Ζωηφόρος

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας(2),

Rate this item
(0 votes)

Εμφανίσεις και θαύματα της Παναγίας(2)

Έκδοση Ιεράς Μονής Παρακλήτου

 

Β΄ ΑΜΙΣΘΟΣ  ΙΑΤΡΟΣ

 

Όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

 

Ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός έζησε στα χρόνια της βασιλείας Λέοντος Γ' του Ίσαύρου (717-741), καθώς και του διαδόχου του Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου.

 

Πατρίδα του ήταν ή Δαμασκός της Συρίας, έδρα τότε του αραβικού χαλιφάτου. 01 γονείς του, επιφανείς έλληνοσύριοι, συγκαταλέγονταν στους ελάχιστους χριστιανούς της πόλεως. Ό πατέρας του Σέργιος ήταν υπουργός στην κυβέρνηση του χαλίφη, υπεύθυνος για τίς υποθέσεις των χριστιανών. Σύμφωνα με την παράδοση, ό όσιος ακολούθησε τίς εγκύκλιες σπουδές κοντά στον σοφό δάσκαλο Κοσμά, αιχμάλωτο έλληνα μοναχό από την Ιταλία. Με την οξύνοια και επιμέλεια του απέκτησε σύντομα άρτια παιδεία, όπως φαίνεται από τα συγγράμματα του.

 

Μετά τον θάνατο του πατέρα του, μπαίνει κι αυτός στην υπηρεσία του χαλιφάτου σαν πρωτοσύμβουλος. Με την κήρυξη της εικονομαχίας από τον Λέοντα "Iσαυρο ό Ιωάννης αποδύεται με την πέννα του στον αγώνα υπέρ των Ιερών εικόνων. Με τη «μάχαιρα του Πνεύματος» στηλιτεύει το δόγμα του Λέοντος. Τεκμηριώνει τίς θέσεις του με θεολογικές αποδείξεις, Ιστορικά στοιχεία και αγιολογικά παραδείγματα, και αποκαλεί τους εικονομάχους αιρετικούς και αντίθεους.

 

Ό Λέων θέλησε να τον εκδικηθεί. Πλαστογραφεί λοιπόν μία επιστολή του Ιωάννη και τη στέλνει στον χαλίφη της Δαμάσκου. Μ' αυτή την επιστολή ζητούσε τάχα ό όσιος από τον βασιλιά να τον γλιτώσει από τα χέρια του χαλίφη.

 

Ό άρχοντας οργισμένος καλεί τον Ιωάννη και, χωρίς να του επιτρέψει ν' απολογηθεί, διατάζει να του κόψουν το δεξί χέρι. Σέ λίγο το ιερό εκείνο χέρι πού στηλίτευε τους εικονομάχους κόπηκε, και βαμμένο στο αίμα του κρεμάστηκε στην αγορά σε δημόσια θέα.

 

Το βράδυ ό όσιος στέλνει μεσίτες και ζητά το χέρι του να το ενταφιάσει. Μόλις το φέρνουν, το παίρνει και κατευθύνεται στο εκκλησάκι πού είχε στο σπίτι του. Πλησιάζει στην εικόνα της Ύπεραγίας Θεοτόκου, πέφτει με το πρόσωπο καταγής, τοποθετεί το κομμένο χέρι στη θέση του και παρακαλεί και θρηνεί και στενάζει:

 

«Δέσποινα πάναγνη, Μητέρα του Θεού μου, ή δεξιά μου κόπηκε για τίς σεπτές εικόνες. Δεν αγνοείς την αφορμή π' οργίστηκε ό Λέων. Πρόφθασε γρήγορα λοιπόν και γιάτρεψε το χέρι. Ή δεξιά του Ποιητού, πού είν' εκ της σαρκός σου, πολλές δυνάμεις ενεργεί με την παράκληση σου. Τώρα λοιπόν το δεξιό θεράπευσε μου χέρι, για να συγγράφει με ρυθμό και αρμονία ύμνους, όσους μου δώσεις να ποιώ για σε και τον Υίό σου και για την υπεράσπιση πίστεως ορθοδόξου. "Οσα ζητήσεις δύνασαι ως του Θεού μητέρα!» Αυτά είπε με δάκρυα ό όσιος κι αποκοιμήθηκε. Βλέπει τότε τη Θεομήτορα στην εικόνα της, να τον κοιτάζει με Ιλαρότητα και πονετικά να του λέει:

 

- Για κοίτα! Το χέρι σου θεραπεύτηκε. Μη στενοχωριέσαι άλλο. Κάνε το όμως, καθώς μου υποσχέθηκες, «κάλαμον γραμματέως όξυγράφου».

 

Ξυπνά ό Ιωάννης και βλέπει κατάπληκτος το χέρι του θεραπευμένο και συγκολλημένο. Ήταν τόση ή χαρά του, ώστε όλη εκείνη τη νύχτα έψαλλε εγκώμια και ευχαριστίες στην Παναγία.

 

Ή θαυμαστή θεραπεία τον έχει συγκλονίσει βαθιά και τον οδηγεί σε μία μεγάλη απόφαση. Ελευθερώνει τους δούλους του, μοιράζει την περιουσία του και ξεκινά ελεύθερος από κάθε βιοτικό νια τη μονή του αγίου Σάββα με τον σκοπό να μονάσει.

 

Εκεί δείχνει απαράμιλλη υπακοή και ταπείνωση στον γέροντα του. Δεν κάνει τίποτε χωρίς την ευλογία του. Κάποτε όμως ό γείτονας του μοναχός τον πίεσε να γράψει ένα νεκρώσιμο ύμνο. Εκείνος συνέθεσε το τροπάριο «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα...» και το εψάλε κατανυκτικά στο κελί του.

 

Ό γέροντας τυχαία τον άκουσε. Κι επειδή του είχε απαγορεύσει να συγγράφει και να ψάλλει, τον κανόνισε με το επιτίμιο να καθαρίσει όλα τα αποχωρητήρια της μονής. Ό Ιωάννης υπάκουσε πρόθυμα, αρχίζοντας από το αποχωρητήριο του μονάχου πού έμενε στο διπλανό κελί.

 

Ύστερ' από λίγες ήμερες παρουσιάζεται ή Ύπεραγία Θεοτόκος στον γέροντα, την ώρα πού κοιμόταν, και του λέει:

 

— Γιατί έφραξες τέτοια πηγή, πού αναβλύζει ουράνιο νέκταρ; "Άφησε τη να τρέξει, για να ποτίσει ολόκληρη την οικουμένη. Ό Ιωάννης θα υπερβεί τη λύρα του Δαβίδ, θα συνθέσει ύμνους καλύτερους άπ' την ωδή του Μωυσή και θα μελωδήσει πιο τεχνικά από τον 'Ορφέα. Θα στηλιτεύσει τίς αιρέσεις και θα ορθοτομήσει τα δόγματα της πίστεως.

 

'Από τότε ό όσιος, με την ευλογία πια του γέροντα του, σαν άλλος χείμαρρος πνευματικός, άρχισε να ψάλλει, να στιχουργεί, να μελοποιεί και να συγγράφει προς δόξαν Θεού, της Παναγίας Μητέρας Του και των αγίων.

 

Και όταν «ετελείωσε το έργον, ο δέδωκεν αυτω ο Κύριος ίνα ποίηση», μετοίκησε στον ουρανό, για ν' απολαύσει εκεί πολλαπλάσια την αμοιβή των κόπων του.

 

Το απόστημα του σχολάρχη

 

 

O Ευγένιος Βούλγαρις διετέλεσε διευθυντής στην Άθωνιάδα σχολή το δεύτερο ήμισυ του 18ου αί. Στην ιερά μονή Διονυσίου ό σοφός αυτός άνδρας δοκίμασε τη θαυματουργική δύναμη της Παναγίας του Ακάθιστου, ή οποία τον θεράπευσε από ένα οδυνηρό απόστημα.

 

«Θα διηγηθώ, σημειώνει ό ίδιος, το θαύμα πού έκανε σε μένα ή Παναγία, για να της αποδώσω έτσι την ευγνωμοσύνη πού της οφείλω. Δεν το γράφω για να υπερηφανευθώ ότι δέχτηκα τάχα θεία επίσκεψη, κι ούτε με πειράζει, αν θα με χαρακτηρίσουν ανόητο για τη διήγηση.

 

Το 1758, λοιπόν, ήμουν σχολάρχης στην Αθωνιάδα. Όταν ήρθε ή άνοιξη, παρουσιάστηκε στο βάθος της αριστερής μου μασχάλης ένα επικίνδυνο απόστημα. Με ταλαιπωρούσε ένας ελαφρός πυρετός κι ένοιωθα εξάντληση. Το απόστημα διαρκώς μεγάλωνε και σκλήραινε. Όλο το κοίλωμα της μασχάλης και ό αριστερός μαστός είχαν σκληρύνει σαν την πέτρα.

 

Πονούσα φοβερά. Δεν μπορούσα όχι μόνο να σταθώ, μα ούτε να καθίσω, να ξαπλώσω, να κοιμηθώ ή να αναπνεύσω ελεύθερα. Ένοιωθα απογοήτευση και προτιμούσα τον θάνατο από τη φοβερή εκείνη ταλαιπωρία.

 

Μερικοί φίλοι με συμβούλευαν να νοσηλευθώ σε νοσοκομείο της Χίου, της Σμύρνης ή της Θεσσαλονίκης. Κάθε όμως μετακίνηση ήταν δύσκολη και επικίνδυνη.

 

Πάνω στην απελπισία μου μαθαίνω ότι κάποιος διόνυσιάτης μοναχός Νικηφόρος είναι ειδικός στο να χειρουργεί αποστήματα. Παίρνω την απόφαση να τον επισκεφθώ. Με Βάλανε με πολύ κόπο σε μία μικρή βάρκα, κι αφού κάναμε τον περίπλου του Άθωνα φθάσαμε στη μονή Διονυσίου.

 

Ό π. Νικηφόρος εξέτασε προσεκτικά το απόστημα και μου είπε:

 

— Έχε θάρρος. Τη θεραπεία όμως να την περιμένεις από τον Τίμιο Πρόδρομο, τον προστάτη της μονής. Εγώ μόνο σαν Βοηθός του θα σου χρησιμεύσω.

 

Συγχρόνως έβαλε στο πονεμένο μέρος μαλακτικά, γιά να μαλακώσουν τη σκληρότητα του. Μέσα μου φούντωσε ή ελπίδα ότι με τη δύναμη του Τιμίου Προδρόμου θα με θεράπευε.

 

Ό π. Νικηφόρος μου έβαζε χίλια δυο καταπλάσματα. Και τί δεν επινοούσε! Χόρτα, ρίζες, φύλλα, φρούτα, ξύγκια, σαλιάγκια, πυρακτωμένους πλίθους, λάδια διάφορα. Το απόστημα όμως ούτε υποχωρούσε ούτε μαλάκωνε. Αντίθετα, χειροτέρευε.

 

Τότε ό γέροντας αποφάσισε να με χειρουργήσει. "Ηθελε να χτυπήσει το κακό στη ρίζα, ή οποία, καθώς έλεγε, ήταν μεγάλη σαν ρεβίθι. θα βύθιζε λοιπόν στο βάθος το μαχαίρι και, βγάζοντας τη ρίζα πού ήταν ή αρχή του κάκου, σύντομα θα εξαφανιζόταν και όλο το απόστημα.

 

Εγώ όμως φοβήθηκα την τόλμη του χειρούργου. Απόστημα πού δεν είχε ωριμάσει δεν έπρεπε και να χειρουργηθεί. Γι' αυτό αρνήθηκα την επέμβαση. Έτσι ο π. Νικηφόρος απελπίστηκε νια τη θεραπεία μου, ενώ εγω για τη ζωή μου.

 

Απογοητευμένος τελείως από την ανθρώπινη βοήθεια, στράφηκα προς τη Μητέρα της ευσπλαχνίας, και την ικέτευα επίμονα με δάκρυα να μου γίνει ιατρός και θεραπευτής.

 

  «Βλέψον ίλεω όμματί σου και επίσκεψαι την κάκωσιν ην έχω», θρηνούσα με χαμηλή φωνή.

 

Ύστερα γυρίζω στους παρόντες και τους λέω:

 

— Πηγαίνετε με στο παρεκκλήσι της Θεοτόκου του Ακάθιστου, και αφήστε με μπροστά στη θαυματουργή εικόνα της.

 

Πράγματι, με πήγαν εκεί σηκωτό. Κι ενώ ό παπάς έψαλλε για χάρη μου τη μεγάλη Παράκληση, εγώ διαρκώς έκλαιγα. Τέλος έπεσα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, κι αφού έβρεξα το έδαφος με τα δάκρυα μου, ικέτευσα θερμά και είπα:

 

- Μη μ' αφήσεις, Μητέρα, να χαθώ. Σταμάτησε τη συμφορά μου. «Πάντα γαρ δύνασαι ως μήτηρ ούσα του τα πάντα ισχύοντος Θεού».

 

Αυτό ήταν! Αμέσως ένοιωσα μέσα μου δύναμη, σηκώθηκα και βγήκα χαρούμενος από το παρεκκλήσι. Με τη βοήθεια ενός αδελφού και του μπαστουνιού μου ανέβηκα στο κελί μου και κοιμήθηκα επί τέλους όλη τη νύχτα - εγώ, πού πέρασα τόσες νύχτες άυπνος από τους πόνους.

 

Το πρωί ήμουν ήρεμος. Το απόστημα σε λίγο μαράθηκε και εξαφανίστηκε.  

 

Από τότε αισθάνομαι οφειλέτης στη Θεομήτορα και κηρύττω παντού το θαύμα της».

 

Η μοναχή Ερμιόνη

 

Δεν είχε κλείσει ένα χρόνο από τον γάμο της ή Έρμίνα, όταν την επισκέφθηκε ή επάρατη ασθένεια. Γιατρός ή ίδια, αριστούχος και με καριέρα, ήξερε πολύ καλά τί σημαίνει καρκίνος.

 

Ό πόνος, μικρός στην αρχή, διαρκώς μεγάλωνε, ώσπου την έριξε στο στρώμα. Ό σύζυγος της Ερρίκος αντί να την παρηγορεί βαρυγκωμούσε.

 

-Να πάρ' ή οργή! Κακό πού με βρήκε!

 

- Έχε υπομονή κι ελπίδα, γιε μου, τον νουθετούσε η γιαγιά της Έρμίνας. Ό Θεός είναι μεγάλος.

 

-Αφού είναι μεγάλος, γιατί καταδέχεται και τα βάζει μ' εμάς τους μικρούς; διαμαρτυρόταν εκείνος.

 

Ή ασθένεια έπαιρνε μάκρος. Ό Ερρίκος δεν άντεχε να βλέπει τη σύντροφο του σ' αυτά τα χάλια, μα ούτε και κουράγιο της έδινε.

 

Ή Έρμίνα ήταν πεντάρφανη. Μοναδικό της στήριγμα είχε την καλή της γιαγιά. Χάρη σ' αυτήν είχε πάρει τον καλό δρόμο κι είχε γίνει χαρακτήρας σεμνός, σοβαρός και ευσεβής.

 

- Γιαγιά μου, πόσο σε κουράζω τώρα πού θα έπρεπε να σε βοηθώ!

 

-Μη στενοχωριέσαι, κορούλα μου. Που ξέρεις; Ή Παναγιά μας κάνει και θαύματα. Πρωί και βράδυ την παρακαλώ με δάκρυα να σου χαρίσει την υγεία. Παρακάλεσε τη κι εσύ.

 

Στό νοσοκομείο πού πήγε, ή κατάσταση της διαρκώς χειροτέρευε.

 

- Στό στάδιο πού βρίσκεται ή ασθένεια δεν παρέχει ελπίδες, γνωμάτευαν οϊ γιατροί και αποχωρούσαν σιωπηλοί από το κρεβάτι της άρρωστης.

 

- Γιαγιά, παρακάλεσε μια μέρα ή Ερμίνα, πήγαινε στον ιερέα του νοσοκομείου να κάνει μια Παράκληση στην Παναγία για μένα. Ύστερα θέλω να έρθει να μ' εξομολογήσει για να κοινωνήσω.

 

Ή γιαγιά εκπλήρωσε την επιθυμία της. Της έφερε μάλιστα και μία εκφραστική εικόνα της Μεγαλόχαρης και της είπε:

 

-  Γύριζε, κόρη μου, να τη βλέπεις, να της μιλάς και να παίρνεις κουράγιο.

 

Ένα βράδυ ή γιαγιά περπατούσε στον διάδρομο του νοσοκομείου. Ξαφνικά, βλέπει μπροστά της μια γλυκύτατη γυναικεία μορφή, ντυμένη με την κάτασπρη στολή προϊσταμένης νοσοκόμας. Παραξενεύτηκε. Δεν ήταν άπ' αυτές πού ήξερε.

 

-Σάς βλέπω για πρώτη φορά, κυρία προϊσταμένη, παρατήρησε. Θα σας έχουμε τώρα εδώ; Τιμή μας.

 

- Εγώ, απάντησε ή άγνωστη, είμαι ή Παναγία. "Άκουσα τίς ικεσίες σας και ήρθα να σας βοηθήσω. Αύριο λοιπόν το πρωί ή Έρμίνα θα είναι καλά. Μόνο ν' αφοσιωθεί περισσότερο στον Υίό και Θεό μου.

 

Αυτά είπε κι έγινε άφαντη.

 

Ή ηλικιωμένη γυναίκα έμεινε μαρμαρωμένη. Όλα μπροστά της στριφογύριζαν. Είδε κι έπαθε να ισορροπήσει. Ύστερα τάχυνε το βήμα της προς την εγγονή της. Τη βρήκε κι εκείνη χαρούμενη.

 

- Έρμίνα μου, αυτό κι αυτό μου συνέβη.

 

- Ναί, γιαγιά, ήρθε και σε μένα ή Πανάχραντη. Με χάιδεψε στο κεφάλι και μου έδωσε θάρρος. Δεν πονάω πια. Αισθάνομαι ανάλαφρη.

 

Στήν πρωινή τους επίσκεψη οι γιατροί άντίκρυσαν ανεξήγητο θέαμα: Ή άρρωστη καθόταν ντυμένη σε μία καρέκλα. Μόλις τους είδε, σηκώθηκε χαρούμενη να τους υποδεχθεί.

 

-  Περίεργο! είπαν μεταξύ τους. Πρόκειται ασφαλώς για θεραπεία με αυθυποβολή. Φαίνεται πώς ενήργησε κίνηση ψυχολογική ή παραψυχολογική.

 

- Κύριοι συνάδελφοι! πήρε τότε τον λόγο ή Έρμίνα. Σάς πληροφορώ - και σαν γιατρός σας βεβαιώνω - πώς τίποτε άπ' αυτά πού λέτε δεν συμβαίνει. Ή θεραπεία μου οφείλεται αποκλειστικά στην Ύπεραγία Θεοτόκο. Πήρε είδηση και ό Ερρίκος. Είχε όμως τίς αμφιβολίες του.

 

-  Σίγουρα πρόκειται για προσωρινή βελτίωση, παρατήρησε. Αυτές οί αρρώστιες ξανάρχονται με μεταστάσεις. Δεν έχω εμπιστοσύνη.

 

- Μα εδώ δεν συνέβη κάτι φυσιολογικό. Έγινε θαύμα! εξήγησε ή θεραπευμένη.

 

- Δεν πιστεύω εγώ σε θαύματα. Μου φτάνει ή πρώτη λαχτάρα.

 

-  Και τότε τί θα γίνει;

 

-  Ανάλαβε την ευθύνη της ζωής σου μόνη σου. Έτσι είπε κι έφυγε βαρύς.

 

Ή Έρμίνα ένοιωσε σκοτοδίνη. Ήταν κάτι αναπάντεχο. Αμέσως όμως θυμήθηκε τη σύσταση της Παναγίας «ν' αφοσιωθεί περισσότερο στον Υιό και θεό της».

 

- Α, ναι, Χριστέ μου, Παναγία μου αναφώνησε. Μόνο ή δική σας αγάπη μένει σταθερή. Αυτή μου χρειάζεται. Αυτή θα με γεμίσει.

 

Έφυγε λοιπόν από την πατρίδα της την Πάτρα μακριά, σε μια φημισμένη μονή, κι εκεί - σαν Ερμιόνη μοναχή - αφιερώθηκε και αφοσιώθηκε ολόψυχα στον νυμφίο της Χριστό.

 

Γ΄ ΕΥΕΡΓΕΤΙΚΑ  ΟΡΑΜΑΤΑ

 

Όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης

 

Ο όσιος Ιωάννης ο Κουκουζέλης, ό επονομαζόμενος «άγγελόφωνος» για την όντως αγγελική του φωνή, γεννήθηκε στο Δυρράχιο το 1270, στα χρόνια της βασιλείας των Κομνηνών.

 

Για την εξαίρετη φωνή του τον προσέλαβαν σε βασιλικό σχολείο μουσικής. Ήταν εξαίρετος και στο ήθος, γι' αυτό ό βασιλιάς τον αγαπούσε υπερβολικά, καθώς και όλοι οί άρχοντες. Ό ίδιος όμως, από φόβο μήπως ή πρόσκαιρη δόξα του στερήσει την ουράνια αγαλλίαση, σχεδίαζε ν' αναχωρήσει από τον κόσμο.

 

Κάποτε ό ηγούμενος της Λαύρας του Άθω επισκέφθηκε τον βασιλιά για αναγκαία υπόθεση. Ή θέα του ηγουμένου και ή κοσμιότητα του φούντωσαν στην καρδιά του νέου τον πόθο νια την αγγελική πολιτεία. Αδιαφορεί λοιπόν για τη βασιλική εύνοια, αλλάζει τα μεταξωτά ρούχα του με τρίχινα, παίρνει ένα ραβδί και ξεκινά για τη Λαύρα.

 

Ό θυρωρός της μονής τον ρωτάει:

 

— Τί ζητάς και ποια τέχνη γνωρίζεις;

 

Κι εκείνος, κρύβοντας την πραγματική του τέχνη για να μην τον ανακαλύψει ό βασιλιάς, άπαντα:

 

- Βοσκός είμαι και ποθώ να γίνω μοναχός.

 

Ό ηγούμενος τον δέχθηκε, τον δοκίμασε για λίγο καιρό και αφού τον εκειρε μοναχό τον έστειλε στο βουνό να βόσκει τράγους. Έτσι ό όσιος πραγματοποίησε τον πόθο του και, εκτελώντας τη διακονία του, προσευχόταν συγχρόνως απερίσπαστος μέσα στην α­γαπημένη του ησυχία.

 

Μια μέρα έβοσκε τους τράγους σ' ένα ακρωτήριο. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πώς δεν υπάρχει κανένας, και άρχισε να ψάλλει έναν ύμνο με περισσή τέχνη και κατάνυξη.

 

Κάποιος ασκητής εκεί κοντά άκουσε την ουράνια μελωδία και βγήκε απορημένος από τη σπηλιά του. Βλέπει τότε ένα εξαίσιο θέαμα: Οί τράγοι είχαν σταματήσει τη βοσκή και παρακολουθούσαν τον εξαίρετο ψάλτη.

 

Το γεγονός αυτό δεν άργησε να το μάθει ό ηγούμενος. Από τότε ό όσιος αξιοποίησε το σπάνιο χάρισμα του, ψάλλοντας στον δεξιό χορό του καθολικού της Λαύρας. Ήταν Σάββατο του Ακάθιστου και ό Κουκουζέλης, αφού έψαλε με επιμέλεια τα ιδιόμελα και τον κανόνα της Θεοτόκου, αποκοιμήθηκε για λίγο από την κούραση, όρθιος στο στασίδι του. Βλέπει τότε μπροστά του την Ύπεραγία Θεοτόκο και ακούει τη γλυκεία φωνή της:

 

— Χαίρε Ιωάννη, παιδί μου. Ψάλλε μου και δεν θα σ' εγκαταλείψω.

 

Και λέγοντας αυτά, του έδωσε ένα χρυσό νόμισμα. Ξυπνά αμέσως ό όσιος και βλέπει γεμάτος χαρά στο δεξί του χέρι το φλουρί. Ευχαρίστησε τη Θεοτόκο για την εύνοια της και το παρέδωσε στην εκκλησία. Το νόμισμα αυτό είχε θαυματουργική δύναμη και τελούσε μεγάλα θαύματα.

 

Από τότε ό όσιος Ιωάννης δεν έλειπε ποτέ από τον δεξιό χορό, ψάλλοντας με προθυμία και δοξολογώντας τον Κύριο και τη Μητέρα Του. Από τον πολύ κόπο και την ορθοστασία σάπισε το πόδι του κι έβγαζε μια δύσοσμη οσμή. Ή Παναγία όμως δεν τον εγκατέλειψε. Εμφανίζεται πάλι και του λέει:

 

- Από τώρα θα είσαι υγιής.

 

Αμέσως ό όσιος θεραπεύθηκε και παρέμεινε υγιής μέχρι το τέλος της ζωής του. Προείδε μάλιστα τον θάνατο του, ζήτησε συγχώρηση άπ' όλους τους αδελφούς και εκοιμήθη οσιακά την 1η Οκτωβρίου.

 

Η Σκέπη της Θεοτόκου

 

Η εορτή της αγίας Σκέπης της Θεοτόκου (1η και, αργότερα, 28η "Οκτωβρίου) αντλεί την υπόθεση της από τον βίο του οσίου Ανδρέα, του δια Χριστόν σάλου. Ή εμφάνιση της Θεοτόκου στον όσιο έγινε αφορμή να καθιερωθεί ή εορτή αυτή.

 

Το περιστατικό συνέβη στη νότια πλευρά του ναού των Βλαχερνών, στο παρεκκλήσιο της αγίας Σωρού, όπου φυλάσσονταν ή έσθήτα, ό πέπλος και μέρος της ζώνης της Θεοτόκου.

 

Στο παρεκκλήσιο αυτό γινόταν κάποτε ολονυκτία. Εκεί πήγε να προσευχηθεί και ό όσιος Ανδρέας μαζί με τον μαθητή του άγιο Έπιφάνιο.

 

Ήταν ή ώρα περίπου 10 το βράδυ, οπότε ό όσιος βλέπει τη Θεοτόκο να προχωρεί από τίς βασιλικές πύλες προς το άγιο θυσιαστήριο.

 

Φαινόταν πολύ ψηλή και είχε λαμπρή τιμητική συνοδεία λευκοφόρων αγίων. Ανάμεσα τους ξεχώριζαν ό Τίμιος Πρόδρομος και ό θεολόγος Ιωάννης, οί όποιοι βάδιζαν δεξιά και αριστερά της. Από τους λευκοφόρους άλλοι προπορεύονταν και άλλοι ακολουθούσαν ψάλλοντας ύμνους και άσματα πνευματικά.

 

Όταν πλησίασαν στον άμβωνα, είπε ό όσιος Ανδρέας στον Έπιφάνιο:

 

- Βλέπεις, παιδί μου, την Κυρία και Δέσποινα του κόσμου;

 

- Ναί, τίμιε πάτερ, αποκρίθηκε ό νέος.

 

Ή Θεοτόκος την ώρα εκείνη γονάτισε και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Παρακαλούσε τον Υιό της νια τη σωτηρία του κόσμου και έβρεχε με δάκρυα το πρόσωπο της. Ύστερα μπήκε στο άγιο θυσιαστήριο και προσευχήθηκε για τους πιστούς πού αγρυπνούσαν.

 

Όταν τελείωσε τη δέηση της, με μια κίνηση χαριτωμένη και σεμνή έβγαλε από την άχραντη κεφαλή της το αστραφτερό μαφόριο, και τ' άπλωσε σαν σκέπη με τα πανάγια χέρια της πάνω στο εκκλησίασμα.

 

Έτσι απλωμένο το έβλεπαν και οί δυο τους για πολλή ώρα να εκπέμπει δόξα θεϊκή. Όσο φαινόταν εκεί ή Θεοτόκος, φαινόταν και το ιερό μαφόριο να σκορπίζει τη χάρη του. "Οταν εκείνη άρχισε ν' ανεβαίνει στον ουρανό, άρχισε κι εκείνο να συστέλλεται λίγο-λίγο και να χάνεται.

 

Όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ

 

Από τη χορεία των ρώσων αγίων, ξεχωριστή αγάπη στην Παναγία έτρεφε ό όσιος Σεραφείμ του Σάρωφ. 'Αλλά και ή Μητέρα του Θεού τον περιέβαλλε με ιδιαίτερη εύνοια, όπως αποδεικνύουν οί πολλές της εμφανίσεις σ' αυτόν.

 

Το ακόλουθο όραμα του οσίου είναι το πιο εντυπωσιακό. Το διηγείται ή μοναχή του Ντιβέγιεβο Ευπραξία, γιατί αξιώθηκε κι αυτή να το απολαύσει μαζί με τον άγιο:

 

«Νωρίς το πρωί της 25ης Μαρτίου 1831 ακούστηκε μια δυνατή βοή και ακολούθησε ένας αρμονικός ύμνος. Ή πόρτα του δωματίου άνοιξε μόνη της κι απλώθηκε παντού φως κι ευωδία. Ό στάρετς Σεραφείμ ήταν γονατιστός με τα χέρια υψωμένα. Εγώ έτρεμα.

 

Ξαφνικά σηκώνεται και μου λέει:

 

- Μη φοβάσαι, παιδί μου. Να, ή Δέσποινα μας, ή Ύπεραγία Θεοτόκος έρχεται κοντά μας!

 

Πράγματι, μπροστά πήγαιναν δύο άγγελοι κρατώντας ανθισμένα κλαδιά. Ακολουθούσαν ό Τίμιος Πρόδρομος και ό Θεολόγος άγιος Ιωάννης, ενώ πίσω τους έκανε την εμφάνιση της ή Παναγία με δώδεκα   παρθενομάρτυρες.

 

Ή Θεοτόκος, φορώντας ένα λαμπρό μανδύα κι ένα υπέροχο στέμμα, με πλησίασε, ενώ ήμουν πεσμένη κάτω. Με άγγιξε και ευδόκησε να μου πει:

 

- Σήκω, αδελφή, και μη φοβάσαι. Μαζί μου έχουν έρθει παρθένες σαν κι εσένα.

 

Δεν κατάλαβα πώς σηκώθηκα. Ή βασίλισσα επανέλαβε:

 

- Μη φοβάσαι. Ήρθαμε να σας επισκεφθούμε.

 

Ό π. Σεραφείμ, όρθιος μπροστά στην Παναγία, μιλούσε μαζί της με πολλή οικειότητα. Ή Θεοτόκος του είπε πολλά. Αν και συμμετείχα στο όραμα, δεν μπόρεσα ν' ακούσω τί έλεγαν. Άκουσα μόνο το εξής:

 

- Μην αφήνεις τις παρθένες μου του Ντιβέγιεβο.

 

- Ώ Δέσποινα! Τις συγκεντρώνω, αλλά δεν μπορώ να τις κατευθύνω μόνος μου.

 

-  Θα σε βοηθήσω σε όλα εγώ. Θα τις διδάξεις την υπακοή. "Αν την κρατήσουν, θα είναι μαζί σου και κοντά μου. Διαφορετικά, θα χάσουν τη θέση πού τους ετοιμάζω ανάμεσα σ' αυτές εδώ τις παρθένες. Ούτε τέτοια θέση ούτε τέτοιο στεφάνι θ' απολαύσουν. "Οποιοσδή­ποτε τίς προσβάλει, θα τιμωρηθεί από μένα. Κι όποιος τις διακονήσει για την αγάπη του Χρίστου, θα βρει έλεος ενώπιον Του. Κατόπιν ή Παναγία στράφηκε σ' εμένα.

 

-  Κοίταξε, μου είπε, αυτές τις παρθένες και τα στεφάνια τους. Μερικές άφησαν επίγεια βασίλεια και πλούτη για την ουράνια Βασιλεία. Όλες αγάπησαν την εκούσια πτώχεια, αγάπησαν μόνο τον Κύριο, και γι' αυτό βλέπεις πόση δόξα και τιμή αξιώθηκαν. Όπως υπέφεραν οι αρχαίες μάρτυρες, έτσι υποφέρουν και οι σημερινές. Μόνο πού εκείνες υπέφεραν φανερά, ενώ σήμερα υποφέρουν μυστικά, με θλίψη καρδίας. Ό μισθός τους όμως θα είναι ό ίδιος.

 

Γυρίζοντας υστέρα ή Θεοτόκος στον Στάρετς, τον ευλόγησε και του είπε:

 

-  Σύντομα, αγαπητέ μου, θα είσαι μαζί μας!

 

Κατόπιν ό όσιος αντάλλαξε μαζί της χαιρετισμό, κα­θώς και με όλους τους αγίους. Κάποιος άπ' όλους γύρισε και μου είπε:

 

— Αξιώθηκες αυτό το όραμα χάρη στίς προσευχές των πατέρων Σεραφείμ, Μάρκου, Ναζαρίου και Παχωμίου.

 

Ξαφνικά όλα χάθηκαν. Το όραμα, πού είχε διαρκέσει λιγότερο από μία ώρα, τελείωσε. Ήταν το δωδέκατο πού αξιώθηκε ν' απολαύσει ό όσιος Σεραφείμ στην επίγεια ζωή του».

 

Γέρων Γελάσιος

 

Στις Φώκιες της Μικρασίας πρωτοείδε τον ήλιο ό γέρων Γελάσιος. Γεννήθηκε το 1902, και μέχρι τον φρικτό διωγμό του 1922 γαλουχήθηκε με τα νάματα και τίς παραδόσεις της μικρασιατικής ευσέβειας.

 

Μικρός πήγαινε στα εξωκλήσια των νησιών πού ήταν μπροστά στο λιμάνι, κι όταν γύριζε ρωτούσε τη μητέρα του:

 

  Μάνα, ποια είναι ή γυναίκα πού κρατάει το παιδί στην αγκαλιά της μέσα στην εκκλησία;

 

  Ή κυρά Παναγιά, απαντούσε εκείνη γλυκά, με τον αφέντη τον Χριστό.

 

Από μικρός ό γέροντας έβλεπε χειροπιαστή στη ζωή του την προστασία της Παναγίας και την καθοδήγηση της. Σέ ηλικία 15 χρονών κατατάσσεται εθελοντής στον συμμαχικό στρατό, φλεγόμενος από ζήλο για τη Μεγάλη Ελλάδα. Τότε σ' ένα ναυάγιο στη Μεσόγειο σώθηκε θαυματουργικά από την Παναγία και τον "Άγιο Νικόλαο, αφού πάλεψε τρία μερόνυχτα στο ανοιχτό πέλαγος.

 

Στη Μυτιλήνη, όπου εγκαταστάθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή, είχε παρηγοριά του την Παναγία της Αγιάσου. Τα τάματα πού της είχε κάνει σαν ψαράς και ναυτικός, τα ξεπλήρωσε αργότερα σαν μοναχός, εκδηλώνοντας έτσι την ευχαριστία και ευγνωμοσύνη του για τη βοήθεια της.

 

«Το 1928, διηγείται ό ίδιος, ταξίδευα με το καΐκι μας έξω από την Τήνο. Ό καιρός ήταν καλός και το καΐκι έτρεχε με 8 μίλια.

 

- Βρε Αντώνη, είπα στον αδελφό μου, επιθυμώ να προσκυνήσουμε την Παναγία.

 

Εκείνος όμως αρνήθηκε:

 

— Τέτοιον καιρό δεν θα τον ξαναβρούμε. Εμείς το πρωί θα είμαστε στον Πειραιά.

 

Τί να έλεγα; Ό Αντώνης ήταν μεγαλύτερος. Έκανα λοιπόν βόλτες στο κατάστρωμα, μέχρι πού πλησιάσαμε 300-400 μέτρα στο λιμάνι. Τότε ξαφνικά κόπηκε ό αέρας. Ή θάλασσα έγινε λάδι γύρω άπ' το καΐκι. Κρέμασαν τα πανιά. Τί παράξενο όμως! Ή μπουνάτσα έγινε μόνο νια μας. Πιο πέρα ό αέρας βούιζε. Ήταν, φαίνεται, επέμβαση της Παναγίας, για να ικανοποιήσει την επιθυμία μου.

 

- Άντε, να γίνει το χούι σου, είπε ό Αντώνης.

 

Ήταν Πάσχα. Βγήκαμε και προσκυνήσαμε. Εκεί άκουσα νια πρώτη φορά το «Ό άγγελος εβόα».

 

Αργότερα ή Παναγία κάλεσε με θαυμαστό τρόπο τον π. Γελάσιο από το καΐκι του στο περιβόλι της.

 

«Μια νύχτα στον ύπνο μου, διηγείται ό γέροντας, μου φάνηκε πώς ήταν πολύς λαός συγκεντρωμένος νια να υποδεχθεί τη βασίλισσα. Από μακριά φάνηκαν «τ' άλόγατα» πού τρέχανε σέρνοντας πίσω χρυσή άμαξα. Πάνω της καθόταν ή βασίλισσα με πλήθος δορυφό­ρων και αξιωματικών. Ξαφνικά κάποιος με άρπαξε και με ανέβασε στην άμαξα, στο πίσω μέρος. Σέ λίγο φθάσαμε σ' ένα κάστρο με πύργους και λαμπρό παλάτι. Εκεί ή βασίλισσα κατέβηκε. Δεν πρόλαβα όμως να τη δω καθαρά. Πρόσεξα μόνο το ένα μέρος του προσώπου της, καθώς ανέβαινε τίς σκάλες του παλατιού.

 

Ξύπνησα! Βγήκα έξω και πήγα στο καφενείο, όπου ήταν και άλλοι ναυτικοί. Βρισκόμουν στο Πασαλιμάνι με το καΐκι μου φορτωμένο. Ό νους μου όμως είχε γεμίσει από την ομορφιά της Βασίλισσας. Αργότερα συνάντησα κάποιον άγιαννανίτη μοναχό. Του διηγήθηκα τ' όνειρο μου κι εκείνος μου εξήγησε πώς με καλεί ή Παναγία στο "Ανιόν Όρος να γίνω πιστός της ακόλουθος.

 

Ή καρδιά μου νια λίγο διχάστηκε. Νίκησε όμως ή αγάπη της βασίλισσας. Την ίδια μέρα εγκατέλειψα κι εγώ, σαν τους Αποστόλους, πλοίο φορτωμένο, αδελφό, γονείς, και ξεκίνησα για τον "Αθωνα. Το τέρμα του ταξιδιού μου ήταν ή μονή Γρηγορίου. Μπήκα στο κα­θολικό να προσκυνήσω. Την ώρα εκείνη ψαλλόταν ή θεία λειτουργία. Στή θεομητορική εικόνα του τέμπλου αναγνώρισα τη βασίλισσα του ονείρου μου! Έσπευσα να την ασπασθώ, οπότε ό διακο-θεόδωρος, πού στεκόταν εκεί, μου είπε:

 

- Χάθηκαν οι εικόνες της Παναγίας, παιδί μου, και ήρθες στο τέμπλο να προσκυνήσεις;

 

Άλλα, βέβαια, που να ήξερε τη δική μου καρδιά...».

 

Ο βλάσφημος ψαράς

 

Πίσω Λιβάδι της Πάρου, προπαραμονή Δεκαπενταύγουστου 1931, βρίσκονταν τρεις ομάδες ψαράδων, πού ψάρευαν τίς νύχτες με τα γρι-γρι στο στενό μεταξύ Πάρου και Νάξου.

 

Εκείνη τη νύχτα ή μία ομάδα έμεινε στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες το έριξαν στο πιοτό, το πιοτό έφερε το κέφι, κι εκείνο παρεξηγήσεις και βαρείες κουβέντες.

 

Ούτε την Παναγία δεν σεβάστηκαν οι βλάσφημοι. Του κάκου προσπαθούσαν ό λιμενοφύλακας και ό μαγαζάτορας του μικρού λιμανιού να τους συγκρατήσουν.

 

Απότομα ό ουρανός βάρυνε. Ή θάλασσα άρχισε να μουγκρίζει. Σέ μισή ώρα το κύμα σηκώθηκε βουνό, παρασύροντας το ψαροκάικο και τίς βάρκες με τίς λάμπες, μέχρι πού τίς πέταξε σπασμένες στη στεριά. Κατόπιν ή θάλασσα γαλήνεψε, κι ένα καΐκι από τη Νάξο φάνηκε να μπαίνει στο λιμανάκι. Ό καπετάνιος του απόρησε βλέποντας τα συντρίμμια στη στεριά.

 

-  Πώς έγινε αυτό; ρώτησε. Εγώ ταξίδευα με θάλασσα γυαλί!

 

- Ήταν θαύμα της Παναγίας, εξήγησε ένας από τους ψαράδες του γρί-γρί.

 

Οί περισσότεροι συμφώνησαν. Δυό-τρεις όμως μίλησαν ειρωνικά κι έδωσαν άλλη εξήγηση:

 

- Ήταν ανεμοστρόβιλος. Καλά πού δεν μας σήκωσε στον ουρανό τίς βάρκες.

 

Ένας μάλιστα, ό Γρηγόρης Λιάκουρας, πρόσθεσε:

 

- Άντε μωρέ, πού ήταν θαύμα! Όρεξη δεν είχε ή Παναγιά - να μην τη στολίσω και τώρα - να καταπιάνεται με μας τους ψαράδες.

 

Αυτά είπε και πήγε να δει τη ζημιά πού είχε πάθει ή δική του ψαρόβαρκα. Τη βρήκε σμπαραλιασμένη. Έφτυσε τότε έξαλλος πάνω στα συντρίμμια, βλαστήμησε πάλι την Παναγία και αποσύρθηκε να κοιμηθεί.

 

Μόλις ξάπλωσε, είδε ολοζώντανη την Παναγία, - σαν σε όνειρο, σαν σε ξύπνιο - να τον πλησιάζει και να τον ερωτά:

 

- Γιατί, παιδί μου, δεν με σέβεσαι;

 

- Τί εϊν' αυτά πού μου λες, κυρά μου; θύμωσε εκείνος. Δεν σε ξέρω καθόλου. Πότε δεν σε σεβάστηκα;

 

- Δεν με ξέρεις; Τότε γιατί όλο με βλαστημάς;

 

Στα λόγια αυτά τινάχτηκε όρθιος. Έκανε να φωνάξει, να τρέξει, αλλά δεν μπορούσε. Τα πόδια του είχαν βυθιστεί ως τα γόνατα στην άμμο. Έκανε τον σταυρό του. Και τότε είδε πάλι, ξεκάθαρα πια, την Παναγία και την άκουσε να του λέει:

 

— Έλα στο σπίτι μου, στην Εκατονταπυλιανή, στην Παροικία της Πάρου. Έλα εκεί να με προσκυνήσεις.

 

Ό Λιάκουρας έφυγε την ίδια στιγμή σχεδόν τρέχοντας. Έφθασε στην Εκατονταπυλιανή λίγο μετά την ανατολή του ηλίου. Έτρεξε γρήγορα στο εικόνισμα της Θεοτόκου. Στή θεία της μορφή αναγνώρισε τη γυναίκα του οράματος του. Γονάτισε και προσευχήθηκε ώρες ολόκληρες. Ύστερα γύρισε στο Πίσω Λιβάδι. Εκεί διαπίστωσε ένα καινούργιο θαύμα: Οι βάρκες και το ψαροκάικο έστεκαν στη στεριά χωρίς καμιά ζημιά!

 

Μια έκτρωση πού δεν έγινε

 

Τά πρώτα παιδιά πού απέκτησε ή Ευτυχία Αλεξάνδρου ήταν αγόρια, αλλά δεν επέζησαν. Κατόπιν έφερνε στη ζωή μόνο κορίτσια.

 

Το 1939 μετοίκησε οικογενειακώς στο Χαρτούμ του Σουδάν. Εκεί έμεινε πάλι έγκυος, αλλά στενοχωρημένη από τίς προηγούμενες εμπειρίες της αποφάσισε να κάνει έκτρωση.

 

Το ίδιο βράδυ βλέπει στον ύπνο της ένα συγκλονιστικό όνειρο: Ήταν μεγάλη Παρασκευή, κι ετοιμαζόταν να μπει στον ορθόδοξο ναό της Ευαγγελίστριας του Χαρτούμ. Τη στιγμή εκείνη ό ιερέας, ντυμένος τ' άμφια του και κρατώντας το ιερό Ευαγγέλιο, της είπε:

 

-  Είσαι αμαρτωλή!

 

Αμέσως ή Ευτυχία γονάτισε συγκινημένη και ζήτησε συγνώμη. Τότε ό ιερέας την οδήγησε στο εσωτερικό του ναού, εκεί όπου ήταν ό επιτάφιος, και της είπε:

 

-  Εγώ δεν είμαι άξιος για να σε συγχωρήσω. Από δω να ζητήσεις συγνώμη.

 

Γυρίζει ή γυναίκα και βλέπει κοντά στον επιτάφιο την εικόνα της Παναγίας να θρηνεί. Από τα θεία μάτια της έτρεχαν αληθινά δάκρυα. Κάποια στιγμή γυρίζει προς την Ευτυχία και της λέει:

 

-  Κοίταξε! Είχα ένα και το έχασα. Πρόσεξε μη χάσεις κι εσύ αυτό πού κρατάς μέσα σου.

 

Ύστερα ό ιερέας έβγαλε από πάνω του ένα μεγάλο σταυρό, τον πέρασε στον λαιμό της και της είπε:

 

-  Πρόσεξε μη χάσεις τον σταυρό πού φοράς. "Όταν ξύπνησε, έφερε με κάθε λεπτομέρεια στη μνήμη της το όνειρο. Πείστηκε μ' αυτό πώς έπρεπε με κάθε θυσία να κρατήσει το παιδί της.

 

Σέ πέντε μήνες γέννησε ένα αγοράκι. Με κατάπληξη είδε αποτυπωμένο στο στέρνο του το σημείο του τιμίου σταυρού. Έταξε τότε στην Παναγία να φέρει το μικρό και να το βαφτίσει στην Τήνο. Δυστυχώς μεσολάβησε ό δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και αναγκάστηκε να το βαφτίσει στο Χαρτούμ. Δεν παρέλειψε όμως να το ονομάσει Ευάγγελο.

 

Μεγαλώνοντας το παιδί έμαθε από τη μητέρα του την ιστορία της γεννήσεως του και ρίζωσε μέσα του ή επιθυμία να προσκυνήσει τη Μεγαλόχαρη. Κάποια χρονιά, στο πανηγύρι της Παναγίας, ήρθε και ό μικρός Ευάγγελος στην Τήνο, προσκυνητής μαζί με τη μητέρα του. Ήθελε μάλιστα να παραμείνει όλη τη νύχτα στον ναό, γιατί επιθυμούσε και πίστευε πώς θα έβλεπε την Παναγία.

 

Ό μεγάλος εσπερινός είχε προχωρήσει και ό δεσπότης κήρυττε κάτω από τον κεντρικό πολυέλαιο. Ξαφνικά βλέπει ό Ευάγγελος από τον γυναικωνίτη, όπου βρισκόταν, ένα δυνατό φως πού έλαμπε σαν τον ήλιο κι έπαιρνε κάποτε μια κόκκινη απόχρωση. Συγχρόνως βλέπει να πλησιάζει μία ωραία νέα γυναίκα. Είχε παράστημα ηγεμονικό, φορούσε φωτοστέφανο, και με υψωμένο το δεξί της χέρι ευλογούσε τα πλήθη..

 

Δ΄ ΠΡΟΣΤΑΤΙΣ  ΚΑΙ ΒΟΗΘΟΣ

 

Στον πόλεμο του '40

 

Στο μέτωπο, σ' όλη τη γραμμή, από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τίς παγωμένες Πρέσπες, ό ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ϊδιο όραμα: Έβλεπε τίς νύχτες μια γυναικεία μορφή να Βαδίζει ψηλόλιγνη, άλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της άναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν ή μάνα ή μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα, ή λαβωμένη της Τήνου, ή υπέρμαχος  Στρατηγός.

 

Γράμμα από τη Μόροβα

 

Ο Τάσος Ρηγοπούλας, στρατευμένος στήν Αλβανία το 1940, έστειλε από το μέτωπο το παρακάτω γράμμα στον αδελφό του. «Αδελφέ μου Νίκο.

 

Σου γράφω από μια αετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ή φύση τριγύρω είναι πάλλευκη. Σκοπός μου όμως δεν είναι να σου περιγράψω τα θέλγητρα μιας χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγριο μεγαλείο της. Σκοπός μου είναι να σου μεταδώσω αυτό πού έζησα, πού το είδα με τα μάτια μου και πού φοβάμαι μήπως, ακούγοντας το από άλλους, δεν το πιστέψεις.

 

Λίγες στιγμές πρίν ορμήσουμε για τα οχυρά της Μόροβας, είδαμε σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων μια ψηλή μαυροφόρα να στέκει ακίνητη.

 

 - Τίς εϊ; Μιλιά...

 

Ό σκοπός θυμωμένος ξαναφώναξε: -Τις ει;

 

Τότε, σαν να μας πέρασε όλους ηλεκτρικό ρεύμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

 

Εκείνη όρμησε εμπρός σαν να είχε φτερά αετού. Εμείς από πίσω της. Συνεχώς την αισθανόμασταν να μας μεταγγίζει αντρειοσύνη. Ολόκληρη εβδομάδα παλέψαμε σκληρά, νια να καταλάβουμε τα οχυρά ΊΒάν-Μόροβας.

 

Υπογραμμίζω πώς ή επίθεση μας πέτυχε τους Ιταλούς στην αλλαγή των μονάδων τους. Τα παλιά τμήματα είχαν τραβηχτεί πίσω και τα καινούργια... κοιμόνταν! Το τί έπαθαν δεν περιγράφεται. Εκείνη ορμούσε πάντα μπροστά. Κι όταν πια νικητές ροβολούσαμε προς την ανυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ή Υπέρμαχος έγινε ατμός, νέφος απαλό και χάθηκε».

 

Θαύμα στο Μπούμπεση

 

Ζωντανό θαύμα της Παναγίας έζησαν στον έλληνοϊταλικό πόλεμο οί στρατιώτες του 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχη Πετράκη, στην κορυφογραμμή του Ροντένη, δεξιά της θρυλικής Κλεισούρας.

 

Κάθε βράδυ, από τίς 22-1-41 και έπειτα, στίς 9.20 ακριβώς, το βαρύ ιταλικό πυροβολικό άρχιζε βολή εναντίον του τάγματος Πετράκη και του δρόμου, άπ' όπου περνούσαν τα μεταγωγικά. Πέρασαν ήμερες και το κακό συνεχιζόταν, δημιουργώντας εκνευρισμό και απώλειες. Τολμηροί ανιχνευτές των εμπροσθοφυλακών και αεροπόροι εξαπολύθηκαν μέχρι βαθιά στίς ιταλικές γραμμές, αλλά επέστρεψαν άπρακτοι. Δεν μπορούσαν να εντοπίσουν τα ιταλικά πυροβόλα, ίσως γιατί οί Ιταλοί κάθε βράδυ τα μετακινούσαν.

 

Ήταν όμως απόλυτη ανάγκη να εντοπισθούν οί εχθρικές θέσεις. Ένα βράδυ του Φεβρουαρίου ακούστηκαν πάλι οί όμοβροντίες των ιταλικών κανονιών.

 

- Παναγία μου, φώναξε τότε ό ταγματάρχης εντελώς αυθόρμητα, βοήθησε μας! Σώσε μας άπ' αυτούς τους δαίμονες.

 

Αμέσως στο βάθος πρόβαλε ένα φωτεινό σύννεφο. Σιγά-σιγά σχημάτισε κάτι σαν φωτοστέφανο. Και κάτω άπ' αυτό μερικά ασημένια συννεφάκια σχημάτισαν τη μορφή της Παναγίας, ή οποία άρχισε να γέρνει προς τη γη και στάθηκε σ' ένα φαράγγι, ανάμεσα σε δύο υψώματα του Μπούμπεση. Το όραμα το είδαν όλοι στο τάγμα και ρίγησαν.

 

-  Θαύμα! βροντοφώναξε ό ταγματάρχης.

 

-  Θαύμα! Θαύμα! επανέλαβαν οι στρατιώτες και σταυροκοπήθηκαν.

 

Αμέσως έφυγε ένας σύνδεσμος με σημείωμα του Πετράκη νια την πυροβολαρχία του Τζήμα. Σέ δέκα λεπτά βρόντησαν τα ελληνικά κανόνια και σε είκοσι έσίγησαν τα ιταλικά. Οί οβίδες μας είχαν πετύχει απόλυτα τον στόχο.

 

Ο βλάσφημος ανθυπασπιστής

 

Ο Χρήστος Βέργος, επιστρατευμένος στον πόλεμο της Κορέας, διηγείται:

 

«Ήμουν ανθυπασπιστής στο τάγμα της Κορέας. Δεν πίστευα πουθενά, παρά μόνο στη δύναμη των Βαρέων όπλων πού κατεύθυνα. Επί πλέον ήμουν αδιόρθωτα βλάσφημος. Όλες οί βλασφημίες μου συγκεντρώνονταν στην Παναγία. Όσοι με άκουγαν ανατρίχιαζαν. Οι φαντάροι μου έκαναν τον σταυρό τους, για να μην τους βρει κακό. Οι ανώτεροι μου διαρκώς με παρατηρούσαν και με τιμωρούσαν. "Ωσπου μια νύχτα έζησα ένα ολοφάνερο Θαύμα.

 

Ξημέρωνε ή 7η "Απριλίου 1951. Με τη διμοιρία μου είχα καταλάβει μια πλαγιά σε ύψωμα κοντά στον 38ο παράλληλο. Μέχρι τα ξημερώματα έμεινα άγρυπνος στο όρυγμα μου μαζί με τον στρατιώτη Σταύρο Άδαμάκο. Όταν ρόδιζε ή αυγή, οπότε δεν υπήρχε φόβος αιφνιδιασμού, αποκοιμήθηκα. Είδα τότε ένα όνειρο πού με συνετάραξε:

 

Μία γυναίκα στα μαύρα ντυμένη, με αγνή ομορφιά και γλυκύτατη φωνή, με πλησιάζει και με ρωτά ακουμπώντας το χέρι στον ώμο μου:

 

-  θέλεις να βρίσκομαι κοντά σου Χρήστο; Ένοιωσα τότε μια βαθειά αγαλλίαση.

 

- Και ποια είσαι συ; τη ρώτησα.

 

Τότε εκείνη άλλαξε έκφραση και με παρατήρησε αυστηρά:

 

- Γιατί, Χρήστο, διαρκώς με βρίζεις;

 

— Πρώτη φορά σε βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πώς είναι δυνατό να βρίζω μια άγνωστη μου;

 

- Ναί, Χρήστο, επέμεινε εκείνη πιο αυστηρά. Με βρίζεις. Εγώ όμως είμαι πάντα κοντά σε σένα και σ' όλους τους στρατιώτες του τάγματος. Γιατί δεν πηγαίνετε στο Πουσάν, ν' ανάψετε κεριά στ' αδέλφια σας πού έχουν ταφεί εκεί;

 

Μ' αυτή τη φράση ξύπνησα τρομαγμένος. Ό Σταύρος δίπλα μου με κοίταζε σαστισμένος.

 

-  Κύριε άνθυπασπιστά, κάτι έχεις, μου είπε. Βογκούσες και παραμιλούσες στον ύπνο σου.

 

Του διηγήθηκα το όνειρο μου και καταλήξαμε πώς ήταν αποτέλεσμα κοπώσεως και συζητήσεων γύρω από τους νεκρούς του Πουσάν.

 

Ενώ όμως λέγαμε αυτά, ξαναβλέπω τη γυναίκα του ονείρου μου μπροστά μου. —  Άδαμάκο! βάζω μια φωνή. Ή γυναίκα... Αυτή... Να... τη βλέπεις;

 

Εκείνος προσπαθούσε να με καθησυχάσει, αλλά που εγώ! Ή μαυροφορεμένη γυναίκα με την αγνή ομορφιά και τη γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου και μου είπε:

 

— Μη φοβάσαι... Μη φοβάσαι, παιδί μου. Είμαι ή Παναγία. Σάς προστατεύω όλους παντού και πάντοτε. 'Αλλά θέλω από σένα να μη με βρίσεις ούτε στίς δυσκολότερες στιγμές της ζωής σου.

 

Πέφτω αμέσως ταραγμένος να φιλήσω τα πόδια της. Εκείνη όμως είχε γίνει άφαντη. Έκλαψα τότε άπ' τα βάθη της καρδίας μου ένα κλάμα ανακουφίσεως και χαράς, εγώ πού δεν είχα κλάψει ποτέ στη ζωή μου».

 

Το αδέσποτο μουλάρι

 

Ο Ν. Ντραμουντιανός διηγείται μία θαυμαστή εμπειρία του από τον πόλεμο του '40:

 

«Ό λόχος μας πήρε διαταγή να καταλάβει ένα προχωρημένο ύψωμα νια προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμπούρι μέσα στα βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, άρχισε να πέφτει πυκνό χιόνι. Έπεφτε αδιάκοπα δύο μερόνυχτα κι έφτασε σε πολλά μέρη τα δύο μέτρα. Αποκλειστήκαμε από την επιμελητεία. Καθένας είχε τροφές στο σακίδιο του για μία ήμερα. Από την πείνα και το κρύο δεν λάβαμε πρόνοια «δια την αυριον» και τίς καταβροχθίσαμε.

 

Από κει και πέρα άρχισε το μαρτύριο. Τη δίψα μας τη σβήναμε με το χιόνι, αλλά ή πείνα μας θέριζε. Περάσαμε έτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Το ηθικό μας το διατηρούσαμε ακμαίο, αλλά ή φύση έχει και τα όρια της. Μερικοί υπέκυψαν. Το ίδιο τέλος περιμέναμε όλοι «υπέρ πίστεως και πατρίδος».

 

Τότε μία έμπνευση του λοχαγού μας έκανε το θαύμα! Έβγαλε άπ' τον κόρφο του μία χάρτινη εικόνα της Παναγίας, την έστησε στο ψήλωμα και μας κάλεσε γύρω του:

 

— Παλικάρια μου! είπε. Στήν κρίσιμη αυτή περίσταση ένα θαύμα μόνο μπορεί να μας σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε την Παναγία, τη μητέρα του Θεανθρώπου, να μας βοηθήσει!

 

Πέσαμε στα γόνατα, υψώσαμε τα χέρια, παρακαλέσαμε θερμά. Δεν προλάβαμε να σηκωθούμε κι ακούσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε και πιάσαμε τα όπλα. Πήραμε θέση «επί σκοπόν».

 

Δεν πέρασε ένα λεπτό και βλέπουμε ένα πελώριο μουλάρι να πλησιάζει κατάφορτο. Ανασκιρτήσαμε! Ζώο χωρίς οδηγό να περνά το βουνό, μ' ένα μέτρο χιόνι — το λιγότερο - ήταν εντελώς αφύσικο. Καταλάβαμε: Το οδηγούσε ή Κυρία Θεοτόκος. Την ευχαριστήσαμε όλοι μαζί ψάλλοντας σιγανά, μα ολόκαρδα, το «Τη ύπερμάχω» και άλλους ύμνους της. Το ζώο είχε πάνω του μία ολόκληρη επιμελητεία από τρόφιμα: κουραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιάκ και άλλα.

 

Πολλές κι απίστευτες κακουχίες πέρασα στον πόλεμο. 'Αλλ' αυτή μου μένει αξέχαστη, γιατί δεν είχε διέξοδο. Την έδωσε όμως ή Παναγία».

 

Τα φίδια της Κεφαλλονιάς

 

Στη νότια Κεφαλονιά, κοντά στο χωριό Μαρκόπουλο, συναντάμε την εκκλησία της Κοιμήσεως. Εκεί κάθε Δεκαπενταύγουστο συμβαίνει κάτι περίεργο και θαυμαστό. Από την εορτή της Μεταμορφώσεως εμφανίζονται μέσα κι έξω από τον ναό φίδια. Είναι τα λεγόμενα «φίδια της Παναγίας».

 

Όσο περνούν οί μέρες πληθαίνουν κι αυτά, και την παραμονή της Κοιμήσεως αυξάνονται υπερβολικά. Βλέπεις Μαρκοπουλιώτες να γυρίζουν στη ρεματιά, στην όχθη της οποίας είναι χτισμένη ή εκκλησία, για να μαζέψουν φίδια να τα φέρουν στην Παναγία. Από που βγαίνουν, αλλά και που κρύβονται μετά την εορτή, κανείς δεν γνωρίζει. Παραμένει ένα μυστήριο.

 

Την ώρα του εσπερινού κυκλοφορούν ελεύθερα ανάμεσα στους πιστούς, στα προσκυνητάρια και στα στασίδια, χωρίς να φοβούνται κανένα.

 

— Θ' ανεβαίνουν στον κόρφο σας, λένε οι χωρικοί για να προετοιμάσουν τους ξένους, και με τη χάρη τσή Παναγίας δεν θα σας πειράζουνε. Θα τα βαστάτε στο χέρι σας και θα σας γλύφουνε σα γατσούλια.

 

Το γεγονός αυτό τονίζει το ακόλουθο τοπικό δίστιχο: «Τα φίδια άπ' το Μαρκόπουλο καλαίνω να με φανέ, μα κείνα είναι τσή Παναγιάς και με χαϊδολογάνε».

 

Πραγματικά, βλέπει κανείς απίστευτα πράγματα: Άλλα φίδια τυλιγμένα σαν βραχιόλια στα μπράτσα των πιστών. Άλλα ανεβασμένα στην εικόνα της Παναγίας ή στον Εσταυρωμένο, και άλλα στους άρτους της αρτοκλασίας. Μπορεί επίσης ένα φίδι ν' ανεβεί στο ευαγγέλιο, πού διαβάζει ό παπάς την ώρα της θ. λειτουργίας. Πανηγυρίζουν κι αυτά σαν εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου μαζί με τους χριστιανούς. Και δίνουν στην εορτή ένα τόνο έδεμικό, αφού στην Εδέμ οι πρωτόπλαστοι ζούσαν αδελφωμένοι με τα ζώα.

 

Φεύγοντας ή 15η Αυγούστου, αναχωρούν και τα φίδια. Γερμανοί φυσιοδίφες τα εξέτασαν, αλλά δεν μπόρεσαν να τα κατατάξουν σε κανένα από τα γνωστά είδη. Είναι γκρίζα, λεπτά, και δεν περνούν το μέτρο. Όταν τα χαϊδεύεις, νοιώθεις το δέρμα τους βελούδινο και βλέπεις δυο ματάκια σπινθηροβόλα. Στό πλατύ τους κεφάλι σχηματίζεται ένας μικρός σταυρός, καθώς επίσης και στην άκρη της λεπτής γλώσσας τους.

 

"Αν κάποια χρονιά τα φίδια δεν παρουσιασθούν, είναι κακό σημάδι. Αυτό συνέβη το 1940, καθώς και το 1953, οπότε δοκιμάσθηκε το νησί από τους σεισμούς. 

 

Ένα θαύμα στο μικροσκόπιο

 

Ένα πρωτοφανές θαύμα της Θεοτόκου αναστάτωσε τον θρησκευτικό κόσμο στη Γαλλία: Ό Μπασάμ Άσσάφ είναι υπηρέτης ενός ορθοδόξου σύρου στο Παρίσι, του Μιχαήλ Μερέζ.

 

Στις 12 Αυγούστου 1988 ό Μερέζ απουσίαζε και τηλεφώνησε στον Άσσάφ να κάνει τίς απαραίτητες προετοιμασίες νια την εορτή της Κοιμήσεως. Ό πλούσιος επιχειρηματίας έχει μέσα στο σπίτι του ένα μικρό εκκλησάκι. Μέσα σ' αυτό ό πιστός υπηρέτης έκαψε θυμίαμα, άναψε ακοίμητη κανδήλα και πρόσφερε άνθη στη Θεοτόκο, της οποίας υπάρχουν έκεί πολλές εικόνες.

 

Ύστερα προσευχήθηκε στην Παναγία για την οικογένεια του πού μένει στη Συρία, και νια τον κύριο του πού τον αγαπά σαν πατέρα.

 

Την ώρα εκείνη ακριβώς εμφανίζεται στον υπηρέτη ή Θεοτόκος και του λέει:

 

- Σέ προστατεύω. Είμαι μαζί σου. Πάρε αυτό το δώρο!

 

Την ίδια στιγμή ό Ασσάφ ένοιωσε να γεμίζουν τα χέρια του μ' ένα υγρό, πού είχε τη σύσταση και την οσμή πολύ καθαρού ελαιόλαδου.

 

Όταν επέστρεψε ό Μερέζ στο Παρίσι, πληροφορήθηκε το γεγονός, αλλά προτίμησε να το κρατήσει μυστικό. Το θαύμα όμως επαναλήφθηκε, και το θαυματουργό έλαιο έκανε διάφορες θεραπείες σε σύρους και λιβανέζους. Τότε ό Μερέζ έδωσε συνέντευξη τύπου, παρουσία του Μητροπολίτου Γαλλίας Ιερεμία και του εκπροσώπου του πατριαρχείου Αντιοχείας στη Γαλλία επισκόπου Γαβριήλ.

 

Το θαυμαστό σημείο δεν παύει να επαναλαμβάνεται. Κι όχι μόνο στο εκκλησάκι του Μερέζ, αλλά και άλλου, όταν ό Άσσάφ προσεύχεται ή συμμετέχει στη θεία λειτουργία ή απλώς μνημονεύει το όνομα του Ίησού και της Παναγίας. Στις 17 Σεπτεμβρίου 1988, την ώρα της θείας λειτουργίας στον ελληνικό ναό του αγίου Στεφάνου της όδοϋ Ζώρζ Μπιζέ, το έλαιο ανάβλυζε επί μία ώρα και το διαπίστωσαν όλοι οί πιστοί.

 

Ό Άσσάφ είναι τριάντα χρονών, πολύ απλός και με καθαρή καρδιά. Παραμένει σε μεγάλη ταπείνωση και απλότητα, και λέει πώς κάθε φορά πού συμβαίνει το θαύμα γεμίζει από ανείπωτη χαρά. Πιστεύει μάλιστα οτι ή ευλογία αυτή του Θεού ανήκει σε όλους. Στή συνέχεια ανέλαβε ή επιστήμη να ερευνήσει την αλήθεια του θαύματος. Ορίστηκε μία επιτροπή, της οποίας τα μέλη παρακολούθησαν το φαινόμενο τρεις φορές, κατά τίς όποιες συγκέντρωναν το έκκρινόμενο έλαιο και το υπέβαλλαν σε βιοχημικές αναλύσεις.

 

Οι εξετάσεις αυτές έγιναν στο Εργαστήριο Βιοχημείας των Λιπιδίων του Νοσοκομείου Πιτιέ-Σαλπετριέρ στο Παρίσι, από τον καθηγητή Ζ. Λ. ντε Ζέν. Τα πορίσματα της επιτροπής παρουσίασε στη δημοσιότητα ό μητροπολίτης Ιερεμίας. Σύμφωνα με αυτά το υγρό παρουσιάζει τη χαρακτηριστική σύσταση ενός φυτικού ελαίου. Περιέχει στοιχεία λιπιδικά, ιδιαιτέρως φυτοστερόλες, οί όποιες δεν υπάρχουν στο αίμα. Επιπλέον είναι αδύνατον να συντεθούν από τον ανθρώπινο οργανισμό. Το υγρό επίσης περιέχει χοληστερίνη, ένα συστατικό ζωικής προελεύσεως, το όποιο ουδέποτε συναντάται σε οποιοδήποτε ελαιόλαδο. Υπογραμμίζοντας το τελευταίο αυτό σημείο, ή επιτροπή συμπεραίνει ότι ύπ' αυτές τίς συνθήκες «το υγρό δεν μπορεί να προέρχεται από κάποια εξωτερική παροχή ελαιολάδου». Βεβαιώνει επίσης την αναμφισβήτητη βελτίωση της υγείας δύο ατόμων πού χρίσθηκαν με το έκκρινόμενο έλαιο από τα χέρια του Μπασάμ Άσσάφ.

 

Και ή αναφορά της επιτροπής καταλήγει ως εξής: «Το γεγονός αυτό δεν επιδέχεται καμιά φυσική ή λογική εξήγηση. Εντάσσεται μάλλον στο πλήθος των θαυμάτων της Παναγίας μας, πού γνώρισε ή ιστορία της Εκκλησίας».

 

 

 

 

Last modified on Friday, 25 October 2013 13:45
Login to post comments

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel