Άγιοι από B

 

    Ο Άγιος Βαβύλας έζησε κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας ήταν ο ασεβής Νουμεριανός, ο οποίος δολοφόνησε απάνθρωπα το γιο του βασιλιά των Περσών, τον οποίο κρατούσε αιχμάλωτο. Ο επίσκοπος Αντιοχείας Βαβύλας, όταν έμαθε την ενέργεια του αυτοκράτορα, την αποδοκίμασε έντονα. Μάλιστα, όταν κάποια στιγμή ο Νουμεριανός θέλησε να παρακολουθήσει τη λειτουργία στον Ιερό Ναό της Αντιοχείας, ο Βαβύλας όχι μόνο απαγόρευσε την είσοδο στον αυτοκράτορα, αλλά τον έπιασε από το στήθος και του δήλωσε ότι στο ναό δεν είχαν θέση κοινοί εγκληματίες σαν αυτόν. Ο αυτοκράτορας οργίστηκε πολύ από τη στάση του επισκόπου και διέταξε να τον συλλάβουν και να τον φυλακίσουν. Την επόμενη μέρα οι ασεβείς αποκεφάλισαν τον Βαβύλα, το λείψανο του οποίου ενταφιάσθηκε από τους πιστούς. Την ίδια μέρα μαρτύρησαν και τρεις νεαροί μαθητές του Βαβύλα, οι οποίοι μόλις έμαθαν τη σύλληψη του δασκάλου τους έτρεξαν κοντά του για να του συμπαρασταθούν. Οι «αγανακτισμένοι πολίτες» συνέλαβαν τα νεαρά αυτά παιδιά και, αφού προσπάθησαν μάταια να τα πείσουν να αρνηθούν την πίστη τους, τα αποκεφάλισαν όπως και το δάσκαλο τους.

     ΒΑΪΟΣ - Κατά την ιη΄του Μαρτίου και ημέρα Κυριακή ερχόμενος ο Ιησούς από την Βηθανία προς τα Ιεροσόλυμα ζήτησε να του φέρουν έναν όνο και καθισμένος πάνω σ΄αυτόν εισήλθε στην πόλη. Το πλήθος όταν πληροφορήθηκε τον ερχομό Του, στόλισε τις οδούς με κλαδιά από δέντρα και ετοίμασε ένδοξο και λαμπρό πανηγύρι. Συνάμα όλοι οι πιστοί κρατώντας κλαδιά φοινίκων - που συμβόλιζαν την νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου - εξήλθαν από την πόλη για να τον προϋπαντήσουν φωνάζοντας:<< Ωσαννά, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου, ο βασιλεύς του Ισραήλ>>. Της λαμπρής αυτής ημέρα την ανάμνηση εορτάζουμε.

     Οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Μαξιμιανός, στο στρατό του οποίου υπηρετούσαν. Εκτιμώντας τις ικανότητες και τις αρετές του ο Μαξιμιανός έδωσε το αξίωμα του πριμικηρίου (πρώτου άρχοντα) στον Σέργιο και του σεκουνδικηρίου (δεύτερου άρχοντα) στον Βάκχο. Οι δύο άνδρες υπηρέτησαν τον αυτοκράτορα με σύνεση κι ανδρεία. Όταν όμως αυτός έμαθε πως οι δυο αξιωματικοί του ήταν χριστιανοί ταράχθηκε. Για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του οργάνωσε ειδωλολατρική γιορτή, στην οποία κάλεσε τους δυο άνδρες. Όταν ο Σέργιος και ο Βάκχος αρνήθηκαν να θυσιάσουν στα είδωλα ο Μαξιμιανός πείσθηκε για την πίστη τους στον Χριστό και εξαγριωμένος διέταξε να τους αφαιρέσουν τα διακριτικά γνωρίσματα των αξιωμάτων του. Αφού τους διαπόμπευσαν, οι ειδωλολάτρες τους έστειλαν στον Αντίοχο, σε έναν ηγεμόνα της Ανατολής. Αυτός, αφού τους βασάνισε σκληρά, ζήτησε τον αποκεφαλισμό του Βάκχου. Τον Σέργιο, ο οποίος κάποτε είχε ευεργετήσει τον ηγεμόνα, ο Αντίοχος προσπάθησε να τον πείσει να αλλαξοπιστήσει. Όταν όμως πείσθηκε πως απέτυχε, ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας δεν δίστασε να διατάξει να αποκεφαλίσουν και αυτόν.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     ΒΑΡΒΑΡΑ -'Έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Ανατολή και ήταν κόρη ειδωλολάτρη, που ονομαζόταν Διόσκορος. Ήταν πολύ όμορφη και για τον λόγο αυτό ο πατέρας της την έκλεισε σ΄έναν πύργο προκειμένου να την προστατεύσει από τους κινδύνους. Όταν κάποτε ο πατέρας της διέταξε να χτίσουν ένα λουτρό δίπλα από τον πύργο για να την ευχαριστήσει συνέβη το εξής περιστατικό: Η Βαρβάρα είπε στους τεχνίτες να ανοίξουν τρία παράθυρα στο κτίριό της στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Ο Διόσκορος κατάλαβε τότε ότι είναι χριστιανή και όρμησε πάνω της να τη σκοτώσει. Η Αγία κατάφερε να ξεφύγει αρχικά και κρύφτηκε, όμως ο πατέρας της τη βρήκε και την παρέδωσε στον ηγεμόνα της χώρας. Η Αγία δε δίστασε να ομολογήσει την πίστη της και να χλευάσει τα είδωλα, γι΄ αυτό και οδηγήθηκε σε βασανιστήρια. Αφού την έδειραν και της καταξέσκισαν το σώμα με σιδερένια νύχια, τη διαπόμπευσαν σέρνοντάς την στην πόλη. Τελικά αποκεφαλίστηκε από τον ίδιο τον πατέρα της και έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

      Ο Άγιος Βαρθολομαίος ήταν ένας από τους δώδεκα Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Δίδαξε τη χριστιανική πίστη στους Ινδούς, στους οποίους και παρέδωσε το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Όταν όμως βρισκόταν στην Ουρβανούπολη οι ειδωλολάτρες τον συνέλαβαν και τον καταδίκασαν σε σταυρικό θάνατο. Έτσι ο Βαρθολομαίος τελείωσε ένδοξα τη ζωή του.

      Ο Άγιος Βαρθολομαίος, αφού δίδαξε το λόγο του Ευαγγελίου σε διάφορους τόπους, κατέληξε στην Αρμενία, όπου και ετελειώθη με μαρτυρικό θάνατο. Το λείψανο του Βαρθολομαίου τοποθετήθηκε σε λάρνακα και φυλάχτηκε από τους χριστιανούς στην Αλβανούπολη. Η λάρνακα του Αγίου έγινε αστείρευτη πηγή θαυμάτων για τους πιστούς που προσέτρεχαν να προσκυνήσουν το τίμιο λείψανο του, καθώς πολλοί άνθρωποι θεραπεύθηκαν και απαλλάχθηκαν από ασθένειες που τους βασάνιζαν. Οι ειδωλολάτρες βλέποντας τα θαύματα που επιτελούνταν πήραν την απόφαση να ρίξουν τη λάρνακα του Αγίου Βαρθολομαίου στη θάλασσα μαζί με τις λάρνακες των Αγίων Παππιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου και Ακακίου. Όμως το άγιο λείψανο του Βαρθολομαίου διέσχισε, ακολουθούμενο από τις λάρνακες των τεσσάρων Αγίων, τα στενά του Ελλησπόντου, το Αιγαίο Πέλαγος, την Αδριατική θάλασσα και έφτασε στο νησί Λιπαρά. 'Έπειτα οι λάρνακες που περιείχαν τα λείψανα των άλλων Αγίων πήγαν σε διαφορετικούς τόπους της Ιταλίας. Τη λάρνακα του Βαρθολομαίου βρήκε ο επίσκοπος Λιπάρας Αγάθωνας, ο οποίος έπειτα από θεία υπόδειξη έκτισε μεγαλοπρεπή ναό, στον οποίο τοποθέτησε την τίμια λάρνακα.

      Ο Άγιος Βαρλαάμ καταγόταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Ενώ ήταν σε προχωρημένη ηλικία οδηγήθηκε στον έπαρχο της Αντιοχείας, ο οποίος τον ανέκρινε. Ο Βαρλαάμ δε δίστασε να ομολογήσει στον ηγεμόνα την πίστη του στον Χριστό και για το λόγο αυτό υποβλήθηκε σε πολλά βασανιστήρια. Αφού τον χτύπησαν ανελέητα οι δήμιοι τον οδήγησαν σε έναν ειδωλολατρικό βωμό. Έπειτα τον πρόσταξαν να απλώσει το χέρι του, πάνω στο οποίο τοποθέτησαν κάρβουνα αναμμένα και λιβάνι. Οι ειδωλολάτρες πίστευαν πως ο Αγιος για να αποφύγει τους πόνους θα έριχνε το κάρβουνο στο βωμό και πως έτσι θα φαινόταν ότι θυσίαζε στα είδωλα. Όμως ο Βαρλαάμ προτίμησε να καεί το χέρι του, παρά να φανεί ότι θυσιάζει σε ειδωλολατρικούς θεούς. Ύστερα από λίγο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο.

     Ο Άγιος Βαρνάβας υπήρξε ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου, καθώς και στενός συνεργάτης του Αποστόλου Παύλου. Καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ. Γεννήθηκε και ανατράφηκε στην Κόπρο. Ο Βαρνάβας κήρυξε το Ευαγγέλιο στην Ιερουσαλήμ, στη Ρώμη, στην Αλεξάνδρεια, αλλά και στη γενέτειρα του Κόπρο. Εκεί λιθοβολήθηκε από τους Ιουδαίους και τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι στη συνέχεια τον έκαψαν. Το λείψανο του περισυνέλεξε ο ευαγγελιστής Μάρκος και το εναπέθεσε σε μια σπηλιά. Λέγεται ότι ο Βαρνάβας ενταφιάσθηκε μαζί με το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο το οποίο είχε αντιγράψει με τα ίδια του τα χέρια.

     Ο ιερομάρτυρας Βασιλέας διετέλεσε επίσκοπος Αμασείας του Πόντου, την εποχή του ειδωλολάτρη αυτοκράτορα Λικινίου, που προσπαθούσε να εξοντώσει τους χριστιανούς. Στα δύσκολα αυτά χρόνια ο Βασιλέας με σθένος και πυγμή στήριξε το ποίμνιο του και συγκρούστηκε με τον Λικίνιο. Μάλιστα, όταν ο αυτοκράτορας επιχείρησε να προσβάλει την τιμή μιας νεαρής κοπέλας, λέγεται ότι ο Βασιλέας την προστάτευσε και την οδήγησε στο δρόμο του Χριστού. Για το λόγο αυτό διατάχθηκε η σύλληψη και ο αποκεφαλισμός του. Το άγιο λείψανο του ιερομάρτυρα ενταφιάσθηκε στην Αμάσεια.

     ΜΕΓΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Γεννήθηκε το 329 στη Νεοκαισάρεια του Πόντου. 'Εδρασε επί αυτοκρατορίας του Ουάλη, ο οποίος ασπαζόταν την διδασκαλία του αιρετικού Αρείου. Οι γονείς του Βασίλειος και Εμμέλεια ήταν εύποροι και με έντονα ανεπτυγμένο το χριστιανικό φρόνημα. Από νωρίς ο Βασίλειος επέδειξε ζήλο για μάθηση και γρήγορα κατέκτησε σε βάθος όλες τις επιστήμες, εφαρμόζοντας παράλληλα υποδειγματικά την ευαγγελική σοφία. Το 370 μ.χ ανακηρύχτηκε αρχιεπίσκοπος της Καισαρείας της Καππαδοκίας, αξίωμα το οποίο έθεσε στον αγώνα υπέρ της ορθόδοξης πίστης. Με την συγγραφή πολλών έργων θέλησε να πολεμήσει τα φρονήματα των αιρετικών και να διδάξει το χριστιανικό τρόπο ζωής. 'Ιδρυσε την ''ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΑ'', συγκρότημα μα ευαγή ιδρύματα. Απεβίωσε εν ειρήνη στα 50 του χρόνια.

     ΑΓΙΟΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ - Γεννήθηκε στην Άγκυρα της Μικράς Ασίας. Έδρασε επί αυτοκρατορίας του Ιουλιανού του Παραβάτη, ο οποίος επεδίωκε να επαναφέρει την λατρεία των ειδώλων. Η χριστιανική δράση του όμως, εξόργησε τους εχθρούς της χριστιανοσύνης και για τον λόγο αυτό υπέφερε πολλά μαρτύρια. Οι διώκτες του τον μετέφεραν στην Κωνσταντινούπολη, όπου και εβασανίστηκε φριχτά. Δεν δίστασαν μάλιστα να τον ρίξουν σε πυρακτωμένο καμίνι, αλλά ο Βασίλειος έμεινε σώος.Οι πολέμιοι οδήγησαν τότε τον Άγιο στη Καισάρεια, όπου τον καταδίκασαν σε θηριομαχία. Κατά την διάρκεια της ειδωλολατρικής γιορτής, ο Βασίλειος κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία. Στην Καισάρεια χτίστηκε εκκλησία στο όνομά του.

     Ο Βασίλειος (ομολογητής) έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ του εικονομάχου (717-741 μ.Χ.). Από νωρίς εγκατέλειψε την κοσμική ζωή και τις ανθρώπινες συνήθειες για να αφιερωθεί σ' έναν ασκητικό και μοναχικό βίο. Πράγματι, διήγε τη ζωή του με απόλυτη χρηστότητα και ευλάβεια. Αρχικά ζούσε στο ασκητήριό του, τρέφοντας μόνο το πνεύμα και την ψυχή του με τα θεία δώρα της πίστης και της αγάπης. Όταν κλήθηκε όμως να υπερασπίσει την Ορθοδοξία μας και να την προστατεύσει από τη λαίλαπα των κακοδόξων, ρίχθηκε με τόλμη και σθένος στον αγώνα. Συγκεκριμένα αγωνίστηκε ενάνπα στους εικονομάχους με πείσμα και γι'αυτό και υπεβλήθη σε δεινά βασανιστήρια. Με σιδερένια νύχια, του καταξέσκισαν το σώμα και τον τράχηλο και στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή. Όταν πέθανε ο τύραννος Λέων Γ, ο μακαριστός Βασίλειος αφέθηκε ελεύθερος και επανήλθε στο ασκητήριό του για να συνεχίσει με αφοσίωση τη μοναστική ζωή. Από το ασκητήριό του διακήρυττε την αλήθεια και φρόντιζε για την εξάπλωση της Ορθοδοξίας μας. Η δράση του τον γέμισε χαρά και αγαλλίαση όσα χρόνια ήταν εν ζωή. Ο Άγιος Βασίλειος εξεδήμησε προς τον θεό εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι μάρτυρες Εφραίμ, Βασίλειος, Ευγένιος, Αγαθόδωρος, Ελπίδιος, Καπίτων και Αιθέριος έζησαν και μαρτύρησαν επί αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού. Και οι επτά εστάλησαν από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων σε χώρες ειδωλολατρών για να κηρύξουν το λόγο του Ευαγγελίου. Όλοι οι Άγιοι βρήκαν μαρτυρικό θάνατο στη Χερσώνα, εκτός από τον Καπίτωνα, ο οποίος σώθηκε ύστερα από επέμβαση του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο Καπίτων εξεδήμησε  εν ειρήνη προς τον Κύριο.

     Ο Άγιος Ίσαυρος και οι συν αυτώ Βασίλειος και Ιννοκέντιος γεννήθηκαν στην Αθήνα και έδρασαν στα τέλη περίπου του 3ου μΧ. αιώνα. Οι Άγιοι αυτοί εγκατέλειψαν την Αθήνα και μετέβησαν στην Απολλωνία, όπου γνώρισαν τον Φιλικά, τον Περεγρίνο και τον Ερμεία, με τους οποίους συνδέθηκαν αδελφικά εν Χριστώ. Όλοι μαζί οι αδελφοί με θέρμη δίδασκαν τη χριστιανική πίστη και έκαναν πράξη με τα έργα τους το λόγο του Κυρίου. Όμως οι ειδωλολάτρες της Απολλωνίας ενοχλήθηκαν από τη θεάρεστη δράση των αδελφικών φίλων και τους διέβαλαν στον έπαρχο Τριπόντιο, ο   οποίος διέταξε τον αποκεφαλισμό και των έξι. Με το μαρτυρικό τους θάνατο οι Άγιοι έλαβαν το στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος μάρτυρας Βασιλίσκος έδρασε κατά τους χρόνους του Μαξιμιανού. Καταγόταν από την Αμάσεια του Πόντου και ήταν ανιψιός του μεγαλομάρτυρα Θεοδώρου του Τήρωνος. Ορμώμενος από το παράδειγμα του Θεοδώρου και των συστρατιωτών του επιθυμούσε τη μαρτυρική του τελείωση. Ο θεός αμείβοντας τον για τη βαθιά του προσήλωση πραγματοποίησε την επιθυμία του. Μάλιστα του εφανερώθη σε οπτασία και τον συμβούλευσε να πάει στα Κύμανα του Πόντου, αφού πρώτα αποχαιρετήσει τους οικείους του. Πράγματι, λίγο μετά την επιφάνεια του Κυρίου, ο έπαρχος της Καππαδοκίας Αγρίππας διέταξε να τον συλλάβουν και αφού του φορέσουν σιδερένια υποδήματα να τον οδηγήσουν προς τον Πόντο. Στο δρόμο οι στρατιώτες τον έδεσαν πισθάγκωνα σ' ένα ξερό πλατάνι, το οποίο με τις προσευχές του αγίου ξαναζωντάνεψε και γέμισε φύλλα. Όταν έφθασαν στα Κόμανα, οδηγήθηκε στον έπαρχο, ο οποίος, προσπαθώντας να κάμψει το φρόνημα του Αγίου, τον πήγε σε ειδωλολατρικό ναό και τον παρότρυνε να προσφέρει θυσία στα είδωλα. Ο Άγιος Βασιλίσκος όχι μόνο έμεινε άκαμπτος απέναντι στις απειλές του άρχοντα, αλλά κατέκαυσε, θερμά προσευχόμενος, όλα τα μιαρά παρασκευάσματα του ναού. 'Έτσι διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός του ενώ το σώμα του ρίχθηκε σε κοντινό ποταμό.

     Ο όσιος Βενέδικτος καταγόταν από την πόλη Νουρσία της Ιταλίας. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πόλο νωρίς αποφάσισε να αφιερωθεί στο μοναχικό βίο. Το ίδιο του το όνομα -στα ελληνικά μεταφράζεται ευλογημένος-φανέρωνε τη θαυμαστή πορεία που επρόκειτο να ακολουθήσει ο όσιος. Εγκατέλειψε την οικογένεια και την περιουσία του και αποσύρθηκε με την παραμάνα του στην έρημο. Εκεί ασκήτευσε με θαυμαστή υπομονή και γενναιότητα και κατόρθωσε να φτάσει στον ύψιστο βαθμό αγιότητας. Είχε επίσης τιμηθεί από τον Κύριο με το χάρισμα της θαυματοποιίας και της προφητείας και κατάφερε έτσι να βοηθήσει, να θεραπεύσει και γενικότερα να υπηρετήσει το ποίμνιο του. Από τη βιογραφία του γνωρίζουμε θαυμαστά στοιχεία για την τελείωση του: Προαισθάνθηκε το θάνατο του και έδωσε εντολή να ανοιχτεί τάφος για τον ενταφιασμό του. Μετά την εντολή αυτή προσβλήθηκε από ασθένεια που κράτησε έξι ημέρες. Την έκτη ημέρα ζήτησε από τους μαθητές του να τον μεταφέρουν σε μονή, όπου, αφού μετάλαβε των αχράντων μυοτηρίων, παρέδωσε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Τέλος, κατά την κοίμηση του, δύο αδέλφια, ευσεβείς χριστιανοί, είδαν σε όραμα τον όσιο, υποβασταζόμενο από άνδρες, να ανεβαίνει στους ουρανούς. Μετά το όραμα, πληροφορήθηκαν την τελευτή του οσίου.

     Η  Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίσττη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκαν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Η  Εκκλησία μας τιμά και τη μνήμη της Αγίας Βερονίκης της αιμορροούσας. Η Αγία καταγόταν από την πόλη Πανεάδα, όπου και έδρασε διακηρύσσοντας τη χριστιανική πίστη. Αξιώθηκε μάλιστα να συναντήσει τον Κύριο, που τη θεράπευσε από βασανιστική αιμορραγία - έτσι έλαβε και το όνομα της. Για να τιμήσει και να ευχαριστήσει τότε τον Κύριο, φιλοτέχνησε ένα λαμπρό ανδριάντα, τον οποίο και έστησε μπροστά από το σπίτι της για να τον προσκυνούν οι πιστοί. Στη συνέχεια η Βερονίκη έγινε μέλος της πρώτης Εκκλησίας, την οποία υπηρέτησε ταπεινά, καθ' όλο το βίο της. Η Αγία απεβίωσε εν ειρήνη, σε βαθιά γεράματα.

     Οι Άγιοι Τερέντιος και Νεονίλα μαρτύρησαν μαζί με τα -παιδιά τους Λυτή, Σάρβιλο, Ιέρακα, Θεόδουλο, Φωκά, Βήλη και Ευνίκη για τη δόξα του Χριστού. Ο Τερέντιος και η Νεονίλα έδωσαν στα παιδιά τους χριστιανική αγωγή, με γνώμονα τις επιταγές του Ευαγγελίου. Έτσι, όταν ξεκίνησε ο διωγμός εναντίον των χριστιανών και η οικογένεια έπρεπε να επιλέξει αν θα έφευγε για να σωθεί ή θα έμενε να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο, κανένα από τα μέλη της δεν επέλεξε το δρόμο της φυγής, αλλά όλοι μαζί αποφάσισαν να περιμένουν με καρτερία ό,τι επρόκειτο να συμβεί. Γρήγορα η οικογένεια, γνωστή καθώς ήταν για τη χριστιανική της δράση, συνελήφθη από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στο κριτήριο. Εκεί οι Άγιοι με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό, χωρίς να φοβηθούν τις συνέπειες. Έπειτα από την ομολογία τους υπέστησαν πλήθος βασανιστηρίων, τα οποία απέμειναν με υποδειγματική ευψυχία. Όταν οι ειδωλολάτρες συνειδητοποίησαν πως το φρόνημα των Αγίων δεν επρόκειτο να καμφθεί, όποιο μέσο κι αν χρησιμοποιούσαν, τους εκτέλεσαν με αποκεφαλισμό.

     Ο όσιος Βησσαρίων, καταγόταν από την Αίγυπτο και κατά την παιδική και νεανική του ηλικία είχε μάθει αρκετά καλά τα της χριστιανικής πίστης και λατρείας. Αποσύρθηκε στην έρημο για να υποτάξει την σάρκα στο πνεύμα του. Στον αγώνα του αυτό είχε βοηθό και συμπαραστάτη το θεό, τον οποίο ολόκαρδα ποθούσε. Η ζωή του υπήρξε συνυφασμένη με πολλά θαύματα. Πέθανε σε βαθιά γεράματα αφού πρώτα στερέωσε πολλούς στην πίστη.

     Ο Άγιος Βλάσιος έζησε και μαρτύρησε κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας του Λικινίου (308-323 μΧ.). Ο Βλάσιος, που είχε διατελέσει επίσκοπος Σεβαστείας, ήταν κάτοχος της ιατρικής επιστήμης, την οποία δε χρησιμοποίησε ποτέ για να αποκομίσει κέρδος, παρά μόνο για να θεραπεύει τους φτωχούς ασθενείς. Ο Άγιος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του σε ένα σπήλαιο, όπου αφιερώθηκε στην άσκηση. Όμως ο ειδωλολάτρης ηγεμόνας Αγρικόλας, που δίωκε τους χριστιανούς, διέταξε τη σύλληψη του Βλασίου. Όταν ο Άγιος παρουσιάσθηκε μπροστά του με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Οργισθείς ο ηγεμόνας έδωσε εντολή να βασανίσουν ανελέητα τον Άγιο. Αφού υπέμενε πολλά μαρτύρια οδηγήθηκε στη φυλακή. Τελικά οι ειδωλολάτρες αποκεφάλισαν τον Άγιο Βλάσιο.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα