Άγιοι από Δ

 

    Ο όσιος Δαβίδ καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α'. Έως τη στιγμή που αφοσιώθηκε στο μοναχικό βίο έζησε με εγκράτεια, βοηθώντας τους πένητες και τους αδυνάτους. Όταν ήρθε η ώρα να αποσυρθεί από τα εγκόσμια, μοίρασε όλα του τα υπάρχοντα και ξεκίνησε για την έρημο. Κατασκεύασε μια φωλιά πάνα> σε ένα δέντρο και πέρασε εκεί μεγάλο διάστημα, αναδεικνύοντας εαυτόν σε ένσαρκο άγγελο. Πράγματι αρνήθηκε τις σαρκικές ηδονές και προικισμένος καθώς ήταν με το χάρισμα της θαυματουργίας φώτισε και παραδειγμάτισε χιλιάδες ανθρώπους. Εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, που τόσο πολύ αγάπησε.

     Η Εκκλησία μας σήμερα τιμά τη μνήμη των οσίων Δαλμάτου, Φαύστου και Ισαακίου. Ο Δαλματίας ήταν στρατιώτης, γρήγορα όμως τη θεοσεβή ψυχή του κυρίευσε η επιθυμία να αφοσιωθεί στον Κοριό και Δημιουργό του. Ξεκίνησε, λοιπόν, μαζί με το γιο του Φαύστο να συναντήσει το μοναχό Ισαάκιο, η φήμη του οποίου είχε φέρει κοντά του πολλούς άνδρες. Ο Δαλματίας διακρίθηκε ανάμεσα στους υπόλοιπους μοναχούς για την αρετή του τόσο ώστε εξελέγη ηγούμενος μετά το θάνατο του ευσεβούς Ισαακίου. Μάλιστα, για τον ενάρετο βίο του ο Δαλμάτιος τιμήθηκε και από τη Γ Οικουμενική Σύνοδο που συνήλθε στο 431 μΧ. στην Έφεσο, στην οποία οι Πατέρες ανέδειξαν τον όσιο αρχιμανδρίτη. Το δρόμο του Δαλμάτου, ο οποίος τελείωσε τη ζωή του εν ειρήνη, ακολούθησε ο γιος του Φαύστος, αναδεικνύοντας εαυτόν άξιο διάδοχο του πατέρα του. Όσον αφορά τον όσιο Ισαάκιο, έμεινε ξακουστός για τη στάση την οποία επέδειξε απέναντι στον αιρετικό αυτοκράτορα Ουάλη, όταν αυτός κατά την εκστρατεία του ενάντια στους Σκύθες συνάντησε τον όσιο. Ο Ισαάκιος πέθανε σε βαθιά γεράματα.

     ΔΑΜΙΑΝΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζρνες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Ο όσιος Δανιήλ έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Α' (457-474 μ.Χ.). Καταγόταν από τη Μεσοποταμία και ήταν γόνος ευσεβούς οικογένειας. Μάλιστα σε πολύ μικρή ηλικία οι γονείς του τον πήγαν σε κάποιο μοναστήρι προκειμένου να ασκητεύσει. Αφού αφοσιώθηκε αρκετό καιρό στον ασκητικό βίο, αποσύρθηκε σε κάποιο μέρος της Θράκης, κατόπιν θείας αποκάλυψης, και κλείστηκε σε κάποιον ειδωλολατρικό ναό. Η παραμονή του εκεί υπήρξε φοβερή δοκιμασία για την ψυχή του, κατάφερε όμως να φύγει και να επανέλθει πιο δυνατός στο μοναχικό βίο. Μάλιστα έγινε στυλίτης και έζησε την υπόλοιπη ζωή του επιτελώντας θαύματα και προφητεύοντας

     Οι Άγιοι μάρτυρες Χρύσανθος και Δαρείος έζησαν την εποχή του αυτοκράτορα Νουμεριανού. Ο Χρύσανθος καταγόταν από γονείς ειδωλολάτρες, οι οποίοι όταν έμαθαν για το χριστιανικό του φρόνημα προσπάθησαν να τον κλονίσουν. Τον πάντρεψαν μάλιστα με την όμορφη Δαρείο, ελπίζοντας ότι η νέα αυτή θα τον επανέφερε στη λατρεία των ειδώλων. Με τη θεία πρόνοια όμως φώτισε ο Χρύσανθος τη Δαρείο και αφοσιώθηκαν μαζί στη διάδοση του Χριστιανισμού. Για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Στο τέλος τους έριξαν σε βρωμερό λάκκο, όπου και ετελειώθησαν, ενώ οι ψυχές τους επέταξαν λαμπροφόρεςστον στεφανοδότη Κύριο

     ΔΕΣΠΟΙΝΑ - Μετά τη σταύρωση του Κυρίου η Υπεραγία Θεοτόκος διέμενε στην οικία του μαθητή του Ιησού Ιωάννη. Όταν ο Χριστός θέλησε να πάρει την μητέρα Του κοντά Του, στη βασιλεία των ουρανών, έστειλε σε αυτήν άγγελο τρεις μέρεςπριν την κοίμησή της. Η Θεοτόκος δέχτηκε το μήνυμα με μεγάλη χαρά, καθώς είχε φθάσει πλέον η ώρα που θα συναντούσε τον Υιό της, και πήγε αμέσως να προσευχή στο  όρος των Ελαιών.  Όταν επέστρεψε στην οικία του Ιωάννη, έκανε γνωστό το μήνυμα του αγγέλου και άρχισε με επιμέλεια και χαρά να ετοιμάζεται για την μετάβασή της στον ουρανό. Την τρίτη μέρα , λίγο προτού η Θεοτόκος κοιμηθεί, ακούστηκε δυνατή βροντή και εμφανίστηκαν νέφη, τα οποία μετέφεραν τους Αποστόλους από τα πέρατα της οικουμένης στο σπίτι του Ιωάννη. Όταν η Παναγία κοιμήθηκε, οι Απόστολοι με ψαλμούς και ύμνους, την τοποθέτησαν σε μνήμα της Γεσθημανή. Τρεις ημέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, έφθασε στα Ιεροσόλυμα ένας από τους Αποστόλους, ο οποίος θέλησε να προσκυνήσει το πανάγιο σκήνωμα. Όταν οι Απόστολοι άνοιξαν τον τάφο διαπίστωσαν ότι το σώμα της Παναγίας είχε αναληφθεί στους ουρανούς.

      Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

      Ο Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλύτης υψηλόβαθμος αξιωματικός του Ρωμαϊκού στρατού, έζησε και μαρτύρησε όταν ήταν αυτοκράτορες των Ρωμαίων ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός, κατά τους χρόνους των οποίων άρχισε φοβερός διωγμός κατά των χριστιανών. Ο Δημήτριος, ο οποίος καταγόταν από ευσεβή οικογένεια της Θεσσαλονίκης, δεν φοβήθηκε από τα διατάγματα των αυτοκρατόρων και συνέχισε να κηρύττει τον ευαγγελικό λόγο, οδηγώντας στην πίστη του Χριστού πολλούς ειδωλολάτρες. Όταν ο Διοκλητιανός πληροφορήθηκε τη χριστιανική δράση του Δημητρίου διέταξε να τον συλλάβουν, ώστε να απολογηθεί μπροστά του. Ο Δημήτριος δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη του στον αυτοκράτορα, παρ' όλο που γνώριζε τα βασανιστήρια στα οποία υποβάλλονταν οι χριστιανοί. Η απόφαση του Διοκλητιανού ήταν να κλειστεί στη φυλακή ο Δημήτριος. Στη πόλη υπήρχε ένας ανίκητος μονομάχος, ο Λυαίος. Αυτόν ανέλαβε να αντιμετωπίσει ένας νεαρός χριστιανός, ο Νέστορας, ο οποίος επισκέφθηκε στη φυλακή το Δημήτριο και ζήτησε τη βοήθεια του. Ο Νέστορας νίκησε πράγματι το Λυαίο, αλλά ο αυτοκράτορας που πληροφορήθηκε τα γενόμενα, θεώρησε το Δημήτριο υπεύθυνο για την ήττα του μονομάχου του και διάταξε να τον θανατώσουν, όπως και τον Νέστορα. Σήμερα ο Δημήτριος τιμάται ως πολιούχος Αγιος της Θεσ/νίκης.

     Ο Άγιος Δημήτριος ο Τορνααράς συναναστρεφόταν πολύ με τους Τούρκους και ήλεγχε την πίστη τους. Όταν τον πίεσαν να γίνει Τούρκος και αφού τον βασάνισαν γι' αυτό με μεγάλη σκληρότητα βλέποντας την αμετακίνητη γνώμη του Δημητρίου, διέταξαν τον αποκεφαλισμό του. Αποκεφαλίσθηκε το 1564 και έλαβε το στεφάνι του μαρτυρίου.

      Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Διομήδης γεννήθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας από γονείς θεοσεβείς και επιφανείς. Η οικογένεια του φρόντισε ώστε να λάβει ο Διομήδης ανώτατη μόρφωση και να καλλιεργήσει σε βάθος κάθε αρετή. Ο Αγιος σπούδασε την ιατρική επιστήμη, γνώση την οποία έθεσε στην υπηρεσία των απόρων. Πράγματι, ο Διομήδης θεράπευε κάθε φτωχό ασθενή που προσέτρεχε σε αυτόν χωρίς να απαιτεί υλικά ανταλλάγματα, ενώ παράλληλα κήρυττε με θέρμη το Ευαγγέλιο του Χρίστου. Με τη δράση του αυτή ο Διομήδης όχι μόνο θεράπευε τα σώματα όσων ζητούσαν τη βοήθεια του, αλλά έσωζε και τις ψυχές τους. Όταν ο Άγιος βρισκόταν στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Διοκλητιανός εξαπέλυσε άγριο διωγμό εναντίον των χριστιανών. Τότε ο Διομήδης καταγγέλθηκε για τη χριστιανική του δράση στον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν. Μόλις όμως ο Διομήδης πληροφορήθηκε για τις προθέσεις του βασιλιά, προσευχήθηκε στον Κύριο να τον πάρει κοντά του. Πράγματι, όταν οι στρατιώτες έφθασαν στο σημείο όπου βρισκόταν ο Διομήδης τον βρήκαν νεκρό, αλλά δε δίστασαν να τον αποκεφαλίσουν.

     Ο Άγιος Διονύσιος καταγόταν από την πόλη των Αθηνών. Έζησε και μαρτύρησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Δομετιανός. Διακρίθηκε για τη φιλοσοφική του κατάρτιση και τη βαθιά του καλλιέργεια. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης και μέλος της Βουλής του Αρείου Πάγου. Το κήρυγμα όμως του Αποστόλου Παύλου άγγιξε την παιδευμένη και ευαίσθητη ψυχή του και βαπτίσθηκε. Αργότερα διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο των Αθηνών τον ευσεβή Ιερόθεο. Υπήρξε συγγραφέας πλήθους θεολογικών συγγραμμάτων, με τα οποία, μεταξύ των άλλων, ερμήνευσε την εκκλησιαστική ιεραρχία. Επιβραβεύθηκε από τον θεό για τη χριστιανική του δράση με το χάρισμα να επιτελεί θαύματα. Περιόδευσε σε πολλά μέρη της Δόσης, όπου κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο και ερμήνευε τις ιερές γραφές. Όταν έφθασε στο Παρίσι συνελήφθη και αργότερα αποκεφαλίσθηκε. Μαζί του μαρτύρησαν και δύο μαθητές του, ο Ρουστικός και ο Ελευθέριος. Ο ηγεμόνας της περιοχής έδωσε εντολή να μη θάψει κανείς τα άγια λείψανα των μαρτύρων, όμως κάποιοι χριστιανοί τα φύλαξαν και όταν δεν υπήρχε πλέον φόβος τα ενταφίασαν με τιμές.

     Κατά τα χρόνια του σκληρού αυτοκράτορα Δεκίου (249-251 μΧ.)  έζησαν οι επτά παίδες Μαξιμιλιανός, Εξακουστωδιανός, Ιάμβλιχος, Μαρτινιανός, Διονύσιος, Ιωάννης και Κωνσταντίνος. Ο Δέκιος εξαπέλυσε διωγμό κατά των χριστιανών, βασανίζοντας και  δολοφονώντας πλήθος κόσμου. Οι επτά νέοι, έπειτα από πολλή  σκέψη, αποφάσισαν να μοιράσουν στους φτωχούς τα υπάρχοντα  να καταφύγουν σε σπήλαιο, ώστε να μην εξαναγκαστούν  να αρνηθούν την πίστη τους. Στο καταφύγιο τους οι παίδες προσευχήθηκαν θερμά στον Κύριο να τους πάρει κοντά του για να μην πέσουν στα χέρια του Δεκίου. Η προσευχή τους εισακούστηκε και οι νέοι παρέδωσαν το πνεύμα τους. Εκατόν ενενήντα χρόνια μετά, επί βασιλείας Θεοδοσίου Β' του Μικρού, εμφανίστηκε αίρεση που αμφισβητούσε την ανάσταση των νεκρών. Ο αυτοκράτορας ήταν απελπισμένος και δεν ήξερε τι να πράξει. Ο Κοριός απάντησε στις προσευχές του με τον εξής θαυμαστό τρόπο: Ένα παιδί εμφανίσθηκε στην αγορά της Εφέσου, το οποίο αγόρασε ψωμί με νόμισμα της εποχής του Δεκίου. Έκπληκτοι οι κάτοικοι ανέκριναν το παιδί, το οποίο τους οδήγησε στη σπηλιά στην οποία είχε μαζί με τα αδέλφια του παραδώσει το πνεύμα του πολλά χρόνια πριν. Όταν οι Εφέσιοι αντίκρισαν όλα τα παιδιά ζωντανά κατάλαβαν ότι επρόκειτο για απάντηση του θεού στις κακοδοξίες των αιρετικών.

     Οι όσιοι Διονύσιος και Μητροφάνης γεννήθηκαν και έζησαν κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα. Ο Διονύσιος έγινε μοναχός στη Μονή Στουδίου και αργότερα μετέβη στο Αγιον Όρος, όπου επιδόθηκε στη μελέτη των Ιερών Γραφών. Η επιθυμία του για ασκητικό βίο τον οδήγησε σε μια σπηλιά, όπου τον συντρόφευσε ο μαθητής του Μητροφάνης. Ο Διονύσιος απεβίωσε ειρηνικά στις 9 Ιουλίου 1606. Ο Μητροφάνης παρέδωσε το πνεύμα του λίγο αργότερα, αφού πρώτα είχε διδάξει το ευαγγελικό λόγο στις περιοχές γύρω από το Αγιον Όρος.

     Ο όσιος Διονύσιος γεννήθηκε στην Κορησσό της Καστοριάς από ευσεβείς γεωργούς. Σε νεαρή ηλικία πήγε στο Άγιο Όρος κοντά στον αδελφό του Θεοδόσιο. Μελέτησε την Αγία Γραφή. Όταν ο αδελφός του έγινε Μητροπολίτης Τραπεζούντος επί αυτοκρατορίας Αλεξίου Κομνηνού του Γ,  χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος και πήγε σ' ένα βουνό του μικρού Άθωνος. Εκεί έκτισε τη Μονή Τιμίου Προδρόμου με χρηματική βοήθεια του αυτοκράτορα.

     Ο Άγιος Διονύσιος ήταν γόνος ευσεβέστατης και αρχοντικής οικογενείας της Ζακύνθου. 'Εγινε μοναχός στη βασιλική Μονή Στροφάδων όπου μελετούσε τις Γραφές. Πήγε στην Αθήνα για να ταξιδέψει στα Ιεροσόλυμα, όμως ο τότε Αρχιερέας Αθηνών άκουσε το κήρυγμα του και τον έκανε επίσκοπο Αιγίνης. Δούλεψε άγρυπνα, ακούραστα και ταπεινά. Ασθένησε όμως και γύρισε στη Ζάκυνθο όπου μέχρι το 1579 ήταν προσωρινός επίσκοπος. Πέθανε σε βαθιά γεράματα στις 17 Δεκεμβρίου του 1624. Τάφηκε στη Μονή Στροφάδων. Το λείψανο του παραμένει ευωδιαστό και αδιάφθορο μέχρι σήμερα.

      Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια ααποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο 'Όσιος Δομετιανός, αρχιερέας της Εκκκλησίας της Μελιτινής, έζησε επί αυτοκρατορίας του Ιουστίνου Β' (565-578 μ Χ.)Η οικογένειά του ήταν ενάρετη και εύπορη. Οι γονείς του Θεόδωρος και Ευδοκία, φρόντισαν να αποκτήσει τέτοια μόρφωση που να συνδυάζει την ελληνική σοφία με τις διδασκαλίες της Αγίας Γραφής. Αφιέρωσε την ζωή του στον Θεό, όταν πέθανε η γυναίκα του. Κέρδισε την εύνοια του αυτοκράτορα επειδή διευθέτησε πολλές υποθέσεις του βυζαντινού κράτους. Τις χορηγίες του αυτοκράτορα που πήρε για ανταμοιβή, τις διέθεσε για ανοικοδόμηση ναών και πτωχοκομείων. Ετελεύτησε στην Κωνσταντινούπολη.

     Ο Άγιος Δομέτιος ήταν Πέρσης και έζησε τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337 μΧ.). Καταγόταν από οικογένεια ειδωλολατρική, αλλά ένας χριστιανός, ο Άβαρος, τον κατήχησε στην πίστη του Χριστού. Η οικογένεια του αντέδρασε έντονα όταν πληροφορήθηκε πως ο Άγιος είχε μυηθεί στο χριστιανισμό και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κάθε συγγενικό δεσμό και να αφήσει την πατρική εστία. Μετέβη στα βυζαντινά σύνορα, σε μια πόλη που ονομαζόταν Νίσιβη, όπου κλείστηκε σε μοναστήρι και έγινε μοναχός, αφού έλαβε το άγιο βάπτισμα. Έπειτα από ένα διάστημα ο Δομέτιος μετέβη στη Θεοδοσιούπολη, στη μονή των μαρτύρων Σεργίου και Βάκχου. Κατά την παραμονή του εκεί ο Δομέτιος καλλιέργησε κάθε αρετή και έφτασε σε ύψιστο βαθμό ηθικού βίου. Ο ηγούμενος της μονής Ουρβέλ εκτίμησε την πνευματική ανωτερότητα και τη δυνατή πίστη του Δομετίου και θέλησε να τον προβιβάσει στο βαθμό του πρεσβύτερου. Όμως τα σχέδια του ηγουμένου συγκρούονταν με το ταπεινό φρόνημα του Αγίου και για το λόγο αυτό ο Δομέτιος εγκατέλειψε τη μονή και αποσύρθηκε σε μια σπηλιά, όπου μαζί με δυο μαθητές του λιθοβολήθηκε από στρατιώτες του Ιουλιανού.

     Η Οσία Δομνίκη γεννήθηκε στην Καρθαγένη της Ισπανίας (Νέα Καρχηδόνα). 'Εζησε 95 έτη περίπου και γνώρισε την αυτοκρατορία του Θεοδοσίου του Μεγάλου, του Λέοντα και του Ζήνωνα. Σε νεαρά ηλικία -περί το 384- όταν επίσκοπος ήταν ο Νεκτάριος, πήγε για προσωπικούς λόγους στην Κωνσταντινούπολη. Μετά από θεία φώτιση, δέχτηκε την Δομνίκη ο επίσκοπος Νεκτάριος. Διακρίνοντας την αρετή και την αγνότητά της την βάπτισε και την έκανε μοναχή. Ξεχώρισε για την φιλανθρωπία και την πίστη της, αλλά και για το ηθικό και πνευματικό επίπεδο, το οποίο κατέκτησε έπειτα από σκληρούς κόπους. Έφτασε μάλιστα να κάνει και θαύματα. Εκοιμήθη εν ειρήνη.

     Ο Άγιος Δονάτος επίσκοπος Ευρείας της Ηπείρου, έζησε στα χρόνια του Μεγάλου Θεοδοσίου. Υπήρξε άνθρωπος της προσευχής και ο θεός του έδωσε τη δύναμη να θαυματουργεί. Έτσι με δεήσεις έσωσε το Σούλι από φοβερό δράκοντα, θεράπευσε την κόρη του αυτοκράτορα που έπασχε από σεληνιασμό, έλυσε την ανομβρία που μάστιζε την πρωτεύουσα   κ.α. Έκτισε με τα βασιλικά χρήματα ναό και πέθανε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Τρόφιμος, Σαββάτιος και Δορυμέδων έζησαν και μαρτύρησαν κατά τους χρόνους που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Πρόβος. Ο Τρόφιμος και ο Σαββάτιος βρέθηκαν κάποια στιγμή στην Αντιόχεια, όταν γίνονταν εκδηλώσεις προς τιμήν του θεού των ειδωλολατρών Απόλλωνα. Οι δύο άνδρες αντικρίζοντας τα όργια που εκτυλίσσονταν μπροστά τους αντέδρασαν έντονα και γι' αυτό συνελήφθησαν από τον ηγεμόνα της περιοχής, τον Βικάριο. Όταν οι Άγιοι κλήθηκαν να απολογηθούν, με απαράμιλλο θάρρος δήλωσαν ότι είναι χριστιανοί και δεν υποχώρησαν μπροστά στις πιέσεις που δέχονταν από τους ειδωλολάτρες να αρνηθούν την πίστη τους. Για τη στάση τους αυτή βασανίσθηκαν τόσο που ο Σαββάτιος παρέδωσε το πνεύμα του ενώ βρισκόταν στη φυλακή. Ο Τρόφιμος υπέστη πλήθος μαρτυρίων από έναν άλλον ηγεμόνα, τον Περίννιο. Μάλιστα, ενώ ο Άγιος μάρτυρας βρισκόταν φυλακή τον επισκέφθηκε ένας χριστιανός βουλευτής, ο Δορυμέδων, τον οποίο και συνέλαβε ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας. Τους δυο άνδρες, τον Τρόφιμο και τον Δορυμέδοντα, οι ειδωλολάτρες τους έριξαν στα θηρία, τα οποία όμως δεν τους πείραξαν καθόλου. Έπειτα από αυτό οι δήμιοι τους εθανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο Άγιος μάρτυρας Δουλάς καταγόταν από την Κιλικία. Η φλόγα της πίστης που φούντωσε μέσα του πολύ νωρίς τον κατηύθυνε σε βίο αγνό και ταπεινό. Η παρρησία και η επιμονή με την οποία ομολογούσε την αλήθεια εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν. Στην αρχή οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Μάξιμο, απέναντι στον οποίο στάθηκε ακλόνητος και καρτερικός. Στη συνέχεια, αφού τον κρέμασαν και τον καταξέσχισαν, τον ανάγκασαν να τρέχει μισοπεθαμένος 20 μίλλια. Το κουρασμένο σώμα του όμως δεν άντεξε και έτσι ο Άγιος εξέπνευσε, παραδίδοντας την αγνή ψυχή του στον Κύριο.

     Η Αγία Δροσίδα ήταν κόρη του βασιλιά Τραϊανού (98-117 μΧ.). Ο Τραϊανός καταδίωκε και θανάτωνε χριστιανούς, τα λείψανα των οποίων άφηνε άταφα. Όμως πέντε Κανονικές, πέντε δηλαδή παρθένες αφιερωμένες στον Χριστό, έβγαιναν τις νύχτες και ενταφίαζαν τα λείψανα των χριστιανών στο ασκητήριό τους. Το έργο αυτό πληροφορήθηκε η Δροσίδα, η οποία θεώρησε χρέος της να βοηθήσει τις μοναχές. Κάποια στιγμή ο μνηστήρας της και σύμβουλος του βασιλιά Αδριανός διέταξε τους στρατιώτες του να παρακολουθήσουν και να συλλάβουν αυτούς που έθαπταν τους χριστιανούς. Πράγματι, οι στρατιώτες συνέλαβαν τη Δροσίδα και τις πέντε Κανονικές και τις οδήγησαν μπροστά στο βασιλιά. Ο Τραϊαννός ταράχθηκε που είδε τη θυγατέρα του ανάμεσα στις συλληφθείσες και διέταξε να θανατώσουν τις πέντε μοναχές και να φυλάττουν στο εξής με προσοχή τη Δροσίδα. Οι Κανονικές βρήκαν τραγικό θάνατο, ενώ η Δροσίδα διέφυγε κρυφά ένα βράδυ από τα ανάκτορα και βρήκε καταφύγιο κοντά σε κάποιους χριστιανούς. Έπειτα από οχτώ ημέέρες και ενώ η Αγία προσευχόταν, εξεδήμησε προς Κύριον.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Δωρόθεος διετέλεσε επίσκοπος Τύρου την εποχή του αυτοκράτορα Λικινίου. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών -στα χρόνια του Διοκλητιανού- έφυγε από την επαρχία του, μετά από παρακλήσεις του ποιμνίου του, και αποσύρθηκε στη Δυσσόπολη, στη Θράκη. Εκεί αφοσιώθηκε σε ενάρετο και ασκητικό βίο, ώστε να διατηρήσει δυνατή τη φλόγα της πίστης του και να μπορέσει με την ίδια δύναμη να υπηρετήσει ξανά το ποίμνιο του. Έτσι και έγινε. Μετά το τέλος των διωγμών επανήλθε στην Τύρο, όπου και έδρασε μέχρι την εποχή του Ιουλιανού του Παραβάτη. Με βαθιά αγάπη και στοργή στάθηκε στο πλευρό των φτωχών και των αδυνάτων και ανάθρεψε με τους καρπούς της αλήθειας και της πίστης χιλιάδες ανθρώπους. Το λαμπρό του έργο όμως εξόργισε τον αυτοκράτορα, ο οποίος διέταξε να τον συλλάβουν και να τον βασανίσουν. Πράγματι, ο Αγιος Δωρόθεος, που ήταν ήδη εκατόν επτά χρονών, υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια, τα οποία και υπέμεινε με θαυμαστή αντοχή. Τελικά τον θανάτωσαν και έλαβε έτσι το στέφανο του μαρτυρίου, αφήνοντας ανεκτίμητη κληρονομιά: εκκλησιαστικά συγγράμματα, που μέχρι και σήμερα καθοδηγούν πολλούς πιστούς.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα