάλες ηρωικές και μαρτυρικές μορφές τιμά σήμερα η Εκκλησία μας, τον δια τους τίμιους τρόπους του αποκαλούμενο Ευτρόπιο, τον Κλεόνικο και τον Βασιλίσκο. Και οι τρεις έζησαν κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Μαξιμιανού και κατάγονταν από την Καππαδοκία του Πόντου. Ήταν επίσης συγγενείς και συστρατιώτες του Αγίου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Για την πίστη τους στο Χριστό οδηγήθηκαν ενώπιον του ηγεμόνα Ασκληπιοδότου και μαστιγώθηκαν ανηλεώς. Αξιώθηκαν όμως να δεχθούν το θαύμα της ιάσεώς τους με την εμφάνιση του Κυρίου και του ενδόξου μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου. Τελικά ο Κλεόνικος και ο Ευτρότπος κοσμήθηκαν με τους στεφάνους της αγιοσύνης δια σταυρικού θανάτου, ο δε Βασίλειος ετελειώθη στηη φυλακή.

     Ο Άγιος Ευτυχής υπήρξε λαμπρός αγωνιστής της χριστιανοσύνης. Έθεσε την ψυχή και το πνεύμα του στην υπηρεσία του θεού και των συνανθρώπων του και κατάφερε να προσελκύσει πολλούς στην αληθινή πίστη. Η παρρησία και η πνευματική του διαύγεια τον βοήθησαν, εκτός από λαμπρός αλιέας ψυχών, να γίνει και δεινός διώκτης των αιρετικών. Ο φθόνος όμως των ειδωλολατρών οδήγησε στη σύλληψη και στο θάνατο του Αγίου, ο οποίος τιμήθηκε με το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου και την αιώνια μακαριότητα.

     Ο Άγιος Ευτυχής ήταν μαθητής του Αποστόλου Παύλου. Δίδαξε το λόγο του Ευαγγελίου και μύησε στο χριστιανισμό πολλούς ανθρώπους. Κατέστρεψε ειδωλολατρικούς ναούς και για το λόγο αυτόν υπέστη μαρτύρια και κακώσεις και φυλακίστηκε για πολλά χρόνια. Μάλιστα, καθ' όλο το διάστημα που βρισκόταν στη φυλακή τρεφόταν με ουράνιο άρτο. Κάποια στιγμή οι ειδωλολάτρες έριξαν τον Άγιο σε πεινασμένα θηρία, τα οποία όχι μόνο δεν τον πείραξαν, αλλά ένα από αυτά μάλιστα του μίλησε με φωνή ανθρώπου. Όταν είδαν το θαυμαστό τρόπο με τον οποίο σώθηκε ο Άγιος οι ειδωλολάτρες τον άφησαν ελεύθερο. Ο Ευτυχής παρέδωσε ειρηνικά το πνεύμα του στην πατρίδα του Σεβαστή.

     Ο Άγιος Ευτύχιος καταγόταν από το χωριό θεία Κώμη της Φρυγίας και έζησε επί αυτοκρατορίας Ιουστινιανού Α' (527-565), Ιουστίνου Β" (565-578) και Τιβερίου Α' (578-582). Τη χριστιανική ανατροφή και μόρφωση του την έλαβε από τον ιερέα παππού του Ησύχιο, ο οποίος και τον βάπτισε. Ο Ευτύχιος γνώριζε σε βάθος τις ιερές γραφές και διακρινόταν για την ευσέβεια και τη δύναμη της πίστης του. Οι αρετές του εκτιμήθηκαν από τον επίσκοπο Αμασείας, ο οποίος τον χειροτόνησε διάκονο και στη συνέχεια αρχιμανδρίτη. Ως εκπρόσωπος της επισκοπής Αμασείας έλαβε μέρος στην Ε' Οικουμενική Σύνοδο που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εντυπωσίασε τους Πατέρες με τις γνώσεις και τη δύναμη των λόγων του. Μάλιστα, ο πατριάρχης Κωνσταντινούπολης Μηνάς, έπειτα από θεία αποκάλυψη, είπε ότι ο Ευτύχιος θα είναι διάδοχος του. Πράγματι, όταν ο Μηνάς εξεδήμησε εις Κύριον, ο Ευτύχιος κλήθηκε από τον αυτοκράτορα και το λαό, για να αναλάβει τον επισκοπικό θρόνο. Όμως ο Ιουστινιανός παρασύρθηκε από την αίρεση των αφθαρτοοδοκητών, την οποία ο Ευτύχιος καταδίκασε. Για τη στάση του αυτή καθαιρέθηκε από τον πατριαρχικό θρόνο και εξορίσθηκε. Επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη με τιμές, όταν έγινε αυτοκράτορας ο Τιβέριος. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Η Αγία Ευφημία έζησε και μαρτύρησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στη Χαλκηδόνα από οικογένεια θεοσεβή και ευγενική. Οι γονείς της Ψιλόφρων και Θεοδωριανή φρόνησαν ώστε η θυγατέρα τους να αναπτύξει κάθε χριστιανική αρετή. Η Ευφημία εξελίχθηκε σε άνθρωπο με σπάνια χαρίσματα και δυνατό χριστιανικό φρόνημα, το οποίο επέδειξε όταν ο ειδωλολάτρης ανθύπατος της Μικρός Ασίας Πρίσκος διέταξε να παρευρεθούν όλοι οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας σε γιορτή την οποία οργάνωνε προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Άρη. Τότε η Ευφημία αποφάσισε μαζί με άλλους χριστιανούς να απέχει από τη γιορτή των ειδωλολατρών και για το λόγο αυτό συνελήφθη και φυλακίσθηκε. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της οι εχθροί του Χρίστου προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να πείσουν την Αγία να αρνηθεί την πίστη της και να ασπασθεί τα είδωλα. Όταν συνειδητοποίησαν πως η Ευφημία δεν επρόκειτο να αλλάξει την πίστη της με τους λόγους, τη βασάνισαν φριχτά. Όμως, με θεία χάρη, η Αγία δεν έπαθε τίποτα από τα βασανιστήρια. Τελικά οι δήμιοι την έριξαν σε άγρια θηρία και η Ευφημία βρήκε το θάνατο από μια αρκούδα.

      Η οσία Ευφροσύνη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια και έζησε επί αυτοκρατορίας Θεοδοσίου Β' του Μικρού (4Ο8-450μΧ). Η οικογένεια της ήταν από τις πιο πλούσιες και επιφανείς στην Αλεξάνδρεια. Έμεινε ορφανή από μητέρα όταν βρισκόταν στην ηλικία των δώδεκα ετών. Ο πατέρας της Παφνούτιος μεγάλωσε με πολλή στοργή και φροντίδα την κόρη του, την οποία θέλησε να παντρέψει με έναν επιφανή νέο, όταν αυτή ήταν δεκαοχτώ χρόνων. Όμως η Ευφροσύνη δεν επιθυμούσε το γάμο, θεωρώντας πως κάτι τέτοιο την εμπόδιζε να αφιερωθεί ολόψυχα στην υπηρεσία του Κυρίου, όπως επιθυμούσε. Έτσι, πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον πατέρα της και το μνηστήρα της και να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Επειδή όμως γνώριζε πως θα την αναζητούσαν, φόρεσε αντρικά ρούχα και παρουσιάσθηκε στον ηγούμενο ανδρικού μοναστηριού, λέγοντας πως ονομαζόταν Σμάραγδος και πως ήταν ευνούχος. Στο μοναστήρι, όπου διακρίθηκε για τον ασκητικό και εγκρατή βίο της, τη βρήκε έπειτα από τριάντα οχτώ χρόνια ο πατέρας της, ο οποίος δεν είχε σταματήσει ποτέ να την αναζητά. Η Ευφροσύνη όμως ήταν ήδη βαριά άρρωστη και παρέδωσε το πνεύμα της ενώ βρισκόταν στην αγκαλιά του πατέρα της, ο οποίος παρέμεινε στο μοναστήρι ως μοναχός, δίπλα στην αγαπημένη του θυγατέρα.

     Ο Άγιος Ευψύχιος από την Καππαδοκίαα έζησε και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη (361-363 μΧ.). Ο Ευψύχιος υπήρξε άνθρωπος θεοφιλής και ευσεβής και γι' αυτό δεν άντεξε να βλέπει να επανέρχονται οι ειδωλολατρικές συνήθειες στη χριστιανική Καισαρεία. Όταν, λοιπόν, ο Ιουλιανός έχτισε ναό, αφιερωμένο στη «θεά» Τύχη, στον οποίο προσκυνούσαν οι ειδωλολάτρες, ο Ευψύχιος μαζί με άλλους χριστιανούς γκρέμισαν το είδωλο. Ο Ιουλιανός διέταξε να συλληφθούν και να βασανισθούν οι χριστιανοί που συμμετείχαν στη γενναία αυτή πράξη, ενώ ειδικά για τον Ευψύχιο έδωσε εντολή να τον αποκεφαλίσουν. Έτσι, ο όσιος έλαβε το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο όσιος Εφραίμ γεννήθηκε στις 14/9/1384. Έμεινε ορφανός από πατέρα. Σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εισήλθε στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού του όρους Καθαρών Αττικής (περιοχή Ν. Μάκρης). Έλαβε το Μυστήριο της Ιεροσύνης και υπηρέτησε με φόβο θεού. Στις 74/9/7425 επιστρέφοντας από ένα ασκητήριο στη Μονή, την βρήκε κατεστραμμένη και συλλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τον κρέμασαν ανάποδα σε ένα δένδρο, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, τον διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στις 5/5/7426.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

    Εφραίμ  - Γεννήθηκε στις 14/9/1384. Έμεινε ορφανός από πατέρα και σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών εισήλθε στην Ιερά Μονή Ευαγγελισμού του όρους Καθαρών Αττικής (περιοχή Ν. Μάκρης). Έλαβε το μυστήριο της ιεροσύνης και υπηρέτησε με φόβο Θεού. Στις 14/9/1425 επιστρέφοντας από ένα ασκητήριο στη Μονή, την βρήκε κατεστραμμένη και συλλαμβάνεται από τους Τούρκους. Τον κρέμασαν ανάποδα σε ένα δέντρο, τον κάρφωσαν στα πόδια και το κεφάλι, τον διαπέρασαν με αναμμένο ξύλο και έτσι παρέδωσε την ψυχή του στις 5/5/1426.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα