Άγιοι από Α

 

    Ο Άγιος προφήτης Αββακούμ καταγόταν από τη φυλή του Συμεών και ήταν γιος του Σαφάτ. Μια από τις πιο συγκλονιστικές προφητείες του ήταν το ξερίζωμα των Ιουδαίων από τη γη τους και η μεταφορά τους στη Βαβυλώνα. Πράγματι ο Ναβουχοδονόσορας κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ το 586 π.Χ. και ο λαός -μαζί και ο προφήτης- εγκατέλειψε την πόλη. ΟΑββακούμ επέστρεψε έπειτα από αρκετά χρόνια στη χώρα του και μπόρεσε  έτσι να συνεχίσει το θεάρεστο έργο του.

     Ο προφήτης Αγγαίος καταγόταν από την ιερατική φυλή του Λευί. Γεννήθηκε και έζησε στη Βαβυλώνα την εποχή της αιχμαλωσίας των Ιουδαίων. Ο Αγγαίος μαζί με τον Ζαχαρία ενθουσίασαν και ενδυνάμωσαν τουςς Ιουδαίους προκειμένου να ανοικοδομήσουν το Ναό του Σολομώντα. Το συγγραφικό έργο του προφήτη είναι ενδεικτικό της πνευματικής του δύναμης και καθαρότητας και πλούσιο σε προφητικούς λόγους. Συγκεκριμένα ο Αγγαίος προφήτευσε την επιστροφή των Ιουδαίων στην Ιερουσαλήμ. Απεβίωσε εν ειρήνη και ενταφιάσθηκε κοντά στους τάφους των ιερέων.

      Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζονες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

      Η Αγία μάρτυς Ακυλίνη, η οποία έζησε στα χρόνια του Διοκλητιανού καταγόταν από την Παλαιστίνη, και μάλιστα από εύπορη και ευσεβή οικογένεια. Από πολύ νωρίς γνώρισε την ορθόδοξη αλήθεια και πλούτισε την ψυχή της με βαθιά πίστη. Οι γονείς της τη βάπτισαν όταν ήταν πέντε ετών και κατά τη διάρκεια του βίου της στάθηκαν στο πλευρό της, ενισχύοντας το φρόνημα και την πίστη της. 'Έτσι η Ακυλίνη, κορίτσι ακόμα, άρχισε να κηρύττει και μάλιστα προσήλκυσε πολλούς νέους στην αληθινή πίστη. Επιδόθηκε επίσης σε φιλανθρωπίες, βοηθώντας πνευματικά και υλικά τους φτωχούς και τους αδυνάτους. Η λαμπρή αυτή δράση της εξόργισε τον ηγεμόνα Ουλοσιανό, ο οποίος τη συνέλαβε και μέσω απειλών την πίεζε να αλλαξοπιστήσει. Η Αγία ακλόνητη δεν αρνήθηκε την πίστη της, γι' αυτό και υποβλήθηκε σε φρικτά βασανιστήρια. Τη μαστίγωσαν και στη συνέχεια άρχισαν να τρυπούν το κεφάλι της με πυρακτωμένα σουβλιά. Η Ακυλίνη συνέχισε να ομολογεί πως είναι χριστιανή και τότε ο Ουλοσιανός διέταξε να την αποκεφαλίσουν. Έτσι η Αγία έλαβε τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Αλέξανδρος αν και γέροντας 70 χρόνων δέχθηκε να περιοδεύσει στη Θράκη, Μακεδονία, Θεσσαλία για να δίδαξε και να γνωστοποιήσει τα ορθά δόγματα των αποφάσεων της Α' Οικ. Συνόδου της Νίκαιας. Διαδέχθηκε τον Πατριάρχη Μητροφάνη στην αρχιεπισκοπή της Κων/πόλεως σε βαθύ γήρας. Διακρίθηκε για την ευσέβεια, αρετή και αγαθότητα του.

      Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης. Η Αντωνίνα, με θαυμαστή σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, αφοσιώθηκε στην ορθή Πίστη αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις και ανέσεις. Για το λόγο αυτό συνελήφθη απ' τον Φήστο, ηγεμόνα της κωμόπολης Καρδάμου. Ακλόνητη συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, παρ' ότι γνώριζε το μαρτυρικό δρόμο που θα διένυε. Την έκλεισαν σε πορνείο και εκείνη νηστική προσευχόταν επί τρεις ημέρες. Την έσωσε ο Αλέξανδρος, παραπλανώντας όσους βρίσκονταν εκεί. Όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Φήστο, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν και τους δύο. Οι δήμιοι τους έκαψαν τα άκρα, τους περιέχυσαν με υγρή πίσσα και τους έριξαν σε πυρακτωμένο λάκκο. Εκεί παρέδωσαν την αγνή τους ψυχή στον Κύριο και έλαβαν τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου.

      Οι Άγιοι Ιουλιανός, Μαρκιανός, Ιωάννης, Ιάκωβος, Αλέξιος, Δημήτριος, Φώτιος, Πέτρος, Λεόντιος και Μαρία η Πατρικία μαρτύρησαν στην εποχή του αυτοκράτορα Λέοντος Γ, του εικονομάχου. Ο πατριάρχης Αναστάσιος άρχισε να εφαρμόζει το διάταγμα του 728, το οποίο είχε εκδώσει ο Λέων. Όταν λοιπόν ένας αξιωματικός κατέβασε την εικόνα του Χριστού, οι χριστιανοί που έγιναν μάρτυρες του εγκλήματος εξοργίσθηκαν και έριξαν τον αξιωματικό από τη σκάλα στην οποία ήταν ανεβασμένος, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί. Τότε ο αυτοκράτορας διέταξε τη θανάτωση πολλών εξ αυτών των χριστιανών, μεταξύ των οποίων και οι μάρτυρες των οποίων τη μνήμη γιορτάζουμε σήμερα.

     Ο Αλέξιος, που προσαγορεύτηκε άνθρωπος του  θεού, καταγόταν από τη Ρώμη. Ήταν γιος του Ευφημιανού και της Αγλαΐδος, που ήταν πλούσιοι και ανήκαν σε αρχοντική γενιά. Ο ίδιος από πολύ νωρίς ένιωσε την επιθυμία να υπηρετήσει τον Κύριο, ο πατέρας του όμως τον ανάγκασε να παντρευτεί. Την ώρα του γάμου του έφυγε κρυφά από τη Ρώμη και στη συνέχεια αποσύρθηκε στην Έδεσσα της Μεσοποταμίας. Εκεί διέμεινε δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια, φορώντας φθαρμένα ρούχα και τρεφόμενος μόνο από την πίστη και τη φιλευσπλαχνία των χριστιανών. Η ξεχωριστή αρετή του ωθούσε χιλιάδες πιστούς να τρέξουν να τον συναντήσουν. Μετά την Έδεσσα πήγε στη Ρώμη, όπου εγκαταστάθηκε κοντά στο πατρικό του σπίτι, χωρίς να αποκαλύψει σε κανέναν την ταυτότητα του. Υπέστη μάλιστα τρομερές ταπεινώσεις από τους υπηρέτες του δικού του σπιτιού, χλευασμοούς και ειρωνείες. Όταν πλησίασε το μακάριο τέλος του -γεγονός που προαισθάνθηκε- έγραψε σ' ένα κομμάτι χαρτί το όνομα του και την καταγωγή του και το κρατούσε στην παλάμη του. Αμέσως μετά την κοίμηση του διαβάσθηκε το χαρτί από το βασιλιά Ονώριο και έτσι έγιναν γνωστά τα σχετικά με τον Άγιο.

     Ο όσιος Αλύπιος γεννήθηκε επί αυτοκρατορίας Ηρακλείου στην Αδριανούπολη της Παφλαγονίας. Ανετράφη από ευσεβείς χριστιανούς, οι οποίοι φρόντισαν να διαμορφώσει ο Αλόπιος χριστιανικό ήθος. Από νεαρή ηλικία επιθυμούσε να αφιερωθεί στον ασκητικό βίο. Έτσι, μοίρασε όλη την περιουσία που κατείχε στους φτωχούς και αποσύρθηκε στην έρημο, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του ασκούμενος στην εγκράτεια. Στον όσιο προσέτρεχαν πολλοί άνθρωποι που αναζητούσαν τη γαλήνη, τους οποίους ο Αλύπιος καθοδηγούσε με σύνεση. Έζησε εκατό χρόνια, από τα οποία τα εξήντα έξι τα πέρασε πάνω σε κίονα

     Ο Άγιος Αμβρόσιος γεννήθηκε το 335 μ Χ. στα Τρέβηρα. Ο πατέρας του που ήταν έπαρχος της Γαλλίας, πέθανε πρόωρα και η μητέρα του κατέφυγε στην Ρώμη προκειμένου να συνεχίσει την ανατροφή των παιδιών της. Ο Αμβρόσιος λόγω της μόρφωσης και των πνευματικών του αρετών έγινε μέλος της συγκλήτου. Επειδή μάλιστα οι αποφάσεις που έπαιρνε ήταν αλάνθαστες τιμήθηκε με το αξίωμα του ηγεμόνα της Άνω Ιταλίας. Όταν αργότερα πέθανε ο αρχιερέας των Μεδιολάνων - Μιλάνου- και παρ΄ ότι ο Άγιος δεν είχε ακόμη βαπτισθεί, ανέλαβε τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, αφού σε λίγες μέρες πήρε και τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Από την θέση αυτή δίδαξε το ποίμνιό του και το προστάτευσε από τις αιρέσεις. Συνέγραψε επίσης πολλά βιβλία, στα οποία αντιμαχόταν τους αιρετικούς. Για τον Αγιο έχει καταγραφεί το εξείς ιστορικό: Όταν κάποτε ο Θεοδόσιος ο Α΄ υπεύθυνος του αιματηρού δράματος της Θεσσαλονίκης πήγε στα Μεδιόλανα, εμποδίστηκε από τον Άγιο και δεν κατόρθωσε να εισέλθει στην εκκλησία. Ο ιερός πατέρας μας με θαυμαστό θάρρος ανακοίνωσε  στη συνέχεια στον αυτοκράτορα ότι του απαγορεύει την είσοδο στο Ναό αν δεν μετανοήσει. Με  αυτά και άλλα πολλά κόσμησε το βίο του ο Άγιος και το έτος 397 μ.Χ. εξεδήμησε ειρηνικά  προς Κύριον.

     Ο προφήτης Δανιήλ ήταν ένας από τους τέσσερις μείζονες προφήτες. Καταγόταν από βασιλική οικογένεια, που ανήκε στη φυλή του Ιούδα. Προφήτευσε επί εβδομήντα έτη προμηνύοντας την έλευση του Σωτήρα Ιησού Χριστού. Έζησε αυστηρό βίο και αρνήθηκε κάθε εγκόσμια απόλαυση. Όταν ο βασιλιάς Ναβουχοδονόσορ κατέστρεψε την ΙΙερουσαλήμ, ο Δανιήλ μαζί με τους παίδες Ανανία, Αζαρία και Μισαήλ αιχμαλωτίσθηκαν και οδηγήθηκαν στη Βαβυλώνα. Οι Τρεις Παίδες, επειδή δεν υπάκουσαν στη διαταγή του βασιλιά να προσκυνήσουν μια χρυσή εικόνα, ρίχθηκαν σε πυρακτωμένη κάμινο, από την οποία με θεία παρέμβαση βγήκαν αβλαβείς αφού τους φρόντιζε άγγελος Κυρίου.

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Ο Άγιος Αμφιλοχίας καταγόταν από την Καππαδοκία. Έζησε επί αυτοκρατορίας Ουαλεντινιανού Α', Ουάλεντος και Θεοδοσίου Α' του Μεγάλου. Το 344 χειροτονήθηκε επίσκοπος Ικονίου, αξίωμα στο οποίο υπηρέτησε με σύνεση και αρετή. Δίδασκε την ορθή πίστη, όταν αυτή απειλούνταν από τους αιρετικούς Μακεδόνιο και 'Άρειο. Υπήρξε ένας από τους Πατέρες που συγκρότησαν το 381 μΧ. στην Κωνσταντινούπολη τη Β' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία καταδίκασε τις κακοδοξίες. Αφού ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός και αφού αγωνίσθηκε για την υπεράσπιση της Ορθοδοξίας απεβίωσε ειρηνικά το 394 μΧ.

     Ο Άγιος προφήτης Αμώς καταγόταν από το χωριό Θεκουέ της γης Ζαβουλών. Ήταν αιγοβοσκός και ζούσε ταπεινά και με εγκράτεια,  γι' αυτό και αξιώθηκε από τον Κύριο του χαρίσματος της προφητείας. Έδρασε προφητικά στα χρόνια του βασιλιά Οζία, προετοιμάζοντας το λαό για το μεγάλο γεγονός της ενανθρώπησης του θεού. Ανδρείος -ας σημειωθεί ότι έτσι ερμηνεύεται το όνομα του στα ελληνικά- υπέμεινε τις επιθέσεις των συμπατριωτών του που είχαν παρασυρθεί στην ειδωλολατρία, ενάντια στους οποίους και αγωνιζόταν. Τελικά, χτυπημένος βαριά από κάποιον εχθρό της πίστης, εξεδήμησε προς Κύριον, για να ξεκουράσει αιώνια την αγνή ψυχή του.

     Ο Άγιος Απόστολος Ανανίας καταγόταν από τη Δαμασκό της Συρίας. Η δύναμη της πίστης του και ο άμεμπτος βίος του εκτιμήθηκαν από τον θεό, ο οποίος με όραμα του ανέθεσε να βρει τον Σαύλο, που δίωκε ανελέητα τους χριστιανούς, και να τον κατηχήσει στη χριστιανική θρησκεία. Πράγματι, ο Ανανίας υπάκουσε, αναζήτησε τον Σαύλο και με τη διδασκαλία του, του έδειξε το δρόμο της αλήθειας. Ο Σαύλος βαπτίσθηκε και έπειτα με το όνομα Παύλος έγινε ο Απόστολος των εθνών. Οι αρετές του εκτιμήθηκαν και από τους χριστιανούς της Δαμασκού, οι οποίοι του ζήτησαν να δεχθεί τον επισκοπικό θρόνο. Ο Ανανίας θεράπευσε πολλούς αρρώστους, ενώ με το κήρυγμα του έφερε πλήθος ειδωλολατρών στο δρόμο του θεού. Η χριστιανική του δράση όμως εξόργισε τον ηγεμόνα Λουκιανό, ο οποίος διέταξε να συλληφθεί και υποβληθεί σε βασανιστήρια. Παρά τα μαρτύρια του ο Ανανίας δε δεχόταν να αρνηθεί την πίστη του. Τότε οι ειδωλολάτρες τον έβγαλαν έξω από την πόλη, όπου τον θανάτωσαν με λιθοβολισμό.

     ΑΝΑΡΓΥΡΟΣ - Οι Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός έζησαν την εποχή του που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Καρίνος. Ήταν αδέλφια και κατείχαν σε ύψιστο βαθμό την ιατρική επιστήμη, την οποία έθεταν στην υπηρεσία των ανθρώπων, αλλά και του Χριστού, αφού το μόνο αντάλλαγμα που ζητούσαν από τους ασθενείς ήταν να πιστέψουν στη δύναμη του Κυρίου. Γι΄ αυτό και ονομάσθηκαν Ανάργυροι. Μάλιστα όταν κάποιος εύπορος τους πίεζε να δεχτούν χρήματα για να τους ευχαριστήσει για την θεραπεία του, οι Άγιοι Ανάργυροι του ζητούσαν να δώσει το πόσο σε κάποιον φτωχό ασθενή. Παρά την φιλεύσπλαχνη δράση τους όμως, οι δυο Άγιοι διώχτηκαν από τον αυτοκράτορα Καρίνο εξαιτίας της χριστιανικής πίστης τους. Ο Άρχοντας τους ζήτησε να αρνηθούν τον Χριστό, αλλά αυτοί όχι μόνο δεν υποχώρησαν, παρά κατάφεραν, με θαύμα που επιτέλεσαν, να αποδείξουν στον αυτοκράτορα την πλάνη του και να του δείξουν τον δρόμο της σωτήριας. Μια μέρα που οι Άγιοι μάζευαν θεραπευτικά βότανα σε κάποιο βουνό, ο δάσκαλός τους από φθόνο τους επιτέθηκε με πέτρες και τους δολοφόνησε.

     Η Αγία Αναστασία έζησε κατά τους χρόνους που αυτοκράτορες ήταν ο Δέκιος (249-251 μΧ.) και ο Γάλλος (251-253 μΧ.) και μαρτύρησε επί αυτοκρατορίας Βαλεριανού (253-259 μ.Χ.). Καταγόταν από πλούσια οικογένεια της Ρώμης. Όταν οι γονείς της πέθαναν η Αναστασία μοίρασε την περιουσία που κληρονόμησε στους φτωχούς και αφιερώθηκε στο μοναστικό βίο. Κάποια μέρα όμως εισέβαλαν στο μοναστήρι όπου ησύχαζε ειδωλολάτρες, και συνέλαβαν την Αγία. Η Αναστασία οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Πρόβο, μπροστά στον οποίο ομολόγησε άφοβα την πίστη της στον Χριστό. Η Αγία βασανίσθηκε σκληρά μετά την ομολογία της και τελικά, ο Πρόβος διέταξε τον αποκεφαλισμό της.

     Η οσία Μητέρα μας Αναστασία  καταγόταν από πλούσιους και ευγενείς γονείς και ανατράφηκε σύμφωνα με τις βουλές του Κυρίου. Κατείχε μάλιστα τον τιμητικό τίτλο της πρώτης πατρικίας του βασιλιά, γεγονός που δεν την εμπόδιζε να αγωνίζεται με σεμνότητα για το καλό και την αλήθεια. Τα χαρίσματα της όμως φθόνησε η βασίλισσα Θεοδώρα, η οποία και έψαχνε να βρει τρόπο να την βλάψει. Για το λόγο αυτό η Αναστασία έφυγε για την Αλεξάνδρεια και στη συνέχεια αποσύρθηκε σ' ένα μέρος ονομαζόμενο Πέμπτο, οπού και ανήγειρε μοναστήρι. Εκεί ησύχασε η ψυχή της και αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στον Κύριο. Μετά το θάνατο της Θεοδώρας, ο βασιλιάς άρχισε να την αναζητά. Από τα δίχτυα του βασιλιά την έσωσε ο αβάς Δανιήλ, ο οποίος αφού την εξομολόγησε την έντυσε με ανδρικά ρούχα, την ονόμασε Αναστάσιο ευνούχο και την οδήγησε σε μια σκήτη συμβουλεύοντας την να μην εξέλθει ποτέ. Έτσι έγινε και η οσία παρέμεινε έγκλειστη είκοσι οχτώ ολόκληρα χρόνια στη σκήτη, με μοναδική συντροφιά την πίστη και τις προσευχές της. Για το μοναδικό αυτό αγώνα της η Αναστασία αξιώθηκε από τον Κοριό να προαισθανθεί την εκδημία της, και γι' αυτό μάλιστα κάλεσσε το γέροντα Δανιήλ να την κηδεύσει. Αφού μετάλαβε και προσευχήθηκε, παρέδωσε εν ειρήνη το πνεύμα της στον Κύριο.

     Η Αγία Μεγαλομάρτυς Αναστασία έζησε την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού. Ο πατέρας της ήταν ειδωλολάτρης και η μητέρα της ήταν χριστιανή. Η Αναστασία  από πολύ νέα και με την βοήθεια της μητέρας της, διδάχτηκε την χριστιανική αλήθεια και διαμόρφωσε δυνατό φρόνημα. Μάλιστα αν και νυμφεύτηκε (παρά την θέληση της) κάποιον ειδωλολάτρη, συνέχισε το θεάριστο έργο της και διατήρησε τη σωματική και πνευματική της αγνότητα. Τελούσε ελεημοσύνες και συχνά με την βοήθεια της υπηρέτριάς της έμπαινε  στις φύλακες και ενθάρρυνε τους αιχμάλωτους χριστιανούς. Τη δράση της έμαθε ο άνδρας της Πούπλιος, ο οποίος διέταξε να την κλείσουν φυλακή. Για την πράξη του όμως αυτή, ο Πούπλιος  τιμωρήθηκε από τον Θεό. Σε κάποιο ταξίδι που έκανε, πνίγηκε και  έτσι η Αναστασία ελευθερώθηκε και συνέχισε το έργο της. Λίγα χρόνια αργότερα συνελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και αφού υπέστη φρικτά βασανιστήρια, ετελειώθη δια αποκεφαλισμού. Η Αγια έτσι στεφανώθηκε με τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου και ανήλθε προς τον Κύριο.

     Ο Οσιομάρτυρας Αναστάσιος έζησε επί βασιλείας Χοσρόη και ήταν Πέρσης. Ήταν γιος μάγου και αρχικά ονομάζονταν Μαγουνδάτ. Όταν το 614 μ,Χ. οι Πέρσες κατέλαβαν τα Ιεροσόλυμα, εκτός από πολλούς αιχμάλωτους, πήραν μαζί τους και τον Τίμιο Σταυρό. Στην χώρα των Περσών τελούνταν πολλά θαύματα γεγονός που γέννησε στην ψυχή του Μαγουνδατ την επιθυμία να γνωρίσει περισσότερα για τον Χριστό. Τελικώς ασπάστηκε την χριστιανική πίστη και βαπτίστηκε στα Ιεροσόλυμα, όπου και πήρε το όνομα Αναστάσιος. Ο Όσιος θέλησε να προσηλυτίσει στο χριστιανισμό και άλλους ειδωλολάτρες. Όταν βρισκόταν στην Καισαρεία, δήλωσε σε ομοεθνείς του ότι είναι χριστιανός και γι΄αυτό συνελήφθη και βασανίστηκε σκληρά. Έπειτα από πολλά μαρτυρία, οι ειδωλολάτρες τον αποκεφάλισαν.

     Ο Άγιος Πατέρας μας Ανατόλιος έγινε πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως το έτος 449 μ.Χ., επί βασιλείας του Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-450 μ.Χ.), διαδεχθείς στον πατριαρχικό θρόνο τον Φλαβιανό. Την εκλογή του Ανατολίου υποστήριξε ο μονοφυσίτης πατριάρχης Αλεξάνδρειας Διόσκορος Α' (444-451 μΧ.) με την ελπίδα ότι θα μπορούσε να έχει τον Άγιο υποχείριο του. Όμως ο αιρετικός πατριάρχης διαψεύστηκε, καθώς ο Ανατόλιος όχι μόνο δεν ασπάσθηκε την κακοδοξία των μονοφυσιτών, αλλά την καταδίκασε με την Α' Σύνοδο, που συνήλθε στη Χαλκηδόνα το 451 μ.Χ. Στην ίδια Σύνοδο μάλιστα ο Ανατόλιος υπέγραψε και την καθαίρεση του κακόδοξου Διόσκορου. Επί της πατριαρχίας του, επίσης, ανακομίσθηκαν στην Κωνσταντινούπολη τα λείψανα των Σαράντα Αγίων που είχαν μαρτυρήσει στη Σεβάστεια. Ο Άγιος Ανατόλιος προσέφερε τα μέγιστα στην Ορθοδοξία από το αξίωμα που κατείχε και ωφέλησε με το έργο του σημαντικά την Εκκλησία. Το έτος 458 μΧ. βρήκε το θάνατο από τους αιρετικούς, παραδίδοντας ένδοξους το πνεύμα του στον Κύριο. Στον πατριαρχικό θρόνο τον διαδέχθηκε ο Γεννάδιος Α" (458-471 μ.Χ.).

     Ο Άγιος Ανδρέας καταγόταν από την Κρήτη. Ήταν άνθρωπος που διακρινόταν για την εξαίρετη διάνοια του και την προσήλωση του στα δόγματα της ορθής πίστης. Πληροφορηθείς ότι ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Κοπρώνυμος (741-775 μ Χ.) είχε, ξεκινήσει διωγμό εναντίον των χριστιανών που σέβονταν και προσκυνούσαν τις άγιες εικόνες μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ελέγξει τον ευσεβή αυτοκράτορα. Όταν όμως εμφανίσθηκε στον Κωνσταντίνο και με το λόγο του στηλίτευσε τις ανόσιες πράξεις του, ο αυτοκράτορας, διέταξε να τον βασανίσουν και στη συνέχεια τον παρέδωσε σε όχλο εικονομάχων. Αυτοί τον έσυραν έξω από την πόλη, όπου ένας ψαράς τον θανάτωσε με το μαχαίρι του. Το τίμιο λείψανο του ετάφη από χριστιανούς σε έναν τόπο που ονομαζόταν Κρίσις 

     Ο Άγιος Ανδρέας, αρχιεπίσκοπος Κρήτης, γεννήθηκε στη Δαμασκό της Συρίας το 660 μ.Χ. από θεοφιλείς και ενάρετους γονείς, τον Γεώργιο και τη Γρηγορία. Κατείχε σε μεγάλο βαθμό τις επιστήμες της φιλολογίας και της φιλοσοφίας και επιδόθηκε με ζήλο στη μελέτη των ιερών γραφών. Διακρίθηκε για τη θεολογική κατάρτιση και την αρετή του, ώστε ο πατριάρχης Ιεροσολύμων τον έστειλε στην ΣΤ' Οικουμενική Σύνοδο, που συγκλήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 680 μ Χ., με σκοπό να καταδικάσει την αίρεση του μονοθελητισμού. Οι οπαδοί της αίρεσης αυτής υποστήριζαν ότι η θέληση του Ιησού είναι μία, η θεία. Η ΣΤ~ Οικουμενική Σύνοδος όρισε ότι ο Χριστός έχει και θεία και ανθρώπινη θέληση, με τη διαφορά ότι η ανθρώπινη υποτάσσεται στη θεία. Η προσφορά του Ανδρέα στη μάχη κατά των αιρετικών εκτιμήθηκε από τους κύκλους της Εκκλησίας, με αποτέλεσμα ο Άγιος να αναλάβει τη διεύθυνση του ορφανοτροφείου Άγιος Παύλος». Το έργο που ανέπτυξε ο Ανδρέας από τη θέση του αυτή τον ανέδειξε σε αρχιεπίσκοπο Κρήτης (712 μΧ περίπου). Το έτος 740 μΧ ο Άγιος Ανδρέας παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ενώ βρισκόταν στο πλοίο που τον μετέφερε στην Κρήτη.

     Ο Άγιος Ανδρέας ήταν αξιωματικός του ρωμαϊκού στρατού επί αυτοκρατορίας του ασεβούς Μαξιμιανού (286-305 μ.Χ.). Όταν οι ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας απειλούνταν από τους Πέρσες ο αρχιστράτηγος Αντίοχος ανέθεσε στον Ανδρέα την αρχηγία ενός σώματος στρατιωτών, με σκοπό να πολεμήσει τους εισβολείς. Ο Ανδρέας παρακίνησε τους στρατιώτες του να προσευχηθούν στον θεό των χριστιανών για να τους χαρίσει τη νίκη. Πράγματι η προσευχή ανύψωσε το ηθικό των στρατιωτών, οι οποίοι συνέτριψαν τους Πέρσες. Όταν ο Αντίοχος πληροφορήθηκε ότι οι στρατιώτες του είχαν μυηθεί στο χριστιανισμό έστειλε 1.000 άνδρες για να τους αφοπλίσουν. Όμως χάρη στο κήρυγμα του Ανδρέα πίστεψαν στον Χριστό και οι απεσταλμένοι του Αντιόχου, γεγονός που εξόργισε τον αρχιστράτηγο, ο οποίος έστειλε ανθρώπους της εμπιστοσύνης του με τη διαταγή να φονεύσουν όλους τους χριστιανούς στρατιώτες. Η διαταγή του εξετελέσθη και θανατώθηκαν δια ξίφους 2.593 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων και ο Ανδρέας. Με το μαρτυρικό αυτό θάνατο ο Άγιος Ανδρέας και οι συν αυτώ έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Απόστολος Ανδρέας ήταν αδελφός του ένδοξου Απόστολου Πέτρου. Καταγόταν από την Βηθσαΐδα της Γαλιλαίας και ασκούσε το επάγγελμα του ψαρά μέχρι που ο Κύριος τον κάλεσε κοντά Του. Ονομάστηκε Πρωτόκλητος γιατί ήταν ο πρώτος που κλήθηκε και ακολούθησε τον Χριστό. Μετά την επιφοίτηση του Άγιου Πνεύματος ο Ανδρέας κληρώθηκε να διδάξει τον ευαγγελικό λόγο στη Βιθυνία, στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου, στη Θράκη, στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Έπειτα από πολλές περιοδείες, δίδαξε στους ανθρώπους το Ευαγγέλιο της σωτήριας, ο Ανδρέας κατέληξε στην Πάτρα της Αχαΐας. Στον τόπο αυτό έμεινε καιρό κηρύττοντας τη χριστιανική πίστη. Τα θαύματα που έκανε γιατρεύοντας πολλούς ασθενείς, έγιναν η αιτία να πιστέψει στον Κύριο μεγάλο πλήθος κόσμου. Μεταξύ αυτών ήταν και η σύζυγος του ανθύπατου Αιγεάτη, η Μαξιμίλλια, καθώς και ο αδελφός του ο μαθηματικός Στρατοκλής. Πληροφορηθείς ο Αιγεάτης ότι η σύζυγος και ο αδελφός του έγιναν χριστιανοί, διέταξε να σταυρώσουν τον Ανδρέα. Με αυτόν τον μαρτυρικό θάνατο παρέδωσε το πνεύμα του στον Κύριο ο Άγιος.

      Η Εκκλησία μας (18 –5) τιμά τη μνήμη των Αγίων 8 μαρτύρων: Πείρου, Διονυσίου, Χριστίνης παρθένου, Ανδρέου, Παύλου, Βενεδίμου, Παυλίνου και Ηρακλείου. Αυτοί οι Άγιοι μαρτύρησαν στα χρόνια του αυτοκράτορα Δεκίου, τον 3ο μΧ. αιώνα. Ο πρώτος, ο Άγιος μάρτυρας Πέτρος, καταγόταν από τη Λάμψακο της Μικρός Ασίας. Συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον άρχοντα για να θυσιάσει στην Αφροδίτη. Εκείνος όμως άκαμπτος ομολόγησε την πίστη του στον Κοριό και τιμωρήθηκε με φριχτά βασανιστήρια προτού παραδοθεί τελικά στον δήμιο. Ο Παύλος και ο Ανδρέας ήταν από τη Μεσοποταμία και συνυπηρετούσαν στο στρατό του Δεκίου. Όταν έφτασαν στην Αθήνα αφιερώθηκαν στη χριστιανική πίστη και έτσι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν μαζί με τον Διονύσιο και τη Χριστίνα. Ο Παύλος, ο Ανδρέας, ο Διονύσιος και η Χριστίνα βασανίσθηκαν σκληρά, χωρίς να πτοηθούν από τα μαρτύρια. Στο τέλος λιθοβολήθηκαν όλοι μαζί, ενώ η Χριστίνα αποκεφαλίσθηκε. Το μένος των ειδωλολατρών δέχθηκαν και οι Άγιοι μάρτυρες Βενέδιμος, Παυλίνος και Ηράκλειος, οι οποίοι δρούσαν στην Αθήνα. Συνελήφθησαν και στη συνέχεια αποκεφαλίσθηκααν λαμβάνοντας το στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος έζησαν και μαρτύρησαν κατά τα χρόνια που αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Πρόβος καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας, ο Ανδρόνικος ήταν από την Έφεσο της Ιωνίας και ο Τάραχος, ο οποίος ήταν στρατιωτικός και βρισκόταν σε προχωρημένη ηλικία όταν ξέσπασε ο διωγμός, καταγόταν από την Ιλλυρία. Ήταν άνθρωποι θεοσεβείς και γνώριζαν σε βάθος τις ιερές γραφές. Γι' αυτό ο ηγεμόνας της Ταρσού Μαξέντιος ζήτησε να συλληφθούν και να οδηγηθούν μπροστά του οι τρεις άνδρες με την κατηγορία ότι ήταν χριστιανοί. Οι Άγιοι παρουσιάσθηκαν στον Μαξέντιο και ομολόγησαν με παρρησία την πίστη τους στον Χριστό. Μετά την ομολογία τους οι ειδωλολάτρες τους υπέβαλαν σε πολλά βασανιστήρια. Συγκεκριμένα, οι δήμιοι του Μαξεντίου, αφού τους συνέτριψαν το σώμα, τους έκοψαν τα αυτιά και τη γλώσσα και τους καταξέσχισαν τις σάρκες, θανάτωσαν και τους τρεις ομολογητές της πίστης με μαχαίρι. Με αυτό το μαρτυρικό θάνατο ετελειώθησαν οι Άγιοι Τάραχος, Πρόβος και Ανδρόνικος, οι οποίοι ανήλθαν στεφανηφόροι στη βασιλεία των ουρανών.

     Ο όσιος Ανδρόνικος και η συμβία του κατάγονταν από την Αντιόχεια της Συρίας. Η εργασία του Ανδρόνικου, ο οποίος ήταν αργυραμοιβός, τους προσέφερε ζωή εύπορη. Από το γάμο του το ζευγάρι απέκτησε δυο παιδιά, τα οποία όμως πέθαναν. Ο πόνος και των δύο ήταν πολύ μεγάλος και για να παρηγορηθούν βρήκαν καταφύγιο στο Χριστό. Αφού μοίρασαν την περιουσία τους στους φτωχούς, έφυγαν από την Αντιόχεια και πήγαν να προσκυνήσουν στους Αγίους Τόπους. Έπειτα αποφάσισαν να αποσυρθούν σε μοναστήρι. Απεβίωσαν εν ειρήνη.

     Οι Άγιοι Σίλας, Σιλουανός, Κρήσκης, Επαινετός και  Ανδρόνικος ανήκαν στους εβδομήντα μαθητές του Κυρίου. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο στην Καρχηδόνα και στην Ιταλία και βάπτισαν πλήθος ειδωλολατρών. Προκειμένου να εκτελέσουν το έργο τους οι Άγιοι υπέστησαν πολλές κακουχίες, τις οποίες αντιμετώπισαν με θάρρος. Ο Σίλας μάλιστα φυλακίστηκε στους Φιλίππους της Μακεδονίας μαζί με τον Απόστολο Παύλο, τον οποίο και ακολούθησε σε πολλές περιοδείες του. Αργότερα έγινε επίσκοπος Κορίνθου. Ο Κρήσκης χειροτονήθηκε επίσκοπος Καρχηδόνας, ο Σιλουανός επίσκοπος Θεσσαλονίκης, ενώ ο Επαινετός επίσκοπος Καρθαγένης.

     Οι Άγιοι Απόστολοι Ανδρόνικος και Ιουνία ξεχώρισαν για τον ένθεο ζήλο τους, καθώς προσήλκυσαν χιλιάδες πιστούς στην αληθινή θεογνωσία. Με τη θαυμαστή τους άσκηση κατόρθωσαν να νεκρώσουν τα σαρκικά πάθη και ανέπτυξαν μια αγνή φιλία, αποδεικνύοντας ότι δεν υπάρχουν πράγματα ακατόρθωτα για όσους διαθέτουν την δύναμη της πίστης. Η επικοινωνία των δυο αυτών ψυχών, που βασιζόταν στο χριστιανικό φρόνημα, ήταν η βάση του λαμπρού έργου τους. Οι Άγιοι Απόστολοι αγωνίσθηκαν με επιτυχία ενάντια στην πλάνη των ειδώλων. Κατέστρεψαν πολλούς ειδωλολατρικούς ναούς και στη θέση τους έχτισαν εκκλησίες, ανοίγοντας έτσι το δρόμο της αλήθειας για τους συνανθρώπους τους. Προικισμένοι με το χάρισμα της θαυματουργίας, θεράπευσαν ανίατους και έδωσαν κουράγιο και δύναμη σε όσους είχαν ανάγκη. Συνεργάσθηκαν με τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος τους μνημονεύει και στην προς Ρωμαίους επιστολή του: «Χαιρετήστε τον Ανδρόνικο και την Ιουνία, τους συμπατριώτες μου και συντρόφους μου στη φυλακή, οι οποίοι είναι διακεκριμένοι μεταξύ των αποστόλων και προσήλθαν στον Χριστό πρωτύτερα από μένα». Ο Ανδρόνικος και η Ιουνία, αφού ολοκλήρωσαν το χριστιανικό τους έργο, παρέδωσαν το πνεύμα τους εν ειρήνη στον Κύριο.

     Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Αφθόνιος, Πηγάσιος, Ελπιδοφόρος και Ανεμπόδιστος κατάγονταν από την Περσία και ήταν αξιωματούχοι του βασιλιά Σαπώρ Β' (325-379 μΧ.). Ο Ακίνδυνος, ο Πηγάσιος και ο Ανεμπόδιστος είχαν ασπασθεί τη χριστιανική θρησκεία και για το λόγο αυτό συνελήφθησαν και βασανίσθηκαν. Κατά τη διάρκεια του μαρτυρίου τους ήταν παρών και ο ίδιος ο βασιλιάς, ο οποίος βλασφημούσε τον Ιησού Χριστό. Οι Άγιοι δεν μπορούσαν να ανεχθούν τις ύβρεις του Σαπώρ και γι' αυτό με την προσευχή τους του αφαίρεσαν τη φωνή. Ο βασιλιάς έπειτα διέταξε να τοποθετήσουν τους Αγίους σε πυρακτωμένα σιδερένια κρεβάτια. Όταν όμως εκτελέσθηκε η διαταγή του ξέσπασε νεροποντή, η οποία έσβησε τη φωτιά. Βλέποντας το θαύμα αυτό ο παρευρισκόμενος Αφθονίας πίστεψε στη δύναμη του Χριστού και γι' αυτό αποκεφαλίσθηκε. Έπειτα οι δήμιοι τοποθέτησαν τους Αγίους μέσα σε δέρματα βοδιών και τους έριξαν στη θάλασσα. Όμως οι Άγιοι διασώθηκαν με θεία επέμβαση. Ο Ελπιδοφόρος και άλλοι επτά χιλιάδες άνθρωποι που είδαν το θαύμα πίστεψαν στον Ιησού Χριστό και για το λόγο αυτό ο βασιλιάς διέταξε να αποκεφαλίσουν και αυτούς. Οι Άγιοι Ακίνδυνος, Πηγάσιος και Ανεμπόδιστος ετελειώθησαν σε πυρακτωμένη κάμινο.

     Ο Άγιος Άνθιμος έζησε και μαρτύρησε στα τέλη του 3ου αιώνα μΧ. Γεννήθηκε στη Νικομήδεια. Ήταν πολύ αγαπητός ανάμεσα στους χριστιανούς της πόλης του, οι οποίοι εκτιμούσαν ιδιαίτερα τις αρετές του, τη δύναμη της πίστης και των λόγων του αλλά και τον ηθικό βίο του. Ήταν άριστος γνώστης των θείων αληθειών και είχε μελετήσει σε βάθος τις ιερές γραφές. Έπειτα από θερμές παρακλήσεις των συμπολιτών του, ο Άγιος δέχθηκε να γίνει επίσκοπος της πόλης. Από το αξίωμα του αυτό ο Άνθιμος συνέχισε με πολλή αγάπη να διδάσκει το λόγο του Ευαγγελίου και να προσφέρει παρηγοριά στις ψυχές των πιστών. Όταν ο Διοκλητιανός ξεκίνησε το διωγμό κατά των χριστιανών, ο Άνθιμος συνελήφθη και οδηγήθηκε μπροστά στον αυτοκράτορα. Ο Διοκλητιανός έδειξε στον Άνθιμο τα όργανα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ειδωλολάτρες για να βασανίζουν τους χριστιανούς, πιστεύοντας ότι με αυτό τον τρόπο θα τρόμαζε τον Άγιο και θα τον έπειθε να αρνηθεί την πίστη του. Ο Άγιος όμως δε φοβήθηκε και με θάρρος ομολόγησε την πίστη του στον Χριστό. Μετά από αυτή τη δήλωση του Ανθίμου οι ειδωλολάτρες, αφού τον βασάνισαν, τελικά τον θανάτωσαν με αποκεφαλισμό.

     Η όσια Ανθούσα ήταν κόρη του βασιλιά Κωνσταντίνου του Κοπρώνυμου. Ο πατέρας της την πίεζε συνεχώς να παντρευτεί, αλλά η Ανθούσα ήταν αποφασισμένη να αφιερώσει τη ζωή της στην υπηρεσία του Κυρίου της. Όταν πέθανε ο πατέρας της και αφού μοίρασε όλη την περιουσία της στους φτωχούς και στους αδύναμους, πήρε την απόφαση να ασπασθεί το μοναχικό βίο. Εκάρη μοναχή από τον άγιο πατριάρχη Ταράσιο στη Μονή της Ομονοίας. Στο μοναστήρι υπήρξε υπόδειγμα για τις πνευματικές αδελφές της και παρέδωσε εκεί το πνεύμα της, σε ηλικία πενήντα δύο χρόνων.

     Οι τριάντα τρεις μάρτυρες έζησαν την εποχή που αυτοκράτορες των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός και ο Μαξιμιανός. Πρώτος συνελήφθη για την πίστη του ο Ιέρων, ο οποίος καταγόταν από τα Τύανα της Καππαδοκίας και ασκούσε το επάγγελμα του γεωργού. Όταν ξέσπασε ο διωγμός κατά των χριστιανών ο έπαρχος Αγρικόλας, που γνώριζε καλά ότι ο Ιερών κήρυττε τον ευαγγελικό λόγο σε κάθε ευκαιρία, διέταξε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν ενώπιον του προκειμένου να τον ανακρίνει ο ίδιος. Μπροστά στον έπαρχο ο Ιερών δεν ένιωσε φόβο, αλλά γενναία ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό. Έπειτα από την ομολογία αυτή ο Αγρικόλας διέταξε να βασανίσουν τον Άγιο και να του κόψουν το αριστερό του χέρι. Ο Ιερών υπέστη τρομερά βασανιστήρια, αλλά δε λύγισε, παρά υπέμενε τα μαρτύρια του με υποδειγματική καρτερία. Λίγες μέρες αργότερα συνελήφθησαν και οι χριστιανοί Νίκανδρος, Ησύχιος, Βάραχος, Μαξιμιανός, Καλλίνικος, Ξάντικος, Αθανάσιος, Θεόδωρος, Δουκίτιος, Ευγένιος, Θεόφιλος, Ουαλέριος, Θεόδοτος, Καλλίμαχος, Ιλάριος, Γιγάντιος, Λογγίνος, Θεμέλιος, Ευτύχιος, Διόδοτος, Καστρίκιος, Θεαγένης, Μάμας, Νίκων, Θεόδουλος, Βοστρύκιος, Ουίκτωρ, Δωρόθεος, Κλαυδιανός, Επιφάνιος, Ανίκητος και Ιέρων, οι οποίοι την επομένη αποκεφαλίσθηκαν μαζί με τον Ιέρωνα.

     Ο Άγιος Ανίκητος και ο ανιψιός του Άγιος Φώτιος κατάγονταν από τη Νικομήδεια και έζησαν επί αυτοκρατορίας Διοκλητιανού. Όταν ο αυτοκράτορας κίνησε διωγμό κατά της χριστιανοσύνης, εκφώνησε στη Σύγκλητο λόγο με τον οποίο απειλούσε ότι θα βασάνιζε σκληρά όποιον επικαλούνταν το όνομα του Χριστού και ότι θα εξόντωνε όποιον του αντιστεκόταν. Δε δίστασε μάλιστα να βλασφημήσει τον Υιό του θεού. Ο Άγιος Ανίκητος, που ήταν παρών στη Συνεδρίαση της Συγκλήτου, όταν άκουσε όλους αυτούς τους λόγους, χωρίς καθόλου να φοβηθεί από τις απειλές του αυτοκράτορα, ομολόγησε ότι ήταν χριστιανός. Μετά από αυτό ο Διοκλητιανός διέταξε να ρίξουν τον Ανίκητο στα λιοντάρια. Όταν όμως τον οδήγησαν μπροστά σε ένα άγριο θηρίο, αυτό πλησίασε ήμερο τον Άγιο, χωρίς να του προξενήσει καμία βλάβη. Τότε έγινε σεισμός, ο οποίος γκρέμισε τα είδωλα της πόλης. Ακολούθως, οι ειδωλολάτρες έβαλαν τον Άγιο σε τροχό, ο οποίος σταμάτησε με τρόπο θαυμαστό, και ο Ανίκητος σώθηκε. Ο ανιψιός του Φώτιος, που παρακολουθούσε τα βασανιστήρια του Ανίκητου, όταν είδε το θαύμα έτρεξε χαρούμενος να αγκαλιάσει το θείο του. Τότε οι ειδωλολάτρες έριξαν και τους δυο σε κάμινο, όπου οι Άγιοι παρέδωσαν το πνεύμα τους.

     Το ευσεβές και ενάρετο ζεύγος Ιωακείμ και Άννα, η οποία καταγόταν από το γένος του Δαβίδ, προσπαθούσε για πολλά χρόνια να τεκνοποιήσει. Καθημερινά ο Ιωακείμ και η Άννα προσεύχονταν με δάκρυα στα μάτια για να τους χαρίσει ο θεός ένα παιδί. Κι ο θεός όχι μόνο πραγματοποίησε το αίτημα τους, αλλά τους αξίωσε να φέρουν στον κόσμο την Υπεραγία Θεοτόκο, τη γυναίκα που έμελλε να γεννήσει το Σωτήρα του κόσμου.

     Η οσία Άννα έζησε την εποχή του βασιλιά Θεόφιλου του εικονομάχου. Ανατράφηκε σε πλούσια και ευσεβή οικογένεια και από πολύ νέα γνώριζε και ακολουθούσε πιστά το θείο θέλημα. Μεγαλώνοντας βοηθούσε τους ασθενείς και τους φτωχούς και προσπαθούσε να προφυλάσσει τον εαυτό της από τις αμαρτίες. Με τη βοήθεια του θεού κατάφερε να ενταχθεί σε κάποιο μοναστήρι, όπου και πέρασε ασκητικά πενήντα χρόνια. Έπειτα από βαριά και χρόνια ασθένεια, παρέδωσε την αγνή ψυχή της στον Κύριο.

     Άννα προφήτης - Ήταν κόρη του Φανουήλ και καταγόταν ααπό την φυλή του Ασήρ. Παντρεύτηκε μικρή αλλά μετά από εφτά χρόνια χήρεψε και από τότε αφιερώθηκε στην υπηρεσία του Κυρίου. Όταν ήταν 84 ετών αξιώθηκε να δει το Θείο Βρέφος που έφεραν στον ναό οι γονείς του (όπου πέρασε τον βίο της, με νηστεία - προσευχή και μελέτη των Γραφών). Όταν η Άννα είδε το βρέφος, ευχαρίστησε τον Θεό και προφήτευσε ότι αυτός ήταν ο Μεσσίας τον οποίο όλοι περιμένουν.

     Η ευσεβής Άννα, σύζυγος του Ιωακείμ, πέρασε τη ζωή της χωρίς να μπορέσει να τεκνοποιήσει, καθώς ήταν στείρα. Μαζί με τον Ιωακείμ προσευχόταν θερμά στον θεό να την αξιώσει να φέρει στον κόσμο ένα παιδί, με την υπόσχεση ότι θα αφιέρωνε το τέκνο της σε Αυτόν. Πράγματι, ο Πανάγαθος θεός όχι μόνο της χάρισε ένα παιδί, αλλά την αξίωσε να φέρει στον κόσμο τη γυναίκα που θα γεννούσε το Μεσσία, το Σωτήρα μας Ιησού Χριστό. Όταν η Παναγία έγινε τριών χρόνων, σύμφωνα με την παράδοση, η Άννα και ο Ιωακείμ, κρατώντας την υπόσχεση τους, την οδήγησαν στο Ναό και την παρέδωσαν στον αρχιερέα Ζαχαρία. Ο αρχιερέας παρέλαβε την Παρθένο Μαρία και την οδήγησε στα Άγια των Αγίων, όπου δεν έμπαινε κανείς εκτός από τον ίδιο, επειδή γνώριζε έπειτα από αποκάλυψη του θεού το μελλοντικό ρόλο της αγίας κόρης στην ενανθρώπηση του Κυρίου. Στα ενδότερα του Ναού η Παρθένος Μαρία έμεινε δώδεκα χρόνια. Όλο αυτό το διάστημα ο αρχάγγελος Γαβριήλ προμήθευε την Παναγία με τροφή ουράνια. Εξήλθε από τα Άγια των Αγίων όταν έφθασε η ώρα του θείου ευαγγελισμού.

     Η Αγία Άννα, η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή Λευί και ήταν κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο πατέρας της ήταν ιερέας την εποχή της βασιλείας της Κλεοπάτρας. Η Άννα παντρεύτηκε στη Γαλιλαίο, όπου γέννησε τη Μαρία τη Θεοτόκο, την οποία, αφού απογαλάκτισε, την αφιέρωσε στον θεό. Την υπόλοιπη ζωή της την πέρασε με νηστείες και αγαθοεργίες, κάνοντας πράξη το θέλημα του θεού. Απεβίωσε ειρηνικά και παρέδωσε στον Κύριο την αγνή της ψυχή.

     Η Εκκλησία μας τιμά την μνήμη της Αγίας και μακαριστής προφήτιδας ΄Αννης, που καταγόταν από την πόλη Αρμαθαίμ του όρους Εφραίμ. Η Αγία ήταν παντρεμένη με κάποιον άνδρα από τη φυλή του Λευί, επειδή όμως ήταν στείρα ο σύζυγος της τεκνοποίησε με κάποια άλλη γυναίκα. Τότε η Αγία με συνεχείς προσευχές και αδιάλειπτη άσκηση παρακαλούσε τον θεό να της δώσει τη χαρά της τεκνοποιίας. Ο θεός πραγματοποίησε την επιθυμία της και της χάρισε ένα γιο, το γνωστό προφήτη Σαμουήλ. Η Αγία γέννησε και άλλα παιδιά και πέρασε τη ζωή της αναθρέφοντας τα με φόβο θεού, ευχαριστώντας τον Κύριο για την αγάπη Του και προφητεύοντας.

     Ο Άγιος Αντίπας έζησε και μαρτύρησε, όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο σκληρός διώκτης των χριστιανών Δομιτιανός (81-96 μΧ.). Οι Άγιοι Απόστολοι χειροτόνησαν τον Αντίπα επίσκοπο Περγάμου, πόλη στην οποία ζούσαν πάρα πολλοί ειδωλολάτρες. Το έργο του Αγίου ήταν συνεπώς εξαιρετικά δύσκολο, αλλά ο Αντίπας κατάφερε να σώσει πολλές ψυχές, οδηγώντας πλήθος ειδωλολατρών στη χριστιανική πίστη. Για τη δράση του αυτή καταγγέλθηκε στον ηγεμόνα της περιοχής, ο οποίος συνέλαβε τον Αντίπα με σκοπό να τον πείσει να άλλαξε/ την πίστη του. Αρχικά προσπάθησε να τον πείσει με τη δύναμη των λόγων του, η οποία αποδείχθηκε κατώτερη της ψυχικής δύναμης και των επιχειρημάτων του Αντίπα. Ο Άγιος ανέτρεψε όλα τα σοφίσματα του ειδωλολάτρη και δε φοβήθηκε μπροστά στα τρομερά βασανιστήρια με τα οποία τον απείλησε. Όταν ο ηγεμόνας συνειδητοποίησε πως καμία απειλή δεν μπορούσε να εξαναγκάσει τον Αντπτα να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε να θανατωθεί σε πυρακτωμένο χάλκινο βόδι. Μέσα στο κολαστήριό του ο Άγιος ευχαρίστησε τον Κύριο που τον αξίωσε να μαρτυρήσει για τη δόξα Του.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Η  Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη των Αγίων μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης. Η Αντωνίνα, με θαυμαστή σεμνότητα και ταπεινοφροσύνη, αφοσιώθηκε στην ορθή Πίστη αρνούμενη τις εγκόσμιες απολαύσεις και ανέσεις. Για το λόγο αυτό συνελήφθη απ' τον Φήστο, ηγεμόνα της κωμόπολης Καρδάμου. Ακλόνητη συνέχισε να ομολογεί τον Κύριο, παρ' ότι γνώριζε το μαρτυρικό δρόμο που θα διένυε. Την έκλεισαν σε πορνείο και εκείνη νηστική προσευχόταν επί τρεις ημέρες. Την έσωσε ο Αλέξανδρος, παραπλανώντας όσους βρίσκονταν εκεί. Όταν αποκαλύφθηκε η πράξη του, τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στον Φήστο, ο οποίος διέταξε να βασανίσουν και τους δύο. Οι δήμιοι τους έκαψαν τα άκρα, τους περιέχυσαν με υγρή πίσσα και τους έριξαν σε πυρακτωμένο λάκκο. Εκεί παρέδωσαν την αγνή τους ψυχή στον Κύριο και έλαβαν τους αμάραντους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Οι σαράντα πέντε Άγιοι, η μνήμη των οποίων τιμάται σήμερα, έζησαν και μαρτύρησαν στις αρχές του 4ου αιώνα, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Λικίνιος (308-323 μ.Χ.). Ανάμεσα τους ξεχώρισαν ο Λεόντιος, ο Μαυρίκιος, ο Δανιήλ και ο Αντώνιος, οι οποίοι και κατείχαν υψηλά αξιώματα. Όταν ο Λικίνιος εξαπέλυσε διωγμό εναντίον των χριστιανών οι σαράντα πέντε Άγιοι παρουσιάσθηκαν οικειοθελώς στον ηγεμόνα της Νικόπολης της Αρμενίας Λυσία και με παρρησία ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Ο Λυσίας προσπάθησε να πείσει τους Αγίους να αρνηθούν την πίστη τους και θέλησε μάλιστα να μάθει ποιος ήταν αυτός που τους έπεισε να μη θυσιάζουν στα είδωλα. Όταν οι Άγιοι απάντησαν πως ο Χριστός ήταν εκείνος που τους δίδαξε να μη λατρεύουν ψεύτικους θεούς και να μη θυσιάζουν στα είδωλα, ο Λυσίας εξοργίσθηκε και διέταξε να τους φυλακίσουν. Οι Άγιοι υποβλήθηκαν σε πολλά βασανιστήρια προκειμένου να αναγκασθούν να αρνηθούν τον Ιησού Χριστό, όμως με τη δύναμη που τους έδινε η πίστη τους δε λύγισαν. Στο τέλος ο Λυσίας, αφού διέταξε να τους κόψουν τα χέρια και τα πόδια, τους έριξε στη φωτιά. Με το θάνατο τους οι Άγιοι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Μέγας Αντώνιος εγεννήθη στην Αίγυπτο το 251 μ.Χ. Η ευσεβής και ενάρετη οικογένεια του Αντωνίου του δίδαξε τη χριστιανική πίστη. Σε νεαρή ηλικία ο όσιος πήρε την απόφαση να ασκητεύσει και για τον λόγο αυτό αναχώρησε για την έρημο. Εκεί παίδευσε την ψυχή του και τιθάσευσε τα πάθη του, φτάνοντας στο ανώτατο όριο της ασκήσεως. Η ψυχή του οσίου μάλιστα, λόγω της ηθικής και πνευματικής της τελειότητας μπορούσε να εξέρχεται του σώματος του, ενώ ο Αντώνιος ήταν ακόμα εν ζωή. Η φήμη του εξαπλώθηκε ανάμεσα στους χριστιανούς και πολλοί ασκητές πήγαιναν στην έρημο για να τον συμβουλευτούν. Απεβίωσε στην ηλικία των εκατό πέντε ετών. 

     Η Αγία Ανυσία έζησε και μαρτύρησε όταν αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από οικογένεια πλούσια και ευσεβή. Όταν οι γονείς της απεβίωσαν, η Ανυσία κληρονόμησε μεγάλη περιουσία, την οποία διαχειριζόταν με σύνεση. Μια μέρα που η ευσεβής γυναίκα πήγαινε στην εκκλησία, τη σταμάτησε ένας στρατιώτης, ο οποίος την έπιασε και βίαια την έσυρε σε ειδωλολατρικό ναό. Η Αγία του είπε πως δε θα θυσίαζε στα είδωλα, αφού μόνος και αληθινός θεός είνναι ο Χριστός. Στα λόγια αυτά ο στρατιώτης απάντησε βλασφημώντας τον θεό και η Ανυσία τον έφτυσε στο πρόσωπο. Τότε αυτός ττράβηξε το σπαθί του και θανάτωσε την Αγία.

      Η  Εκκλησία μας γιορτάζει τους δώδεκα Αγίους Αποστόλους που εξέλεξε αρχικά ο Ιησούς, με εξαίρεση τον Ιούδα τον Ισκαριώτη. Αυτοί, μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος κατά τη μέρα της Πεντηκοστής περιόδευσαν σε ολόκληρη την Οικουμένη κηρύσσοντας το λόγο του Κυρίου και χαρίζοντας τη σωτηρία στις ψυχές χιλιάδων ανθρώπων. Το ηθικό μεγαλείο της ψυχής τους, ο ζήλος με τον οποίο διέδιδαν τη χριστιανική αλήθεια και η αλληλεγγύη την οποία επεδείκνυαν μεταξύ τους έγιναν πρότυπο ζωής για κάθε χριστιανό. Οι δώδεκα Άγιοι Απόστολοι είναι οι εξής: ο Σίμωνας (Πέτρος), που είχε και την πρώτη θέση ανάμεσα στους μαθητές του Ιησού, ο πρωτόκλητος και αδελφός του Πέτρου Ανδρέας, ο Ιάκωβος, γιος του Ζεβεδαίου, ο αδελφός του Ιακώβου Ιωάννης ο Ευαγγελιστής, ο Φίλιππος από τη Βηθσαϊδά, ο Βαρθολομαίος (Ναθαναήλ), ο Θωμάς, ο επονομαζόμενος και Δίδυμος, ο Ματθαίος, ο επονομαζόμενος και Λευί, ο γιος του Αλφαίου και αδελφός του Ματθαίου Ιάκωβος, ο Ιούδας ο Θαδδαίος, ο Σίμωνας .ο Ζηλωτής και ο Ματθίας, που τις παραμονές της Πεντηκοστής εξελέγη σε αντικατάσταση του προδότη Ιούδα του Ισκαριώτη.

     Τη σημερινή ημέρα τελούμε την ανάμνηση των Αγίων Αποστόλων Σωσθένους, Απολώ, Κηφά, Τυχικού, Επαφροδίτου, Καίσαρος και Ονησιφόρου. Ο Σωσθένης, που μνημονεύεται και από τον Απόστολο Παύλο, έγινε επίσκοπος Κολοφώνος της Μ. Ασίας. Και όλοι οι υπόλοιποι διετέλεσαν επίσκοποι σε διάφορες περιοχές και εποίμαναν με αγάπη και ταπεινοφροσύνη του λαό του θεού, ξεπερνώντας κάθε πειρασμό που παρουσιαζόταν στο δρόμο τους. Αγωνίσθηκαν μάλιστα κατά της ειδωλολατρίας, προσφέροντας σημαντικά έργα στην Εκκλησία μας. Όταν ολοκλήρωσαν την ιερή αποστολή τους εξεδήμησαν προς Κύριον.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Ο Άγιος Αρέθας έζησε την εποχή που αυτοκράτορας ήταν ο Ιουστίνος Α' (578-527 μΧ). Ήταν επιφανής πολίτης της πόλης Νέγρα στην Αιθιοπία. Αρχικά ήταν ειδωλολάτρης, αλλά γρήγορα διέδιδε την αλήθεια των ευαγγελικών λόγων και ασπάσθηκε το χριστιανισμό, τον οποίο υπηρέτησε ως το τέλος της ζωής του. Η διδασκαλία του Αρέθα βρήκε ανταπόκριση ανάμεσα στους συμπολίτες του, γεγονός που προκάλεσε την μήνιν των ειδωλολατρών, οι οποίοι τελικώς τον συνέλαβαν. Ο Αρέθας δέχθηκε πολλές πιέσεις για να αλλαξοπιστήσει, αλλά αντιστεκόταν με τη δύναμη που του έδινε η πίστη του. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο δια αποκεφαλισμού.

     Ο Άγιος ιερομάρτυρας Αριέμων έζησε την εποχή  που βασίλευε στη Ρώμη ο Διοκλητιανός. Ήταν ιερέας στην περιοχή της Μικρός Ασίας, αγωνιζόμενος σθεναρά κατά των ειδώλων. Κάποιος στρατιωτικός διοικητής, κατόπιν αυτοκρατορικής εντολής, πίεσε τους χριστιανούς της περιοχής να θυσιάσουν στα είδωλα. Τότε ο Άγιος και άλλοι πολλοί πιστοί μπήκαν στους ειδωλολατρικούς ναούς και κατέκαυσαν τα ξόανα, εξοργίζοντας έτσι τον αλαζόνα διοικητή Πατρίκιο, ο οποίος διέταξε να συλλάβουν και να αλυσοδέσουν τον Άγιο. Παρά τις φοβερές πιέσεις που δέχθηκε, έμεινε ακλόνητος και συνέχισε να ομολογεί την πίστη του με παρρησία ενώπιον του Πατρικίου. Κατά την ανάκριση του επιτελέσθη και ένα φοβερό θαύμα: Ελάφια που είχαν νωρίτερα ακολουθήσει τον Άγιο διακήρυτταν με ανθρώπινη φωνή την παντοδυναμία του θεού και ανήγγειλαν την τιμωρία του Πατρικίου. Πράγματι ο Πατρίκιος θανατώθηκε σε πυρακτωμένο λέβητα που είχε ετοιμαστεί για τον Άγιο. Ο Αρτέμων σώθηκε και ακολουθώντας φωνή εξ ουρανού αποσύρθηκε σε έναν τόπο για να συνεχίσει το έργο του επιτελώντας θαύματα και ελεημοσύνες. Συνελήφθη όμως ξαννά από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι αυτήν τη φορά τον αποκεφάλισαν. 'Έτσι τιμήθηκε με τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου.

     Οι Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Κυρίου. Ήταν αφοσιωμένοι ακόλουθοι του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος τους κατήχησε στη χριστιανική πίστη. Κήρυξαν τον ευαγγελικό λόγο μαζί με τον Απόστολο των Εθνών σε πάρα πολλές περιοχές, υπομένοντας κακουχίες και διωγμούς. Έχοντας επιτελέσει ανεκτίμητο ιεραποστολικό έργο οι τρεις συνεργάτες του Αποστόλου Παύλου βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα, συνελήφθησαν και αποκεφαλίσθηκαν όταν ξέσπασε ο διωγμός του αυτοκράτορα Νέρωνα (54-68 μΧ). Το βίο και τη δράση των τριών Αγίων κατέγραψε και μας παρέδωσε ο επίσκοπος Τύρου Δωρόθεο

      Ο άγιος Αριστίων γεννήθηκε κατά τις αρχές του 2ου αιώνα μ.χ. στην επαρχία της Συρίας Απάμεια. Προσελκύθηκε στην αληθινή πίστη του Χριστού από τον νεαρό μάρτυρα Αντώνιο (ή Αντωνίνο, + 9 Νοεμβρίου). Σε ηλικία μόλις 10 ετών ο Αντώνιος οδήγησε τον Αριστίωνα στην χριστιανική πίστη. Ο Αριστίων, σαν ενάρετος και πνευματοφόρος, εκλέχθηκε από τον λαό της Αλεξανδρείας της μικρής στην Κιλικία της Μικράς Ασίας (κοντά στην αρχαία πόλη Ισσό) και έγινε ο 2ος επίσκοπός της.. Σαν ποιμένας ο Άγιος ποίμανε θεάρεστα το ποίμνιο που του εμπιστεύθηκε ο Κύριος. Δίδασκε με μεγάλη παρρησία και κήρυττε την σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού και την αιώνια Βασιλεία του Χριστού, καθώς και την μακαριότητα και την χαρά της Βασιλείας των Ουρανών. Πολλούς εθνικούς έπειθε να απαρνηθούν την πλάνη τους και να ακολουθήσουν την αληθινή πίστη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, τους οποίους στη συνέχεια τους βάπτιζε. Η δράση του αυτή δεν άρεσε στον Ρωμαίο Έπαρχο της περιοχής (επί αυτοκρατορίας του Αντωνίνου Πίου), ο οποίος και διέταξε να συλληφθεί και να ριχθεί στη φωτιά. Αμέσως οι στρατιώτες του άναψαν μεγάλο καμίνι και έρριψαν μέσα τον μάρτυρα του Χριστού. Μέσα στο καμίνι ο Αριστίων, υμνώντας και δοξάζοντας τον Θεό έλαβε μακάριο και επίζηλο τέλος. Η Αγία μας Εκκλησία τιμά τήν ιερή μνήμη του αγίου Αριστίωνα στις 3 Σεπτεμβρίου εκάστου έτους (στα λατινικά ο άγιος λέγεται και ΑΡΙΣΤΕΑΣ).

     Οι Άγιοι Στάχυς, Απελλής, Αμπλίας, Ουρβανός, Νάρκισσος και Αριστόβουλος ανήκαν στους εβδομήντα Αποστόλους του Κυρίου. Πρόσφεραν όλοι ανεκτίμητο αποστολικό έργο, κηρύττοντας μέχρι το τέλος της ζωής τους τον ευαγγελικό λόγο. Μάλιστα, οι Άγιοι Αμπλίας, Ουρβανός και Νάρκισσος αξιώθηκαν να μαρτυρήσουν για τη δόξα του Χριστού. Συγκεκριμένα, ο Άγιος Στάχυς χειροτονήθηκε από τον Απόστολο Ανδρέα πρώτος επίσκοπος Βυζαντίου. Αφού ποίμανε για δεκαέξι χρόνια στην εκκλησία την οποία έχτισε ο ίδιος, απεβίωσε ειρηνικά. Ο Απελλής, επίσκοπος Ηράκλειας, ανεπαύθη εν ειρήνη έχοντας οδηγήσει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Οι Άγιοι Αμπλίας και Ουρβανός χειροτονήθηκαν επίσης από τον Απόστολο Ανδρέα επίσκοποι Οδυσσουπόλεως και Μακεδονίας αντίστοιχα. Βρήκαν και οι δυο μαρτυρικό θάνατο από τους ειδωλολάτρες επειδή γκρέμιζαν τα είδωλα. Ο Νάρκισσος έγινε επίσκοπος Αθηνών. Η χριστιανική του δράση και το θερμό του κήρυγμα εξόργισαν τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι θανάτωσαν τον Άγιο υποβάλλοντας τον σε φριχτά βασανιστήρια. Τέλος, ο Αριστόβουλος χειροτονήθηκε επίσκοπος Βρετανίας και ποίμανε θεοφιλώς τους χριστιανούς που του εμπιστεύθηκε ο θεός για πολλά χρόνια. Απεβίωσε ειρηνικά.

     Οι μάρτυρες της Κυζίκου, δηλαδή ο Θέογνις, ο Ρούφος, ο Αντίπατρος, ο Θεόστιχος, ο Αρτεμάς, ο Μάγνος, ο Θεόδοτος, ο Θαυμάσιος και ο Φιλήμων, κατάγονταν από διάφορους τόπους, αλλά συνελήφθησαν όλοι μαζί στην Κύζικο, την περίοδο των διωγμών. Όταν οδηγήθηκαν για να απολογηθούν στον τοπικό άρχοντα, υπερασπίσθηκαν την πίστη τους με ξεχωριστή παρρησία και σθένος και γι' αυτό ρίχθηκαν στη φυλακή. Εκεί με τις προσευχές τους έπαιρναν δύναμη και συνέχισαν να αγωνίζονται για το Χριστό. Τελικά διατάχθηκε ο αποκεφαλισμός τους και έτσι έλαβαν τους στεφάνους του μαρτυρίου.

     Ο Άγιος Αρτέμιος υπηρέτησε το Βυζάντιο ως στρατιωτικός και πολιτικός. Διακρινόμενος για τις αρετές και το ήθος του, καθώς και για τις πολιτικές του ικανότητες, τιμήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο (324-337 μ.Χ.) με τον τίτλο του πατρικίου. Ο αυτοκράτορας μάλιστα τον διόρισε αυγουστάλιο της Αλεξάνδρειας. Όταν ανέβηκε στην εξουσία ο Ιουλιανός ο Παραβάτης (361-363 μ.Χ.) ξεκίνησε διωγμό εναντίον των χριστιανών της Αντιόχειας. Πληροφορηθείς ο Αρτέμιος ότι βασανίζονται χριστιανοί, άσκησε δριμύ έλεγχο στον αυτοκράτορα, ο οποίος δεν ανέχθηκε τέτοια στάση από αξιωματούχο του. Έτσι, πρόσταξε τους δημίους του να υποβάλουν τον Αρτέμιο σε φριχτά βασανιστήρια και τελικά να τον αποκεφαλίσουν. Εκδικούμενοι οι χριστιανοί που λάτρευαν κυριολεκτικά τον Αρτέμιο, όταν αργότερα έπεσε μαχόμενος ο Ιουλιανός στον πόλεμο κατά των Περσών, διέδωσαν πως εμφανισθείς στη μάχη τον εφόνευσε ο ίδιος ο στρατηλάτης Αρτέμιος.

     Οι Άγιοι Φιλήμων, Απφία, Άρχιππος και Ονήσιμος έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Νέρων (54-68 μΧ). Ο Φιλήμων και η Απφία ήταν σύζυγοι, ο Άρχιππος συγγενής τους και ο Ονήσιμος υπηρέτης του ζεύγους. Ήταν όλοι αρχικά ειδωλολάτρες, αλλά προσήλθαν στη χριστιανική πίστη από τον Απόστολο Παύλο. Έκτοτε οι Άγιοι αφοσιώθηκαν στη διάδοση του Ευαγγελίου και στη φιλανθρωπική δράση, μοιράζοντας τα υπάρχοντα τους στους φτωχούς. Κάποτε οι Άγιοι, ενώ ήταν συγκεντρωμένοι στην εκκλησία τους και προσεύχονταν στον θεό, πληροφορήθηκαν ότι οι ειδωλολάτρες ετοιμάζονταν να κάνουν έφοδο και να τους συλλάβουν. Αρκετοί χριστιανοί έφυγαν φοβισμένοι, όμως ο Φιλήμων, η Απφία, ο Ονήσιμος και ο Άρχιππος παρέμειναν στην εκκλησία, προετοιμασμένοι για ό,τι θα ακολουθούσε. Πράγματι, οι Άγιοι συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στον ηγεμόνα Ανδροκλέα, ενώπιον του οποίου ομολόγησαν την πίστη τους στον Χριστό. Μετά από αυτό ο Ανδροκλέας διέταξε να βασανισθούν σκληρά. Καθ' όλη τη διάρκεια των μαρτυρίων τους οι δήμιοι προσπαθούσαν να τους πείσουν να θυσιάσουν στα είδωλα, όμως οι Άγιοι αρνούνταν δοξολογώντας τον Κύριο. Αφού υπέμειναν πολλά βασανιστήρια, οι Άγιοι ετελειώθησαν δια λιθοβολισμού.

     Οι Άγιοι Ηρωδίων, Άγαβος, Ρούφος, Φλέγων, Ασύγκριτος ανήκαν στον κύκλο των εβδομήντα Αποστόλων του Ιησού Χριστού. Ο Άγιος Ηρωδίων, ο οποίος υπήρξε διάκονος των Αγίων Αποστόλων, χειροτονήθηκε εεπίσκοπος Νέων Πατρών (Υπάτης) της Φθιώτιδας, όπου και δίδαξε τον ευαγγελικό λόγο. Ο Άγιος Άγαβος είναι αυτός ο οποίος αφού δέθηκε με τη ζώνη του Αποστόλου Παύλου, προφήτευσε ότι με αυτόν τον τρόπο θα δέσουν στα Ιεροσόλυμα οι Ιουδαίοι τον Παύλο, προφητεία που επαληθεύθηκε. Ο Άγιος Άγαβος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Ο Ρούφος, ο οποίος αναφέρεται από τον Απόστολο Παύλο στην προς Ρωμαίους επιστολή του, έγινε επίσκοπος στην πόλη της Θήβας στην Ελλάδα. Οι Άγιοι Φλέγων και Ασύγκριτος βρήκαν μαρτυρικό θάνατο από τους εξαγριωμένους Ιουδαίους και ειδωλολάτρες.

     Ο όσιος Αυξέντιος έζησε επί αυτοκρατορίας του Θεοδοσίου Β' του Μικρού (408-450 μ.Χ.), στην Κωνσταντινούπολη. Ήταν άνθρωπος που διακρινόταν για την ευσέβεια και τον ηθικό πλούτο του. Μελετούσε συστηματικά και υπήρξε καθηγητής της Φιλοσοφίας, της Ρητορικής και της θεολογίας. Αγαπούσε όμως το μοναχικό βίο και για το λόγο αυτό αποσύρθηκε σε ένα απομακρυσμένο βουνό, όπου και ασκήτευσε. Η βαθιά θεολογική κατάρτιση του αλλά και οι αρετές του προκάλεσαν την εκτίμηση όλων των χριστιανών και για το λόγο αυτό κλήθηκε στη Δ' Οικουμενική Σύνοδο, η οποία είχε συγκληθεί για να καταδικάσει τις αιρέσεις του Ευτυχούς και του Νεστορίου. Στη Σύνοδο ο Αυξέντιος, με τη δύναμη της πίστης του και με τον πλούτο των θεολογικών γνώσεων του, κατάφερε να αποδείξει την πλάνη των αιρετικών και να κερδίσει το σεβασμό ακόμα και των βασιλέων. Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που επισκέπτονταν τον όσιο καθημερινά για να τους θεραπεύσει με τα θαύματα του ή για να του εκδηλώσουν το σεβασμό και την εκτίμηση τους προσφέροντας του δώρα και τροφές, τα οποία όμως ο Αυξέντιος μοίραζε στους φτωχούς. Εκοιμήθη ειρηνικά.

     Οι Άγιοι Ευστράτιος, Αυξέντιος, Ευγένιος, Μαρδάριος και Ορέστης έζησαν και μαρτύρησαν όταν αυτοκράτορας των Ρωμαίων ήταν ο Διοκλητιανός. Ήταν όλοι ευσεβείς και ενάρετοι και ανέπτυξαν πλούσια χριστιανική δράση. Ο Αγιος Ευστράτιος διετέλεσε ανώτερος αξιωματικός, θέλοντας να δοξάσει το όνομα του Χριστού και να διακηρύξει την αλήθεια παρουσιάστηκε στο δούκα Λυσία και ενώπιον του ομολόγησε την πίστη του με θαυμαστή παρρησία. Έπειτα από την ομολογία του Ευστρατίου, ο δούκας διέταξε να τον βασανίσουν. Ο Αγιος βρήκε μαρτυρικό θάνατο μέσα σε πύρινο κολαστήριο. Μαρτυρικό θάνατο υπέστη και ο συμπολίτης του και ιερέας Αυξέντιος, ο οποίος επειδή δεν υπέκυψε στις πιέσεις των ειδωλολατρών να αλλαξοπιστήσει θανατώθηκε με αποκεφαλισμό. Ο Μαρδάριος συνελήφθη επίσης από τον Λυσία, που προσπάθησε να τον πείσει να αρνηθεί τον Χριστό. Αντιμετώπισε όμως την ακλόνητη πίστη του Αγίου και γι' αυτό διέταξε να βασανισθεί και να θανατωθεί. Τέλος, ο Ευγένιος και ο Ορέστης, αφού ομολόγησαν ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος και αληθινός θεός, παρέδωσαν το πνεύμα τους στον Κύριο με μαρτυρικό θάνατο. Συγκεκριμένα ο Ευγένιος ετελέφθη ύστερα από φρικτά βασανιστήρια, ενώ ο Ορέστης θανατώθηκε σε πυρακτωμένο κρεβάτι.

     Ο Άγιος Αυτόνομος έζησε και μαρτύρησε τους χρόνους που αυτοκράτορας ήταν ο Διοκλητιανός. Ο Αυτόνομος ανέπτυξε πλούσια χριστιανική δράση ως επίσκοπος στην Ιταλία. Αναγκάσθηκε όμως να εγκαταλείψει την επισκοπή του, όταν ξεκίνησε ο διωγμός του Διοκλητιανού. Τότε ο Άγιος μετέβη στη Βιθυνία της Μικρός Ασίας, και συγκεκριμένα στους Σωρεούς. Εκεί, φιλοξενούμενος από ένα χριστιανό, τον Κορνήλιο, δίδασκε στα πλήθη το λόγο του Ευαγγελίου. Αφού ανήγειρε ναό προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, ο Αυτόνομος άφησε τους Σωρεούς για να κηρύξει το λόγο του Χριστού στη Λυκαονία και στην Ισαυρία. Προτού ξεκινήσει την περιοδεία του, μάλιστα, χειροτόνησε τον ευσεβή χριστιανό Κορνήλιο διάκονο. Επιστρέφοντας στους Σωρεούς, ο Αυτόνομος εντυπωσιάσθηκε από το γεγονός ότι ο Κορνήλιος είχε οδηγήσει στο δρόμο του θεού πολλούς ανθρώπους και για το λόγο αυτό τον χειροτόνησε ιερέα. Στη συνέχεια ο Άγιος επισκέφθηκε αρκετές περιοχές του Εύξεινου Πόντου, συνεχίζοντας το θεάρεστο έργο του. Όταν κάποια στιγμή γύρισε στους Σωρεούς, χειροτόνησε τον Κορνήλιο επίσκοπο. Επειδή όμως ο Αυτόνομος είχε προσελκύσει με το λόγο του πολλούς ανθρώπους στο χριστιανισμό, οι εξαγριωμένοι ειδωλολάτρες τον φόνευσαν με πέτρες μέσα στο ναό όπου λειτουργούσε.

     Ο όσιος Αχίλλιος έζησε στα χρόνια που ήταν αυτοκράτορας ο Μεγάλος Κωνσταντίνος (306-337 μΧ.). Γεννήθηκε στην Καππαδοκία από οικογένεια που φρόνησε να ανατραφεί σύμφωνα με το χριστιανικό ήθος. Σε νεαρή ηλικία ένιωσε στην ψυχή του την επιθυμία να αφιερωθεί στην υπηρεσία του Κυρίου του και γι' αυτό εντρύφησε με ζήλο στην κατά τον Χριστό σοφία, οπλίζοντας τον εαυτό του με βαθιά θεολογική κατάρτιση. Αφού επισκέφθηκε τους Αγίους Τόπους μετέβη στη Ρώμη, όπου κήρυττε ακούραστα το λόγο του θεού και κατηχούσε το λαό στη χριστιανική πίστη. Οι σπάνιες αρετές του και οι πολύτιμες υπηρεσίες του στη χριστιανοσύνη τον ανέδειξαν επίσκοπο της Λάρισας, πόλης της Θεσσαλίας. Όταν το 325 μΧ. συγκλήθηκε η Α' Οικουμενική Σύνοδος στη Νίκαια της Βιθυνίας, ο Αχίλλιος προσέφερε τις θεολογικές του γνώσεις στον αγώνα κατά των αιρετικών και μαζί με τους άλλους Πατέρες πολέμησε με όλες του τις δυνάμεις για την ανατροπή των κακοδοξιών. Μάλιστα, ο Μέγας Κωνσταντίνος του προσέφερε για τη συμβολή του αυτή μεγάλη αμοιβή, την οποία όμως ο Αχίλλιος τη διέθεσε στη φροντίδα των φτωχών. Αφού επιτέλεσε το έργο του, αναπαύθηκε εν ειρήνη.

 

 

Πίσω Αρχική σελίδα