Ζωηφόρος

Σχολιασμός της Κοινής Δηλώσεως Πάπα-Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα στις 25-5-2014

Ἐν Πειραιεῖ 30-5-2014

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ‘ΚΟΙΝΗΣ ΔΗΛΩΣΕΩΣ’ ΠΑΠΑ-ΠΑΤΡΙΑΡΧΗ

ΣΤΑ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΑ ΣΤΙΣ 25-5-2014

 

Εἰσαγωγή

Γεμάτο λύπη καί πικρία παρακολούθησε τὸ θεοσεβὲς πλήρωμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τίς, ἐντός τοῦ πλαισίου τοῦ παναιρετικοῦ διαχριστιανικοῦ συγκρητιστικοῦ οἰκουμενισμοῦ, ἔσχατες καινοφανεῖς ἐνέργειες τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, ὁ ὁποῖος συναντήθηκε στά Ἱεροσόλυμα τό διάστημα 25 καί 26 Μαΐου ἑ.ἔ. μέ τόν ἀρχηγό τοῦ κράτους τοῦ Βατικανοῦ καί αἱρεσιάρχη «πάπα Ρώμης», ἐκλαμπρότατο κ. Φραγκίσκο. Στίς 25-5 ὑπέγραψαν ‘Κοινή Δήλωση’[1], τήν ὁποία θά σχολιάσουμε παρακάτω.

Ἐν πρώτοις, ἀναγινώσκοντας κανείς την ‘Κοινή Δήλωση’, μπορεῖ κάλλιστα νά κάνει λόγο γιά μιά παπική-οὐνιτική ‘Κοινή Δήλωση’, στήν ὁποία κυριαρχεῖ ἡ νέα λατινική ἐκκλησιολογία, ἡ ὁποία οὐσιαστικῶς ἀποτελεῖ πλήρη ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεων τῆς Β΄ Βατικανῆς ψευδοσυνόδου καί ἀπό την ὁποία λείπει ὁποιαδήποτε Ὀρθόδοξη ἀναφορά, ὁπότε μποροῦμε να μιλᾶμε γιά μία ἀκόμη νίκη τοῦ Βατικανοῦ καί γιά μία ἀκόμη ἤττα τοῦ Φαναρίου καί ὑποχώρηση στά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως.  

Α) Ὁ κοινός Λυτρωτής καί ἡ αἵρεση τοῦ Filioque

Στήν εἰσαγωγή τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ ἀναφέρεται ὅτι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος ἡμῶν, εἶναι ὁ κοινός Λυτρωτήςτοῦ Πάπα Φραγκίσκου καί τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαῖου, ὁ Ὁποῖος ἀπέστειλε τό Ἅγιον Πνεῦμα. Πιό κάτω στήν παράγραφο 2 λέγεται ὅτι μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά τούς ὁδηγήσῃ εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα.

Τά παραπάνω σημεῖα τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ δημιουργοῦν τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ὁ αἱρεσιάρχης Πάπας καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης πιστεύουν στόν ἴδιο Χριστό, τήν στιγμή πού αὐτό δέν συμβαίνει,  καί βεβαίως δέν μᾶς λένε ποιό εἶναι αὐτό τό Ἅγιον Πνεῦμα, πού θά τούς ὁδηγήσει στήν ἑνότητα, τό Ὀρθόδοξο Ἅγιον Πνεῦμα ἤ τό Παπικό «Ἅγιον Πνεῦμα», ἀφοῦ ἀποκρύπτεται τεχνηέντως ἡ φρικτή αἵρεση τοῦ Filioque τῶν Παπικών.

Σύμφωνα μέ τόν ἐλλογιμώτατο Κα­θη­γη­τή τῆς Δογματικῆς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ. κ. Δημή­τρι­ο Τσε­λεγ­γί­δη, «ἡ ἔν­τα­ξη καί ἡ πα­ρα­μο­νή στό μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α, δέν εἶ­ναι ἀ­προ­ϋ­πό­θε­τη. Προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν χω­ρίς ὅ­ρους ἀ­πο­δο­χή καί ὁ­μο­λο­γί­α τῆς  ἀ­πο­στο­λι­κῆς πί­στε­ως, ὅ­πως αὐ­τή ἑρ­μη­νεύ­τη­κε καί ὁ­ρι­ο­θε­τή­θη­κε ἀ­πό τίς ἀ­πο­φά­σεις τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Ἔτ­σι, ὅ­ταν κά­ποι­ος πι­στός -ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή θε­σμι­κή θέ­ση, πού ἔ­χει στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας- ἤ σύ­νο­λα πι­στῶν -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ τους- πα­ρα­βι­ά­σουν ἐκ πε­ποι­θή­σε­ως τήν ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πο­κό­πτον­ται ἀ­πό τό σῶ­μα της. Καί ἄν εἶ­ναι σ' ὁ­ποι­ο­δή­πο­τε ἱ­ε­ρα­τι­κό ἀ­ξί­ω­μα  καθαιροῦν­ται, ἐ­νῶ οἱ λα­ϊ­κοί ἀ­φο­ρί­ζον­ται, ὅ­πως προ­κύ­πτει ἀ­πό τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων. Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι δέν μπο­ροῦν στό ἑ­ξῆς νά με­τέ­χουν καί νά κοι­νω­νοῦν στά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

Οἱ Παπι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ἐ­πι­σή­μως τόν 11ο αἰ­ώ­να. Τό 1014 εἰ­σή­γα­γαν στό Σύμβολο τῆς Πί­στε­ως τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τους γι­ά τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα, τό γνω­στό Filioq­ue. Σύμ­φω­να μέ τή δι­δα­σκα­λί­α αὐ­τή τό Ἅ­γι­ο Πνεῦ­μα ὡς θεῖ­ο Πρό­σω­πο ἔ­χει τήν ὕ­παρ­ξή του   ἐκ­πο­ρευ­τῶς καί ἀ­πό τόν Πα­τέ­ρα καί ἀ­πό τόν Υἱ­ό. Ἡ δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῶν Παπι­κῶν ὅ­μως ἀ­να­τρέ­πει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας στόν Τρι­α­δι­κό Θε­ό, ἀ­φοῦ κα­τά τόν Εὐ­αγ­γε­λι­στη Ἰ­ω­άν­νη τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας «πα­ρά τοῦ Πα­τρός ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται» (15, 26). Ἄλ­λω­στε, ἡ Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος δι­ά τοῦ Προ­έ­δρου της, ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, ἀ­να­φε­ρό­με­νη στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως κα­θό­ρι­σε ἀ­πα­γο­ρευ­τι­κά, ὅ­τι «οὐ­δε­νί ἐ­πι­τρέ­πε­ται λέ­ξιν ἀ­μεῖ­ψαι τῶν ἐγ­κει­μέ­νων ἐ­κεῖ­σε ἤ μί­αν γοῦν  πα­ρα­βῆ­ναι συλ­λα­βήν» (σέ κα­νέ­ναν δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά προ­σθέ­σει ἤ νά ἀ­φαι­ρέ­σει οὔ­τε μί­α συλ­λα­βή ἀ­πό αὐ­τά πού δι­α­τυ­πώ­θη­καν στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως). Ὅ­λες οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι  κα­τα­κύ­ρω­σαν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Γ΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς.

Εἶ­ναι, λοι­πόν, προ­φα­νές ὅ­τι οἱ Παπι­κοί ἔ­χουν ἐκ­πέ­σει ἀ­πό τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας»[2].

Με βάση τα ἀνωτέρω, ἀτυχέστατη εἶναι καί ἡ φράση τῆς παραγράφου 2, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι «κατά τά ἔτη ταῦτα, ὁ Θεός, ἡ πηγή πάσης εἰρήνης καί ἀγάπης, μᾶς ἐδίδαξε νά σεβώμεθα ἀλλήλους ὡς μέλη τῆς χριστιανικῆς οἰκογενείας, ὑπό τόν ἕνα Κύριον καί Σωτῆρα Ἰησοῦν Χριστόν καί νά ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὥστε νά δυνηθῶμεν νά ὁμολογήσωμεν τήν πίστιν μας εἰς τό ἴδιον Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ὅπως παρελήφθη ὑπό τῶν Ἀποστόλων καί ἐξεφράσθη καί μετεδόθη εἰς ἡμᾶς ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας».   

Β) Ἡ ἀναγνώριση τοῦ αἱρεσιάρχου Πάπα ὡς Ἐπισκόπου μέ ἔγκυρη ἱερωσύνη καί τῆς αἱρέσεως τοῦ Παπισμοῦ ὡς Ἐκκλησίας

Στήν παράγραφο 1 λέγεται ὅτι «ἡ συνάντησις ἡμῶν, μία εἰσέτι συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεισῶν ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου, εἶναι πηγή πνευματικῆς χαρᾶς δι᾽ ἡμᾶς».

Μέ τόν παραπάνω ἰσχυρισμό ὅλως ἀντικανονικῶς καί ἑσφαλμένως ἀναγνωρίζεται ἱερωσύνη καί ἐκκλησιαστικότητα στόν αἱρεσιάρχη Πάπα καί τήν αἱρετική θρησκευτική παρασυναγωγή τοῦ Παπισμοῦ.

Ὁ κ. Δημή­τρι­ος Τσε­λεγ­γί­δης ἐπισημαίνει ὅτι «μέ τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη συν­δέ­ε­ται ἀ­δι­αί­ρε­τα καί ἡ     ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἔ­χει οὐ­σι­α­στι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο μό­νο μέ­σα στό σῶ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, καί προ­ϋ­πο­θέ­τει ὁ­πωσ­δή­πο­τε τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη.

Λέ­γον­τας ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή ἐν­νο­οῦ­με τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­α τῆς ἡ­γε­σί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους. Ἡ συ­νέ­χει­α αὐ­τή ἔ­χει χα­ρι­σμα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα καί δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τή με­τά­δο­ση τῆς    πνευ­μα­τι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας τῶν Ἀ­πο­στό­λων στούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί δι' αὐ­τῶν στούς ἱ­ε­ρεῖς.

Ὁ τρό­πος με­τα­δό­σε­ως τῆς πνευ­ματ­ι­κῆς-ἀ­πο­στο­λι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας στούς Ἐ­πι­σκό­πους γί­νε­ται μέ τή χει­ρο­το­νί­α. Ἄν, ἑ­πο­μέ­νως, κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἔ­χει λά­βει μέ κα­νο­νι­κό - ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τρό­πο τή χει­ρο­το­νί­α του καί στή συ­νέ­χει­α βρε­θεῖ ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης πί­στε­ώς του, παύ­ει οὐ­σι­α­στι­κά νά ἔ­χει καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἀ­φοῦ αὐ­τή ἔ­χει νό­η­μα μό­νο μέ­σα στό   μυ­στη­ρι­α­κό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ, τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Κα­τά συ­νέ­πει­α, ἄν κά­ποι­ος ἐ­πί­σκο­πος ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρη το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α -ἀ­νε­ξαρ­τή­τως ἀ­ριθ­μοῦ  με­λῶν- ἐκ­πέ­σουν ἀ­πό τήν πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­πως αὐ­τή ἐκ­φρά­στη­κε ἀ­λα­θή­τως στίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους, παύ­ουν νά ἔ­χουν οἱ ἴ­δι­οι τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή βρί­σκον­ται ἤ­δη ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί, ἀ­φοῦ δι­α­κό­πτε­ται ἡ ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή οὐ­σι­α­στι­κά, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται λό­γος γι­ά κα­το­χή ἤ γι­ά συ­νέ­χει­α τῆς ἀ­πο­στο­λι­κῆς δι­α­δο­χῆς στούς ἐκ­πε­σόν­τες ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Μέ βά­ση τά πα­ρα­πά­νω, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Πά­πας, ἀλ­λά καί τό σύ­νο­λο τῶν Παπι­κῶν «ἐ­πι­σκό­πων» στε­ροῦν­ται τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή, ἐ­πει­δή, στε­ρη­θέν­τες τήν ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη, ἐξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Κα­τά συ­νέ­πει­α, λό­γος γι­ά ἀ­πο­στο­λι­κή δι­αδ­ο­χή ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι λό­γος ἀ­τε­κμη­ρί­ω­τος  ἐ­πι­στη­μο­νι­κά, εἶ­ναι δη­λα­δή λό­γος ἀ­θε­ο­λό­γη­τος.

Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη στό πλαί­σι­ο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ ἴ­δι­ου τοῦ Χρι­στοῦ, ἀ­φοῦ ὁ ἴ­δι­ος ὁ  Χρι­στός τε­λεῖ τά μυ­στή­ρι­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του δι­ά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων καί Ἱ­ε­ρέ­ων Του.

Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ἀ­δι­ά­κο­πη συ­νέ­χει­ά της ἀ­πό τούς Ἀ­πο­στό­λους, προ­ϋ­πο­θέ­τει δη­λα­δή τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Πρω­τί­στως ὅ­μως ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη προ­ϋ­πο­θέ­τει τόν Θε­άν­θρω­πο Χρι­στό ὡς    ἱ­ε­ρουρ­γό στό μυ­στη­ρι­α­κό Σῶ­μα Του, τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση, ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη τοῦ Χρι­στοῦ   ὑ­φί­στα­ται στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί πα­ρέ­χε­ται ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο τόν Χρι­στό δι­ά τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Του καί γι­ά τήν   Ἐκ­κλη­σί­α Του. Αὐ­το­νο­μη­μέ­νη ἱ­ε­ρω­σύ­νη καί αὐ­το­νο­μη­μέ­να ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α μυ­στή­ρι­α δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν.

Ἡ ἱ­ε­ρω­σύ­νη, ὅ­πως ἄλ­λω­στε καί ὅ­λα τά μυ­στή­ρι­α, ἀ­πο­τε­λεῖ λει­τουρ­γι­κή φα­νέ­ρω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας (ἡ Ἐκ­κλη­σί­α «ση­μαί­νε­ται ἐν τοῖς μυ­στη­ρί­οις», κατά τόν Ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα­). Τοῦ­το ση­μαί­νει, ὅ­τι γι­ά νά ὑ­πάρ­χουν μυ­στή­ρι­α, πρέ­πει προ­η­γου­μέ­νως νά ὑ­πάρ­χει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α. Τά μυ­στή­ρι­α εἶ­ναι σάν τά  κλα­δι­ά ἑ­νός δέν­δρου. Ζων­τα­νά κλα­δι­ά, πού ἀν­θοῦν καί καρ­πο­φο­ροῦν, μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν μό­νον ὅ­ταν αὐ­τά εἶ­ναι ὀρ­γα­νι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ δέν­δρου, ὅ­ταν δη­λα­δή εἶ­ναι ὀν­το­λο­γι­κά συν­δε­μέ­να μέ τόν κορ­μό τοῦ δέν­δρου.

Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­κα­τα­νό­η­το νά ὑ­πο­στη­ρί­ζε­ται ὅ­τι οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι Παπι­κοί ἔ­χουν ἔ­στω καί ἕ­να μυ­στή­ρι­ο, π.χ. τό βά­πτι­σμα. Τό θε­με­λι­ῶ­δες ἐ­ρώ­τη­μα πού πρέ­πει νά τί­θε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι : Ποι­ός ἱ­ε­ρούρ­γη­σε τό μυ­στή­ρι­ο τοῦ Βα­πτί­σμα­τος; Ποῦ βρῆ­κε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη ὁ ἱ­ε­ρουρ­γός; Ποι­ός τοῦ ἔ­δω­σε τήν ἱ­ε­ρω­σύ­νη,  ἀ­φοῦ αὐ­τήν τήν πα­ρέ­χει μό­νον ἡ Ἐκ­κλη­σί­α; Καί ποῦ βρέ­θη­κε ἡ Ἐκ­κλη­σί­α στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀ­φοῦ αὐ­τοί λό­γῳ τῆς ἐ­σφαλ­μέ­νης δογ­μα­τι­κῆς πί­στε­ώς τους ἐξέ­πε­σαν ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α»[3];

Γ) Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης δέν ἰδρύθηκε ἀπό τόν Ἀπ. Πέτρο, ἀλλά ἀπό τόν Ἀπ. Παῦλο

Στήν ἴδια παράγραφο (1) ὑποστηρίζεται ἀμάρτυρα ὅτι ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἰδρύθηκε ἀπό τον Ἀπ. Πέτρο. «Ἡ συνάντησις ἡμῶν, μία εἰσέτι συνάντησις τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως, ἱδρυθεισῶν ὑπό τῶν δύο αὐταδέλφων Ἀποστόλων Πέτρου καί Ἀνδρέου».

Ὑπάρχουν, ὅμως, σαφεῖς ὡσαύτως μαρτυρίες τῆς Ἁγίας Γραφῆς (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων), ἀλλά καί τῆς ἱστορίας (ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως), ἀπό τίς ὁποίες πλήρως, καί καθ’ ἡμᾶς, ἀποδεικνύεται ὅτι ὁ Ἀπόστολος Πέτρος οὔτε ἱδρυτής ὑπῆρξε τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, οὔτε στήν πόλη αὐτή μαρτύρησε· οὔτε κἄν μετέβη σ’αὐτήν[4].

Δ) Ὁ ὅρος «ἀδελφές ἐκκλησίες»

Στήν παράγραφο 2 ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη ἦταν ἀδελφική. Κατά τήν ‘Κοινή Δήλωση’, Πάπας καί Πατριάρχης εἶναι «ἀδελφοί» καί κατ’ἐπέκτασιν Ρώμη καί Κωνσταντινούπολη εἶναι «ἀδελφές ἐκκλησίες».

 Ὃμως, σύμφωνα μέ τόν κ. Δημήτριο Τσελεγγίδη, «ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» εἶ­ναι ἀ­πό ἀ­δό­κι­μος ἕ­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος. Ἀ­δό­κι­μος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι, ὅ­ταν χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται, γι­ά νά ἐκ­φρά­σει τή σχέ­ση με­τα­ξύ τῶν το­πι­κῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος θε­ο­λο­γι­κά εἶ­ναι ὁ ὅ­ρος, ὅ­ταν  χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται γι­ά νά προσ­δι­ο­ρί­σει τόν ὀν­το­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας καί τοῦ Παπι­σμοῦ.

Κα­ταρ­χήν, ὁ ὅ­ρος «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» δέν εἶ­ναι βι­βλι­κά θε­με­λι­ω­μέ­νος, οὔ­τε κἄν νο­μι­μο­ποι­η­μέ­νος.    Ὅ­ταν ὁ ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος ἀ­να­φέ­ρε­ται στίς δι­ά­φο­ρες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες, δέν τίς ἀ­πο­κα­λεῖ «ἀ­δελ­φές»,   οὔ­τε ὑ­πο­νο­εῖ ὅ­τι ὑ­πάρ­χει κά­ποι­α Ἐκ­κλη­σί­α ὡς «μη­τέ­ρα» αὐ­τῶν τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Ἔ­χει τή  συ­νεί­δη­ση ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι μί­α καί ὅ­τι αὐ­τή ἔ­χει κα­θο­λι­κό χα­ρα­κτή­ρα, μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πλη­ρό­τη­τας τῆς ἀ­λη­θεί­ας καί τῆς ζω­ῆς της, κε­φα­λή τῆς ὁ­ποί­ας εἶ­ναι, ὅ­πως μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ, ὁ ἴ­δι­ος ὁ Χρι­στός. Ἔτ­σι, ὅ­ταν ἀ­πευ­θύ­νε­ται σέ κά­ποι­α το­πι­κή Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­χει τή στε­ρε­ό­τυ­πη ἔκ­φρα­ση : «τῇ  Ἐκ­κλη­σί­ᾳ τῇ οὔ­σῃ ἐν.­.. (π.χ. Κο­ρίν­θῳ)­». Τοῦ­το ση­μαί­νει ὅ­τι ἡ φα­νέ­ρω­ση τῆς ὅ­λης Ἐκ­κλη­σί­ας μπο­ρεῖ νά γί­νε­ται σέ κά­θε τό­πο, ὅ­που ὑ­πάρ­χει ἡ εὐ­χα­ρι­στι­α­κή κοι­νό­τη­τα τῶν πι­στῶν ὑ­πό τόν Ἐ­πί­σκο­πό της. Εἶ­ναι βε­βαί­ως αὐ­το­νό­η­το ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα τῶν κα­τά τό­πους Ἐκ­κλη­σι­ῶν αὐ­τῶν δι­α­σφα­λί­ζε­ται μέ τήν κο­ι­νω­νί­α με­τα­ξύ τους στήν αὐ­τή πί­στη, ζω­ή καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή τά­ξη. Τήν ἑ­νό­τη­τα τῶν το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν  ἐγ­γυ­ᾶ­ται στήν πρά­ξη ἡ σύ­νο­δος τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τους.

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω γί­νε­ται κα­τα­νο­η­τό ὅ­τι, ἀ­φοῦ καί οἱ ὁ­μό­φρο­νες το­πι­κές Ἐκ­κλη­σί­ες στό πλαί­σι­ο τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας δέν νο­μι­μο­ποι­οῦν­ται θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές», πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν  ὑ­πάρ­χει θε­ο­λο­γι­κό-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κό ὑ­πό­βα­θρο γι­ά νά ὀ­νο­μά­ζον­ται «ἀ­δελ­φές Ἐκ­κλη­σί­ες» ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α καί ὁ Παπι­σμός. Ἄλ­λω­στε ὁ Παπι­σμός δέν μπο­ρεῖ νά ὀ­νο­μά­ζε­ται κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α Ἐκ­κλη­σί­α με­τά τό 1014, ἐ­πει­δή ἀ­πό τό­τε ὑ­φί­σταν­ται πνευ­μα­τι­κῶς γι' αὐ­τόν τά ἐ­πι­τί­μι­α τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν  Συ­νό­δων, μέ συ­νέ­πει­α τήν ἔκ­πτω­ση ἀ­πό τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα.

Εἶ­ναι λοι­πόν φα­νε­ρό ὅ­τι, ἐ­πι­σή­μως, ἀ­πό τό 1014 ὁ Παπι­σμός δέν εἶ­ναι Ἐκ­κλη­σί­α. Τοῦ­το πρα­κτι­κῶς  ση­μαί­νει ὅ­τι δέν ἔ­χει τήν ὀρ­θή ἀ­πο­στο­λι­κή πί­στη καί τήν ἀ­πο­στο­λι­κή δι­α­δο­χή. Δέν ἔ­χει τήν ἄ­κτι­στη Χά­ρη καί κα­τ’ε­πέ­κτα­ση δέν ἔ­χει τά θε­ουρ­γά μυ­στή­ρι­α, πού κα­θι­στοῦν τό Θε­αν­θρώ­πι­νο σῶ­μα τῆς  Ἐκ­κλη­σί­ας «κοι­νω­νί­α θε­ώ­σε­ως» τοῦ ἀν­θρώ­που. Καί, ἐ­πει­δή ἡ Ἐκ­κλη­σί­α δέν μπο­ρεῖ πα­ρά νά εἶ­ναι καί νά πα­ρα­μέ­νει ἕ­ως τῆς συν­τε­λεί­ας μί­α καί ἀ­δι­αί­ρε­τη, κά­θε χρι­στι­α­νι­κή κοι­νό­τη­τα, ἐκτός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἶ­ναι ἁ­πλά αἱ­ρε­τι­κή»[5].

Ε) Κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ.

Στήν δεύτερη παράγραφο τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ γράφεται ὅτι ἡ πορεία πρός τήν ἑνότητα εἶναι ἡ κοινωνία ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ. «Ἡ ἀδελφική ἡμῶν συνάντησις σήμερον εἶναι ἕν νέον καί ἀναγκαῖον βῆμα εἰς τήν πορείαν πρός τήν ἑνότητα, πρός τήν ὁποίαν μόνον τό Ἅγιον Πνεῦμα δύναται νά μᾶς ὁδηγήσῃ, ἐκείνην τῆς κοινωνίας ἐν νομίμῳ ποικιλίᾳ».

Εἶναι φανερό ὅτι ἡ ‘Κοινή Δήλωση’ κάνει λόγο γιά τήν οἰκουμενιστική ἀρχή τῆς ἑνότητος ἐν τῆ ποικιλία (unityin diversity), οὐσιαστικά δηλ. γιά οὐνιτική ἕνωση. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅμως, δέν ἰσχύει ἡ ἕνωση τύπου Οὐνίας, πού θέλει νά ἐπιβάλλει ὁ Παπισμός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία κάθε «ὁμολογία» θά κρατήσει τή δική της πίστη καί τά ὅποια δικά της ἐκκλησιαστικά ἤθη καί ἔθιμα, δέν θά ἀλλάξει τίποτα, μόνο πού θά πρέπει νά ἀναγνωρίσει τό οἰκουμενικό πρωτεῖο ἐξουσίας τοῦ Πάπα καί νά τόν μνημονεύει στά δίπτυχα καί τίς ἀκολουθίες. Γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὑφίσταται μονάχα ἕνα καί ἀποκλειστικό μοντέλο καί σχῆμα ἐπανενώσεως τῶν αἱρετικῶν μέ τήν Καθολική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία, τό ὁποῖο δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τήν μετάνοια τῶν αἱρετικῶν, τήν ἐπίσημη ἀποκήρυξη τῶν αἱρέσεων καί τῶν πλανῶν τους, τήν δημόσια ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καθ'ὁλοκληρίαν καί τήν ἐπιστροφή τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία. Οἱ Ὀρθόδοξοι προσευχόμασθε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός νά ἐπισυναγάγει τούς πεπλανημένους αἱρετικούς καί ἑτεροδόξους διά τῆς μετανοίας καί τῆς ἀποκηρύξεως τῆς πλάνης τους στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική, Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία.

ΣΤ) Ἡ ἄρση τῶν ἀναθεμάτων

Στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, γράφεται ἐπίσης ὅτι «ὁ ἐναγκαλισμός, ὁ ὁποῖος ἀντηλλάγη μεταξύ τοῦ Πάπα Παύλου Στ´ καί τοῦ Πατριάρχου Ἀθηναγόρου ἐδῶ εἰς τήν Ἱερουσαλήμ, μετά ἀπό αἰῶνας σιωπῆς, ἤνοιξε τόν δρόμον διά μίαν ἱστορικήν χειρονομίαν, τήν ἐξάλειψιν ἀπό τήν μνήμην καί ἀπό τοῦ μέσου τῆς Ἐκκλησίας τῶν πράξεων τῶν ἀμοιβαίων ἀναθεμάτων τοῦ 1054».

Ἐ­δῶ πρέ­πει νά ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἡ ἄρ­ση τῶν ἀναθεμάτων δέν μπο­ρεῖ νά γί­νει ἀ­πό κα­νέ­να θε­σμι­κό πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὅ­σο ψη­λά καί ἄν βρί­σκε­ται στήν ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή ἱ­ε­ραρ­χί­α, πα­ρά μό­νον ἀ­πό  Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δο. Ἀλ­λά καί τοῦ­το μπο­ρεῖ νά γί­νει μό­νο στήν πε­ρί­πτω­ση πού ἀρ­θοῦν προ­η­γου­μέ­νως οἱ δογ­μα­τι­κοί λό­γοι, στούς ὁ­ποί­ους οὐ­σι­α­στι­κά ὀ­φεί­λε­ται ἡ ἔκ­πτω­ση τοῦ Παπι­σμοῦ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α[6].

Ζ) Το ἀληθές νόημα τοῦ χωρίου «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν»

Παραλλήλως, στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, ἀναφέρεται ὅτι «ἐπιβεβαιοῦμεν σήμερον τήν δέσμευσίν μας νά συνεχίσωμεν βαδίζοντες ἀπό κοινοῦ πρός τήν ἑνότητα, διά τήν ὁποίαν προσηυχήθη ὁ Κύριος πρός τόν Πατέρα «ἵνα πάντες ἕν ὦσιν» (Ἰωάν. 17, 21)».

Τό πασίγνωστο χωρίο «ἵνα ὧσιν ἕν» ἀπό τήν ἀρχιερατική προσευχή τοῦ Κυρίου ἐπιστρατεύεται ἀπό τούς συντάκτες τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’, γιά νά στηρίξει τὴν ἐγγενῆ στὴν Ἐκκλησία ἀνάγκη ἐπιδείξεως φιλενωτικοῦ πνεύματος.

Σύμφωνα μέ τήν Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν, ἡ τῆς ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦΚυρίου αἴτηση πρὸς τὸν Θεὸν Πατέρα «ἵνα πάντες ἓν ὦσιν» ἐκπληρώνεται ἤδη ἐντὸς τῆς Μιᾶς Ἐκ­κλησίας, διότι τὸ αἴτημα τοῦτο τοῦ Χριστοῦ ἐκπληρώνεται διὰ τῆς ταυ­τότητος τῆς ὀρθοδόξου Πίστεως πάντων· δὲν  ὑφίσταται, λοιπὸν, ἐκκρε­μότητα ὡς πρὸς τοῦτο, ἀλλ’ ἐκκρεμεῖ ἡ ὑπὸ τῶν ἑτεροδόξων ἀ­ποδοχὴ τῆς μόνης ἀληθοῦς Πίστεως · ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστο­μος ἑρμηνεύοντας τὸ χωρίο τοῦτο παρατηρεῖ : «Ἵνα ὦσιν ἕν, καθὼς σύ, Πά­τερ, ἐν ἐμοί, καὶ ἐγὼ ἐν σοί [...] Τί εἶναι, λοιπόν, τὸ     “Ἐν ἡμῖν”; Στὴν πί­στη πρὸςἐμᾶς. Ἐπειδὴ βέβαιατίποτε δὲν σκανδαλίζει ὅλους, ὅσο ἡ διά­σπαση, αὐτὸ κατασκευάζει, ὥστε νὰ γίνουν ἕνα. Τί, λοιπόν; Τὸ κα­τόρ­θωσε αὐτό, λέγουν; Καὶ πάρα πολύ τὸ κατόρθωσε. Διότι, ὅλοι ὅσοι πί­στευσαν μέσῳ τῶνἈποστόλων εἶναι ἕνα, μολονότι κάποιοι ἀπὸ αὐ­τοὺς ἀποσπάστηκαν [...] Εἴτε γιὰ τὰ σημεῖα, εἴτε γιὰ τὴνὁμόνοια, εἴτε γιὰ τὴν εἰρήνη ὁμιλεῖ, φαίνεται ὅτι εἶναι ὁ Ἴδιος ποὺ τοὺς τὰ ἔχει δώσει. Ἔτσι, ἦταν φανερὸ ὅτι [μόνο] γιὰ παρηγοριὰ δική τους γίνεται ἡ προσ­ευχὴ αὐτή»[7]. Ἡ δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκκλησίας, χάρη στοὺς Ἁγίους, δὲν εἶναι κάτι τό ζητούμενον, ἀλλὰ κάτι τὸ δεδομένον. Οἱ Ἅγιοι, οἱ θεούμενοι, ἔχουν τὴν μεταξύ τους ἑνότητα τῆς δογματικῆς Πίστεως, χάρη στὴ θεωτική, ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, οἱ δὲ ὑπό­λοιποι πιστοὶ κατέχουν ἀλαθήτως τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη τῆς Ἐκ­κλη­σίας μέσῳ τῆς ὑπακοῆς στοὺς Ἁγίους Πατέρες,«ἑπόμενοι τοῖς θεί­οις Πατράσι». Ἀντιθέτως πρὸς τὴν ἑνιαία δογματικὴ Πίστη, τὴν δο­γματικὴ ὁμοφωνία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πίστη ὡς ἀρετή, ὡς πεποίθηση στὸ Θεό, ποικίλλει μεταξὺ τῶν πιστῶν, ἀκόμα καὶ τῶν Ἁγίων, κατὰ τὰ μέτρα τῆς προόδου ἑκάστου. Χάρη στὸ γεγονὸς αὐτό, ἐπειδὴ δηλαδὴ ἡ δογματικὴ ἑνότητα εἶναι κάτι δεδομένον καὶ ὄχι ζητούμενον, ἡ Ἐκκλη­σία δὲν εὔχεται ὑπὲρ τῆς θεραπείας μιᾶς ἀνυπάρκτου διαιρέσεως τῆς Ἐκ­κλη­σίας, ἀλλ’ εὔχεται ὑπὲρ ἐπιστροφῆς τῶν πεπλανημένων, ὅπως εἶναι μαρτυρημένο στὰ λειτουργικὰ κείμενά της[8]. Ἀντιθέτως, ἡ πρα­κτικὴ τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι προφάσειτῆς φράσεως αὐτῆς νὰ προβοῦν σὲσυγκόλληση ἑτεροπίστων ὁμολογιῶν.

Τὴν πα­ρα­πλα­νη­τι­κὴ αὐ­τὴ τα­κτι­κὴ τῶν Οἰ­κου­με­νι­στῶν στιγ­μα­τί­ζει καὶ ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καὶ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνα­φέ­ρει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά : «Με­ρι­κοὶ θε­ο­λό­γοι ἑρμηνεύ­ουν τὴ φρά­ση τοῦ Χρι­στοῦ «ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι» (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21), ποὺ εἶ­ναι τμῆ­μα τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς Του, μὲ τὸ ὅ­τι δῆ­θεν ἀνaφέ­ρε­ται στὴν μελ­λον­τι­κὴ ἑ­νό­τη­τα τῶν ἐκκλη­σι­ῶν καὶ τὴν χρησιμοποι­οῦν κα­τὰ κό­ρον, γιὰ νὰ δη­λώ­σουν ὅ­τι ὁ Χρι­στὸς προ­α­νήγ­γει­λε ὅ­τι ὅ­λες οἱ χρι­στι­α­νι­κὲς ὁμολογί­ες θὰ ἀ­πο­κτή­σουν στὸ μέλ­λον ἑ­νό­τη­τα με­τα­ξύ τους καὶ θὰ ἀ­πο­τε­λέ­σουν τὴ “μί­α” ἐκ­κλη­σί­α, ὑπο­νο­ών­τας ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α τώ­ρα εἶ­ναι δι­α­σπα­σμέ­νη.Ἡ ὀρ­θό­δο­ξη ἑρ­μη­νεί­α τῆς φρά­σε­ως εἶναι διαφορε­τι­κή. Τὸ “ἵνα πάν­τες ἓν ὦ­σι”, ἐ­ὰν δι­α­βά­σει κανεὶς πο­λὺ προ­σε­κτι­κὰ ὅ­λο τὸ κεί­με­νο τῆς ἀρχιερατι­κῆς προ­σευ­χῆς, θὰ δεῖ ὅ­τι συν­δέ­ε­ται ἀ­να­πό­σπα­στα μὲ ἄλ­λες φρά­σεις, ὅ­πως “κα­θὼς σύ, πά­τερ, ἐν ἐ­μοὶ κἀ­γὼ ἐν σοί” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 21) καὶ τὴ φρά­ση “ἐ­γὼ ἐν αὐ­τοῖς καὶ σὺ ἐν ἐ­μοὶ ἵ­να ὦ­σι τετελειωμέ­νοι εἰς ἓν” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 23) καὶ ἐ­πί­σης τὴν ἄλ­λη φρά­ση “ἵνα θε­ω­ρῶ­σι τὴν δό­ξαν τὴν ἐ­μὴν ἣν ἔδωκάς μοι” (Ἰ­ω. 17/ιζ΄, 24). Καὶ σα­φῶς, ἐ­δῶ, ὁ Χρι­στὸς ἀναφέρεται στὴν ἑ­νό­τη­τα τῶν Ἀ­πο­στό­λων κα­τὰ θε­ω­ρί­αν τῆς δό­ξης τοῦ Θε­οῦ, τὴν θέ­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ποὺ ἔ­γι­νε τὴν ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, για­τὶ ἀ­κρι­βῶς τότε οἱἈπόστο­λοι ἀ­πέ­κτη­σαν καὶ ἑ­νό­τη­τα οὐ­σι­α­στι­κὴ με­τα­ξύ τους. Ἑ­πο­μέ­νως ὅ­σοι ἐκ τῶν Ἁ­γί­ων μέ­σα στὴν ἱστο­ρί­α φθά­νουν στὴ θέ­ω­ση καὶ στὴ θε­ω­ρί­α τοῦ ἀ­κτί­στου Φω­τός, ἀ­πο­κτοῦν ἑ­νό­τη­τα μὲ τοὺς Ἀποστόλους, ἔ­χουν τὴν ἴ­δια πί­στη μὲ αὐ­τοὺς καὶ ἐ­φαρ­μό­ζε­ται τὸ χω­ρί­ο αὐ­τό, τοῦ Χρι­στοῦ, “ἵ­να ὦ­σιν ἕν”»[9].

Κι ὅμως ἡ ἐσφαλμένη ἐκκλησιολογικὴ τοποθέτηση τῶν Οἰκουμενιστῶν φαίνεται καὶ στὸ γεγονὸς ὅτι, παρὰ τὴν ὡς ἄνω δι­δασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρονται στὴν «ἕνωση τῶν Ἐκκλησιῶν», συμπεριλαμβάνοντας ὅλες τίς αἱρέσεις καί ὅλες τίς θρησκεῖες[10].

Η) Ἀγάπη καί ἀλήθεια

Ἡ ‘Κοινή Δήλωση’ εἶναι κατάφορτη ἀπό τίς λέξεις «ἀγάπη» καί «ἀλήθεια», οἱ ὁποῖες ὅμως ἔχουν οἰκουμενιστική νοηματοδότηση καί περιεχόμενο. Στήν παράγραφο 4 λέγεται ὅτι «ταῦτα οὐδόλως ἀποτελοῦν ἁπλῆν θεωρητικήν ἄσκησιν, ἀλλ᾽ ἄσκησιν ἐν τῇ ἀληθείᾳ καί τῇ ἀγάπῃ, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ διαρκῶς βαθυτέραν γνῶσιν τῶν παραδόσεων ἑνός ἑκάστου, διά νά κατανοήσωμεν αὐτάς καί νά μάθωμεν ἐξ αὐτῶν. Οὕτω, βεβαιοῦμεν διά μίαν εἰσέτι φοράν ὅτι ὁ θεολογικός διάλογος δέν ἐπιζητεῖ ἕνα ἐλάχιστον κοινόν παρανομαστήν, ἐπί τοῦ ὁποίου νά ἐπιτευχθῇ συμβιβασμός, ἀλλά πρόκειται μᾶλλον περί τῆς ἐμβαθύνσεως εἰς τήν κατανόησιν συνόλου τῆς ἀληθείας, τήν ὁποίαν ὁ Χριστός παρέδωκεν εἰς τήν Ἐκκλησίαν Του, μιᾶς ἀληθείας, τήν ὁποίαν οὐδέποτε παύομεν νά κατανοῶμεν καλλίτερον καθώς ἀκολουθοῦμεν τάς ὁδηγίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Οὕτω, βεβαιοῦμεν ἀπό κοινοῦ ὅτι ἡ πιστότης μας εἰς τόν Κύριον ἀπαιτεῖ ἀδελφικήν συνάντησιν καί ἀληθῆ διάλογον. Μία τοιαύτη ἀναζήτησις δέν μᾶς ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἀλήθειαν· μᾶλλον, διά τῆς ἀνταλλαγῆς τῶν δωρεῶν, διά τῆς καθοδηγήσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θά μᾶς ὁδηγήσῃ εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν (πρβλ. Ἰω. 16, 13)».

 Τό ἐπιχείρημα τῶν Οἰκουμενιστῶν καί συγκρητιστῶν γιά τήν ἀγάπη, πού πρέπει νά ἔχουμε πρός τούς ἄλλους, τούς αἱρετικούς καί τούς ἀπίστους, εἶναι ἕνα χιλιοειπωμένο ἐπιχείρημα ἀπό ὅσους δέν διακρίνουν τά πράγματα καί συγχέουν τά ἀσύγχυτα. Ἡ ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί ἡ στάση τῶν Ἁγίων Πατέρων εἶναι ὁμόφωνη. Ἀσφαλῶς ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, πού τή δείχνει πρός ὅλους, δικαίους καί ἁμαρτωλούς, καί ἀσφαλῶς καί ἐμεῖς πρέπει νά χαρακτηριζόμαστε ἀπό αὐτήν τήν καθολική, τήν συνολική ἀγάπη, γιατί αὐτή εἶναι τό κατ' ἐξοχήν γνώρισμα τῶν Χριστιανῶν. Ἡ ἀγάπη, ὅμως, αὐτή δέν πρέπει νά ἀναιρεῖ τήν ἀλήθεια καί τήν εὐσέβεια, πρέπει νά εἶναι συνδεδεμένη μέ τήν ἀλήθεια, γιατί διαφορετικά εἶναι ψεύτικη καί ὑποκριτική. Πρέπει νά ἀγκαλιάζει τόν πλησίον ὄχι μόνο ὡς σωματική, βιολογική παρουσία, ἀλλά ὡς πνευματική ὕπαρξη, μέ αἰώνια προοπτική, καί νά ἐνδιαφέρεται πρό παντός ὄχι γιά τά κοσμικά καί τά πρόσκαιρα, ἀλλά γιά τά αἰώνια, γιά τήν σωτηρία του. Ἡ σωτηρία τοῦ πλησίον δέν μπορεῖ νά ἐπι­τευχθεῖ, ὅταν βρίσκεται στήν πλάνη καί στήν αἵρεση, στήν ὁποία μάλιστα ἐγωιστικά ἐπιμένει. Χάνεται καί ὁ ἴδιος καί παρασύρει καί ἄλλους στήν ἀπώλεια. Ἀπό ἀγάπη, λοιπόν, καί ὄχι ἀπό μίσος κινουμένη ἡ Ἐκκλησία καί ἀκολουθώντας τό παράδειγμα τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἀποστόλων ἀπαγορεύει τήν μετά τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων κοινωνία καί συναναστροφή, ὥστε καί τούς ἰδίους παιδαγωγικῶς νά ὁδηγήσει σέ συναίσθηση τῆς πλάνης, ἀλλά καί τούς ἄλλους νά προφυλάξει. Ἀπό ἀγάπη πρός τά πρόσωπα τῶν αἱρετικῶν καί ἀπίστων, ἀποστρεφόμαστε τήν πλάνη καί τήν αἵρεση. Τήν ἀποστροφή αὐτή τήν δείχνουμε μέ πόνο ψυχῆς πρός τούς ἰδίους, γιατί ἡ αἵρεση καί ἡ πλάνη εἶναι ἀπρόσωπες. Μόνο μ'αὐτόν τόν τρόπο μποροῦμε νά ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπη καί νά ἀγαπᾶμε ἐν ἀληθείᾳ.

Ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι ἀφηρημένη καί ἀπρόσωπη ἔννοια. Ἀντιθέτως, εἶναι ἐξόχως συγκεκριμένη καί προσωπική. Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός, ὀρθοδόξως νοούμενος καί πιστευόμενος, καί ὄχι παπικῶς. Ἡ Ἀλήθεια, δηλ. ὁ Χριστός, μᾶς ἀποκαλύφθηκε στήν ὁλότητα, καθολικότητα καί πληρότητά της μέ τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ καί μένει διά παντός ἀποκλειστικά καί μόνο μέσα στήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ἡ Ὀρθοδοξία κατέχει ὁλόκληρη τήν Ἀλήθεια, δηλ. τόν Χριστό, καί ὄχι σπέρματα ἤ κομμάτια ἀληθείας, γι’αυτό οἱ Ὀρθόδοξοι δέν τήν ἀναζητοῦμε ἐκτός Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἀλλά προσπαθοῦμε κατά τό ἀνθρώπινο δυνατό νά τήν βιώσουμε ἐν Αὐτῆ. Εἶναι ἐκκλησιολογικά αὐθαίρετη καί γι’αὐτό μή νόμιμη ἡ οἰκουμενιστική θεωρία, πού ἐκφράζει ἡ ‘Κοινή Δήλωση’, ὅτι δῆθεν καί ἡ Ὀρθοδοξία καί ὁ Παπισμός, ἀλλά καί γενικά ὅλες οἱ αἱρέσεις καί οἱ παραθρησκεῖες, κατέχουν σπέρματα ἤ κομμάτια ἀληθείας, καί ὅτι γιά νά βροῦμε τήν πλήρη ἀλήθεια, θά πρέπει ἡ Ὀρθοδοξία νά ἑνωθεῖ μέ τίς ὑπόλοιπες αἱρέσεις καί ἑτεροδοξίες. Πολύ δέ περισσότερο ἄκυρη εἶναι ἡ θέση ὅτι καμμία Ἐκκλησία (οὔτε ἡ Ὀρθόδοξη) δέν ταυτίζεται μέ τήν Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, παρά μόνον ἀποτελεῖ ἡ κάθε μία μέρος Αὐτῆς, γι’αὐτό θά πρέπει ὅλες νά ἑνωθοῦν, γιά νά ἀποκαλυφθεῖ καί φανερωθεῖ ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.  

Θ) Ἡ διαμυστηριακή κοινωνία (intercommunion)

Στήν παράγραφο 2 τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ οἱ ὑπογράψαντες αὐτήν παραδέχονται ὅτι «γνωρίζομεν πλήρως ὅτι δέν ἔχομεν φθάσει εἰς τόν σκοπόν τῆς πλήρους κοινωνίας» καί παρακάτω στήν παράγραφο 3 ὅτι«προσβλέπομεν ἐν ἐντόνῳ προσδοκίᾳ εἰς τήν ἡμέραν, κατά τήν ὁποίαν θά μετάσχωμεν, τελικῶς, ἀπό κοινοῦ εἰς τό εὐχαριστιακόν δεῖπνον. Ὡς χριστιανοί, καλούμεθα νά ἑτοιμασθῶμεν νά λάβωμεν τό δῶρον τοῦτο τῆςΕὐχαριστιακῆς κοινωνίας, συμφώνως πρός τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Είρηναίου τοῦ Λουγδούνου, διά τῆς ὁμολογίας τῆς μιᾶς πίστεως, ἐμμένοντες ἐν τῇ προσευχῇ, τῇ ἐσωτερικῇ μετανοίᾳ, τῇ ἀνακαινώσει τῆς ζωῆς καί τῷ ἀδελφικῷ διαλόγῳ. Διά τῆς κατορθώσεως τοῦ ἐλπιζομένου τούτου στόχου, θά φανερώσωμεν εἰς τόν κόσμον τήν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, διά τῆς ὁποίας ἀναγνωριζόμεθα ὡς ἀληθινοί μαθηταί τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Ἰωαν. 13, 35)». Ἐπίσης, στήν παράγραφο 4 γράφεται «πρός τόν σκοπόν αὐτόν, ὁ θεολογικός διάλογος, τόν ὁποῖον ἔχει ἀναλάβει ἡ Μικτή Διεθνής Ἐπιτροπήπροσφέρει θεμελιώδη συμβολήν εἰς τήν προσπάθειαν διά πλήρη κοινωνίαν μεταξύ Ρωμαιοκαθολικῶν καί Ὀρθοδόξων». Τέλος, στήν παράγραφο 10 λέγεται ὅτι «ταπεινῶς παραθέτομεν εἰς τήν μεσιτείαν τῆς Παναγίας καί Ἀειπαρθένου Μαρίας τά μελλοντικά ἡμῶν βήματα εἰς τήν ὁδόν πρός τήν πληρότητα τῆς κοινωνίας». Ἀλλά καί ὁ Σεβ. Μητρ. Γαλλίας κ. Ἐμμανουήλ, μέλος τῆς πατριαρχικῆς συνοδείας, σέ συνέντευξη, πού παραχώρησε στό πρακτορείο εἰδήσεων τοῦ Βατικανοῦ, Radio Vatican, στίς 23-5-2014, δήλωσε ὅτι «θά ἦταν ὡραῖο ἄν μετά ἀπό αὐτή τή συνάντηση, ὑπῆρχε κοινωνία ἀπό τό ἴδιο δισκοπότηρο.Εἶναι ἐπιθυμία μας καί αὐτός εἶναι ὁ στόχος μας. Αὐτός εἶναι ὁ σκοπός τοῦ διαλόγου»[11].

Σχετικά μέ τήν intercommunion (διαμυστηριακή κοινωνία) θά πρέπει νά σημειώσουμε ὅτι ἡ ἑνότητα στή Θεία Λατρεία μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν σημαίνει, κατά τήν Ὀρθόδοξη θεώρηση, ἔκφραση ἑνότητας τῆς ὅλης Ἐκκλησίας. Μάλιστα, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία προϋποθέτει τήν ἑνότητα τῆς πίστεως πρίν ἀπό τήν εὐχαριστιακή πράξη. Χωρίς αὐτή τήν ἑνότητα στήν πίστη καί τήν εὐχαριστιακή κοινωνία, ἡ ἑνότητα μεταξύ Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί αἱρετικῶν ἔχει μόνο ἠθικό καί κοινωνικό χαρακτήρα. Ἀντίθετα, οἱ αἱρετικές παρασυναγωγές στό σύνολό τους ἐνδιαφέρονται περισσότερο γιά την intercommunion καί μάλιστα πρίν τήν ἐπίτευξη ἑνότητας στήν πίστη, πράγμα πού ἀπορρίπτει σαφῶς ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία γιά τούς παραπάνω λόγους[12].

Ὁ πατήρ Δημήτριος Στανιλοάε, κορυφαῖος ὀρθόδοξος Ρουμάνος θεολόγος, λέει ὅτι θά πρέπει νά ἐφαρμοσθοῦν ὀρθόδοξες θεολογικές προϋποθέσεις στούς διαλόγους, πού διεξάγει ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μέ τίς αἱρέσεις καί τίς θρησκεῖες. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές εἶναι οἱ ἑξῆς : Νά ἐπιτευχθεῖ    α) ἑνότητα στή διοίκηση τῆς Ἐκκλησίας˙ δηλ. νά ἀποδεχθοῦν οἱ αἱρετικοί καί ἀλλόθρησκοι τό συνοδικό σύστημα διοικήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. β) ἑνότητα στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται στήν ἁγία παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας, στήν Ἁγία Γραφή, στίς ἀποφάσεις τῶν ἁγίων Οἰκουμενικῶν καί Τοπικῶν Συνόδων, στούς Ἱερούς Κανόνες καί στά συγγράμματα τῶν ἁγίων Πατέρων καί θεολόγων τῆς Ὀρθοδοξίας, καί γ) ἑνότητα στή θεία λατρεία τῆς Ὀρθοδοξίας[13].

Ὁ ὁμότιμος καθηγητής τῆς Πατρολογίας τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ ΑΠΘ, αἰδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ὑπογραμμίζει ὅτι τό νά προχωρήσουν ὁ πάπας και οἱ ὀρθόδοξοι πατριάρχες και προκαθήμενοι σέ κοινό ποτήριο, νά γίνει δηλαδή καί συλλείτουργο, νά κοινωνήσουν ἀπό τό ἴδιο ποτήριο, τό εὔχονται βέβαια ἀνά τούς αἰῶνες ὅλοι οἱ Ἅγιοι καί το εὐχόμεθα ὅλοι μας, ὑπό τήν ἀναγκαία καί ἀπαραίτητη προϋπόθεση ὅτι ὁ πάπας θά ἀποκηρύξει ὅλες τις αἱρέσεις καί τίς πλάνες του καί θα ἐπιστρέψει ἐν μετανοίᾳ εἰς την Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Διαφορετικά δεν θά ἔχουμε ἀληθινή ἕνωση, ἀλλά ψεύτικη, ὅπως ἔγινε καί στό παρελθόν μέ τίς ψευδοσυνόδους τῆς Λυών (1274) καί τῆς Φερράρας - Φλωρεντίας (1438-1439). Καί ἐπειδή ὁ ἑωσφορικός Παπισμός δέν πρόκειται ποτέ νά δεχθεῖ τά λάθη του καί νά μετανοήσει, γιατί τίς πλάνες καί τίς αἱρέσεις τίς ὑπαγορεύει καί τίς ὑποψιθυρίζει ὁ ἀμετανόητος Ἑωσφόρος, ἐκτιμοῦμε ὅτι θά ἦταν εὐχῆς ἔργο νά προχωρήσει ἡ ψευδής ἕνωση, ἡ ἕνωση δηλαδή μέ διατήρηση τῶν πλανῶν καί τῶν αἱρέσεων, ὥστε νά ξεκαθαρίσει ἡ κατάσταση καί νά ἀντιληφθοῦν ὅλοι πῶς συσκευάζεται και πῶς κατασκευάζεται ὅλη αὐτή ἡ εἰρηνιστική καί ἀγαπητική Θεολογία τῶν Διαλόγων τῶν Οἰκουμενιστῶν, γιά τήν ἐξαπάτηση τῶν μή εἰδότων καί ἁπλουστέρων. Συμφέρει στους Οἰκουμενιστάς ἀμφοτέρων τῶν πλευρῶν νά προωθοῦν τήν ἕνωση ὑπογείως ἐν κρυπτῷ, μέ τήν σταδιακή διάβρωση τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος στίς Θεολογικές Σχολές καί στίς τάξεις τῶν κληρικῶν, ὥστε νά μήν ὑπάρξουν ἀντιδράσεις, ὅταν θά ἐπιχειρηθεῖ ἡ ψευδής ἕνωση. Αὐτό μάλιστα πρέπει νά ἀφυπνίσει καί ὅσους καλοπροαιρέτους κληρικούς καί θεολόγους δέν ἀνησυχοῦν πολύ γιά ὅσα τεκταίνονται ἤδη καταστροφικά καί ἀντιπατερικά, μέ τις συμπροσευχές, τίς λειτουργικές φιλοξενίες, τίς μεταπατερικές ἐκδηλώσεις, τήν βαπτισματική ἐκκλησιολογία, τήν κατάργηση τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, τίς δωρεές κορανίων καί πατριαρχικῶν μιτρῶν ὡς και ἁγίων ποτηρίων, τήν ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν, τους ὁποίους θεωροῦμε ὡς ἐκκλησίες, συμμετέχοντας ἰσοτίμως στό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν», και πλεῖστα ἄλλα. Ἡ μειωμένη καί ὑποτονική ἀντίδραση καί ἀντίσταση σε ὅλα αὐτά, πού δέν δικαιολογεῖται οὔτε ἀπό τήν Ἁγία Γραφή οὔτε ἀπό τήν Πατερική Παράδοση, μέ τήν δικαιολογία τῆς «κόκκινης γραμμῆς τοῦ κοινοῦ ποτηρίου», λειτουργεῖ πρός ὄφελος τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ἐν τῇ πράξει ἐπιβάλλουν τήν ἕνωση καί πρό τοῦ κοινοῦ ποτηρίου. Ὅταν ἐπισήμως ἀποφασίσουν τήν διακοινωνία τοῦ κοινοῦ ποτηρίου, θά ἔχει προχωρήσει τόσο πολύ ἡ ἐσωτερική διάβρωση, ὁ εἰρηνισμός καί ὁ ἀγαπισμός τῆς Μεταπατερικῆς Βαπτισματικῆς Θεολογίας, ὥστε δέν θά ὑπάρχουν πλέον πρόσωπα πού θά βλέπουν κόκκινες γραμμές, θά ἐπιβληθεῖ, ὅπως ἀθεολογήτως καί διεστραμμένως ἰσχυρίζονται, ἡ «ἑνότης ἐν τῇ ποικιλίᾳ», πού δῆθεν διδάσκει ὁ Μ. Φώτιος, ὁ πρῶτος καί ἀποτελεσματικώτερος πολέμιος καί καθαιρέτης τοῦ Παπισμοῦ.

Ἐπειδή, λοιπόν, ἡ διάβρωση καί ἡ ἐσωτερική ἅλωση δέν ἔχουν ἀκόμη γενικευθῆ, ἐκτιμοῦμε ὅτι δέν τους συμφέρει νά προχωρήσουν τώρα στό κοινό ποτήριο. Ἐμεῖς εὐχόμαστε νά προχωρήσουν, ὥστε καί οἱ ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων θέτοντες ὡς κόκκινη γραμμή τό κοινό ποτήριο, να συμπαραταχθοῦν μαζί μας, ὥστε με τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ καί τῶν Ὁμολογητῶν Ἁγίων νά διαλυθεῖ τό σκοτεινό νέφος τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί νά λάμψει και πάλιν ὁ ἥλιος τῆς Ὀρθοδοξίας[14].

Ι) Ὁ πρακτικός Οἰκουμενισμός

Στήν παράγραφο 5 τονίζεται ἡ κοινή συνεργασία σέ θέματα πρακτικά καί ηθικά. Οὐσιαστικά προωθεῖται ὁ λαϊκός ἤ πρακτικός οἰκουμενισμός. «Ἔχομεν ἤδη τό καθῆκον νά προσφέρωμεν κοινήν μαρτυρίαν τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους συνεργαζόμενοι εἰς τήν ὑπηρεσίαν τῆς ἀνθρωπότητος».

Ἡ διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς ἤ ἀλλιῶς ὁ λαϊκός Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ  μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά, βιοηθικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.

Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ΄ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τους παρουσιάζει τά ἑξῆς μειονεκτήματα :

α) Ἡ φωνή τῆς ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται, μέ τίς ἄλλες «χριστιανικές» φωνές, χάνει τή διαύγειά της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.

β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στό κοινωνικότης  ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶν ἄλλων «ὁμολογιῶν», σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἑκεῖνο, ὅμως, πού ἔχει ἀνάγκη ὁ σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ἡ βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσω ἑνός ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές πληγές, ἀλλά ἡ ἀπελευθέρωσή του ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στό άληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς ἑτεροδόξους νά συνεργάζονται μέ τούς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τήν ἑσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές[15].

ΙΑ) Τό οἰκολογικό – περιβαλλοντικό ἐνδιαφέρον

 

Στήν παράγραφο 6 γίνεται λόγος γιά τήν «ἀπό κοινοῦ δέσμευσίν μας νά καλλιεργήσωμεν τήν συνείδησιν τῆς φροντίδος διά τήν δημιουργίαν καί τήν μέριμναν διά τήν προστασίαν της».

Δέν θά πρέπει, ὅμως, νά λησμονοῦμε ὅτι μέ τό πρόσχημα καί ἐν ὀνόματι τῆς προστασίας τῆς δημιουργίας γίνονται διαθρησκειακές συναντήσεις μέ συμπροσευχές, τίς ὁποῖες ἐπιβάλλει ἡ μασονική «Νέα Ἐποχή» καί «Νέα Τάξη Πραγμάτων» τοῦ Ἀντιχρίστου. Εἶναι γνωστή ἡ σιωπηλή συμπροσευχή τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου μπροστά σέ «ὁμοίωμα» τῆς ὑδρογείου μέ τόν πρόεδρο τοῦ κοινοβουλίου τῆς Γροιλανδίας καί θρησκευτικούς ἡγέτες Παπικῶν, Εὐαγγελικῶν, Λουθηρανῶν, Σιϊτῶν καί Σουνιτῶν Μουσουλμάνων, Ἰουδαίων, Σιντοϊστῶν, Βουδιστῶν καί Ἰνδουιστῶν στό 7ο περιβαλλοντικό συμπόσιο ἐν πλῶ : «Θρησκεία, Ἐπιστήμη καί Περιβάλλον», πού ἔλαβε χώρα στόν Ἀρκτικό Ὠκεανό καί συγκεκριμένα στήν Γροιλανδία τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2007[16]. Βεβαίως κάτω ἀπό τόν μανδύα τοῦ δῆθεν ἐνδιαφέροντος γιά τήν κτίση, τήν δημιουργία καί τό περιβάλλον, κρύβεται ἡ φυσιολατρεία, πού ἀποτελεῖ στήν οὐσία εἰδωλολατρεία, ἀφοῦ ἀντί νά προσευχηθοῦν στόν μοναδικό Δημιουργό καί Προνοητή τοῦ σύμπαντος κόσμου, Ἅγιο Τριαδικό Θεό, γιά νά προστατεύσει τήν δημιουργία Του,  αὐτοί ἔχουν ἀναγάγει τήν Γῆ (Γαῖα) στή σφαίρα τῆς θεότητος καί σ'αὐτήν προσεύχονται.

ΙΒ) Ὁ διαθρησκειακός Οἰκουμενισμός

Στήν παράγραφο 7 λέγεται ὅτι «καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς νά προωθήσουν αὐθεντικόν διάλογον μετά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, τοῦ Ἰσλάμ καί ἄλλων θρησκευτικῶν παραδόσεων». Στήν παράγραφο 8 : «Ἐνθρρύνομεν ὅλας τάς πλευράς ἀνεξαρτήτως θρησκευτικῶν πεποιθήσεων νά συνεχίσουν ἐργαζόμενοι διά τήν καταλλαγήν καί τήν δικαίαν ἀναγνώρισιν τῶν δικαιωμάτων τῶν λαῶν». Καί στήν παράγραφο 9 : «καλοῦμεν ὅλους τούς χριστιανούς, καθώς καί πιστούς κάθε θρησκευτικῆς παραδόσεως καί ὅλους τούς ἀνθρώπους καλῆς θελήσεως, νά ἀναγνωρίσουν τό ἐπεῖγον τῆς ὥρας ταύτης, τό ὁποῖον μᾶς ὑποχρεώνει νά ἐπιζητήσωμεν τήν καταλλαγήν καί ἑνότητα τῆς ἀνθρωπίνης οἰκογενείας, μέ πλήρη σεβασμόν πρός τάς νομίμους διαφοράς, διά τό καλόν ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος καί τῶν γενεῶν τοῦ μέλλοντος».

Καθίσταται φανερό ὅτι μέ τά παραπάνω προωθεῖται ὁ διαθρησκειακὸς Οἰκουμενισμὸς, ὁ ὁποῖος εἶναι κίνηση γιὰ τὴν ἕνωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σ’ ἕνα τερατῶδες κατασκεύασμα, σέ μία Πανθρησκεία. Τελικὸ σκοπὸ ἔχει νὰ ἐξαφανίσει, μέσα σ’ αὐτό τὸ χωνευτήρι, τὸν Χριστιανισμὸ καὶ ἰδίως τὴν Ὀρθοδοξία, ποὺ κατέχει τὴν Ἀλήθεια. Σκοπεύει δὲ στὴν τελικὴ φάση τοῦ σκοτεινοῦ του σχεδίου νὰ ἀντικαταστήσει τὴν λατρεία τοῦ ἑνός Θεοῦ, μὲ τὴν λατρεία τοῦ Σατανᾶ!

Ἡ παναίρεση τοῦ διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ πρεσβεύει ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι τό ἴδιο. Δέν εἶναι μόνον ὁ Χριστιανισμός ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας. Τήν σωτηρία μπορεῖ κανείς νά τήν βρεῖ καί στόν Μουσουλμανισμό καί στόν Ἰουδαϊσμό καί στόν Ἰνδουϊσμό καί στόν Βουδισμό ἀκόμη καί στήν εἰδωλολατρεία. Ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι διαφορετικοί ὁδοί σωτηρίας. Μέ τόν τρόπο αὐτόν ἐπιδιώκεται ἡ ψευδοένωση ὅλων τῶν θρησκειῶν σέ μία πανθρησκεία. Ἡ γενική τάση εἶναι νά φανεῖ ὅτι δέν ὑπάρχουν δογματικές διαφορές ἀνάμεσα στίς θρησκεῖες, ὅτι οἱ θρησκεῖες οὐσιαστικά εἶναι ἴδιες.

Ἐπιπροσθέτως, ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός ὑποστηρίζει τήν ἄποψη ὅτι τό Ἰσλάμ καί ὁ Ἰουδαϊσμός εἶναι μονοθεϊστικές καί ἀποκαλυπτικές θρησκεῖες. Αὐτή ἡ θέση εἶναι λανθασμένη, διότι οὔτε πιστεύουν στόν μόνο ἀληθινό Τριαδικό Θεό, οὔτε δέχθηκαν ποτέ κάποια ἀποκάλυψη ἀπ’Αὐτόν. Ἀντιθέτως, δέχονται ἀποκάλυψη ἀπό κάπου ἀλλοῦ, τόν διάβολο, ὅπως ἀποδεικνύεται ἀπό τό Κοράνιο, πού ὑβρίζει τόν ἐνσαρκωθέντα Θεόν Λόγον ὡς κτίσμα, ἐπαναλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Ἀρείου, καί ἀπό τό Ταλμούδ καί τήν Καμπαλᾶ, πού καθυβρίζουν τόν Σωτῆρα Χριστό καί ἐξυμνοῦν τόν Σατανᾶ.

Γίνεται, λοιπόν, κατανοητό ὅτι ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός προσβάλλει τό θεμελιῶδες δόγμα τῆς μοναδικῆς στόν κόσμο ἀποκαλύψεως καί σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων διά Ἰησοῦ Χριστοῦ σέ σχέση μέ τίς θρησκεῖες τοῦ κόσμου[17], μέ ἀποτέλεσμα αὐτός νά ἀποτελεῖ ἀναβίωση τοῦ ἀρειανισμοῦ. Οὐσιαστικά, ὁ διαθρησκειακός οἰκουμενισμός εἶναι ἕνας νεοαρειανισμός[18].

ΙΓ) Ἡ κατάσταση στή Μέση Ἀνατολή

Στήν παράγραφο 8 τονίζεται ὅτι «ἐκφράζομεν τήν κοινήν μας βαθεῖαν ἀνησυχίαν διά τήν κατάστασιν τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς».

Οἱ συντάκτες τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ ἀποκρύπτουν την πραγματική αἱτία τῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τῶν «ὑπογείων ρευμάτων» τῆς Ἀμερικῆς, διοργανώνει κατὰ περιόδους διαθρησκειακές διασκέψεις μὲ θέματα τὴν εἰρήνη, τὴν ἐξάλειψη τῆς βίας, τῆς πενίας καὶ τὴν εἰρηνικὴ συνύπαρξη λαῶν μὲ διαφορετικὸ θρήσκευμα, στις ὁποῖες βεβαίως ἀντιτασσόμεθα, γιατί ἕως σήμερα, οἱ διαθρησκειακές δὲν ἔχουν βοηθήσει τὴν ἀνθρωπότητα. Διότι καὶ τρομοκρατικές πράξεις ἔχουμε ἀπὸ τοὺς μὴ Χριστιανοὺς σέ ὅλα τὰ σημεῖα τοῦ κόσμου, καὶ ἐμφυλίους ἔχουμε, καὶ πολεμικές ἐνέργειες ἔχουμε καὶ πρωτοφανεῖς διώξεις ὀρθοδόξων καὶ πλανεμένων Χριστιανῶν ἔχομεν κ.λπ. Παρ’ὅλ’αὐτά, ὁ Παναγιώτατος, ἐμμένει στή συνέχιση τῆς διεξαγωγῆς τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων καί διαλόγων. Τελευταίως, κατά τάς ἐπιταγάς τοῦ Κορανίου, πού ἀκολουθοῦν οἱ δύστυχοι ἰσλαμοφασῖσται τῆς λεγομένης ἀντιπολιτεύσεως στή Συρία, πού στηρίζουν ἡ ἀνόητη Δύση (Ε.Ε., Η.Π.Α.) καί τό σουνιτικό μπλόκ Σαουδικῆς Ἀραβίας, Κατάρ καί Τουρκίας, ἔγινε ἡ ἀπαγωγὴ τοῦ Ὀρθοδόξου Μητροπολίτου Χαλεπίου καὶ τοῦ Μονοφυσίτου «Μητροπολίτου» τῆς περιοχῆς. Ποιά ἡ ἐπιρροὴ τῶν ἐκπροσώπων τῶν διαθρησκειακῶν διασκέψεων γιὰ τὴν ἀπελευθέρωσή τους; Ποιές οἱ ἐνέργειές τους πρὸς τοὺς ἰσχυροὺς τῆς γῆς πρὸς τὴν κατεύθυνση αὐτή; Πῶς αὔριο τὸ Φανάρι θὰ αἰτιολογήσει τίς νέες διαθρησκειακές μὲ τὸ περιεχόμενο, τὸ ὁποῖο προανεφέραμε; Μήν λησμονοῦμε βεβαίως ὅτι τό Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο Ἀντιοχείας, εὐρισκόμενο σέ οἰκουμενιστική αἰχμαλωσία, ἀναγνωρίζει στούς αἱρετικούς Μονοφυσῖτες ἐκκλησιαστικότητα καί ἔχει ἔλθει σέ μερική κοινωνία μαζί τους, ὅπως ἀναγνωρίζει καί τίς ἄλλες θρησκεῖες. Νά, λοιπόν, ποιά εἶναι ἡ πραγματική αἰτία τῆς καταστάσεως τῶν χριστιανῶν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ἡ προδοσία τῆς πίστεως, μέ λίγα λόγια ἡ παναίρεση τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτό ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός δέν ἄργησε νά στείλει τήν παιδαγωγική τιμωρία Του, μέ τίς διώξεις καί τούς φόνους τῶν Χριστιανῶν.

ΙΔ) Τό χειροφίλημα τοῦ Πάπα

Ἔκπληξη προκάλεσε τό γεγονός ὅτι, ὅταν ὁ Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαῖος ὁλοκλήρωσε τήν ὁμιλία του στό Ναό τῆς Ἀναστάσεως καί κατευθύνθηκε πρός τόν θρόνο του, ὁ Πάπας Φραγκίσκος αὐθόρμηταἔπιασε τό χέρι τοῦ Προκαθήμενου τῆς Ὀρθοδοξίας καί τό ἀσπάστηκε θερμῶς[19].

Τό γεγονός αὐτό δέν θά πρέπει νά μᾶς ξεγελάει καί νά νομίσουμε ὅτι ὁ πάπας ἄλλαξε καί ἔγινε ταπεινός καί φιλορθόδοξος. Πρῶτον, διότι ὁ πάπας, ἐκτός ἀπό τό χέρι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, κατά τήν παραμονή του στά Ἱεροσόλυμα, ἀσπάστηκε καί τό χέρι μιᾶς ἑβραῖας γυναῖκας, ὅπως δείχνει βίντεο, πού κυκλοφόρησε[20]. Καί δεύτερον, διότι γνωρίζουμε ὅτι, ἐξαιτίας τῆς παποκεντρικῆς ἑρμηνείας τοῦ πρωτείου, ὁ Πάπας περιεβλήθη ἐντελῶς ἀπαράδεκτα προνόμια, χωρίς τήν συγκατάθεσι τῶν λοιπῶν Ἐκκλησιῶν τῆς ἀρχαίας πενταρχίας καί μᾶλλον εἰς ἀνατροπήν τῆς κανονικῆς (συνοδικῶς βεβαιωμένης) τάξεως τῆς ἀρχαίας Ἐκκλησίας, ἕνα ἀπό τα ὁποῖα εἶναι τό νά εἶναι ὁ Πάπας ἡ καθολική κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας μέ ἀποστολή διακονίας. Αὐτό εἶναι ἕνα σημεῖο, στό ὁποῖο ἐπενδύει ἡ ρωμαιοκαθολική πλευρά καί σήμερα, ἄν θυμηθοῦμε τήν περίφημη ἔκφρασι ὅτι ὁ Πάπας εἶναι «δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ»! Τό «Κείμενο τῆς Ραβέννας» ὁμιλεῖ γιά πρωτεῖο διακονίας τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης καί γι’ αὐτό χρειάζεται ἰδιαίτερη προσοχή. Ὁ προσφάτως καταταγείς στό Ἁγιολόγιο τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἱερώτατος Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Μελέτιος ὁ Πηγᾶς, γράφει μεταξύ ἄλλων ἐπ’ αὐτοῦ : «Ἀλλά, λέγουν, πρέπει κάποιος ἀπό τούς ἐπισκόπους καί μεταξύ τῶν ἐπισκόπων νά ὑπερέχῃ. Μάλιστα αὐτόν τόν ὀνομάζουν διακονική κεφαλή ... Ἀλλά ὅλων αὐτῶν τῶν ἐπισκόπων μόνον ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀρχή καί ἡ κεφαλή ... Αὐτοί [σ.σ. οἱ Λατῖνοι] παραχωροῦν στήν διακονική αὐτή κεφαλή ἀπεριόριστη ἐξουσία καί ἐπί τῆς πίστεως καί ἐπί τῆς Ἐκκλησίας ... Ἐνῶ δείχνουν ἕνα προσωπεῖο διακονικῆς κεφαλῆς, συμπεριφέρονται μέ μία τυραννία πιό αὐταρχική ἀπό κάθε αὐταρχική ἐξουσία»[21].

Ἐπίλογος

Σέ ὅλα τά ἀνωτέρω ἀνατρεπτικά τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός ἔστειλε τήν παιδαγωγική του ὀργή καί τιμωρία. Θεωροῦμε ὡς θεοσημεία τόσο τήν ἰσχυρή σεισμική δόνηση, πού ὑπολογίζεται σέ 6,5 βαθμούς τῆς κλίμακας ρίχτερ, καί συντάραξε μία μέρα πρίν τήν ἀνίερη συνάντηση Πάπα-Πατριάρχη, στίς 24-5-2014, στίς 12:30 τό μεσημέρι τή Λήμνο[22], ὅσο καί τήν πυρκαϊά, πού ξέσπασε μία μέρα μετά τή συνάντηση στίς 27-5-2014 στό Σπήλαιο τῆς Γεννήσεως στή Βηθλεέμ[23]. Εἶναι φυσικό ὅπου περνάει ὁ Πάπας καί οἱ Οἰκουμενιστές νά σκορποῦν ὅχι τήν εὐλογία τους, ἀλλά τήν ἀλογία τους, καί νά φέρνουν τήν καταστροφή.

  Κατακλείοντας, ἐπισημαίνουμε ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι ἀποκηρύττουμε τήν ‘Κοινή Δήλωση’ Πάπα-Πατριάρχη, διότι σέ καμμία περίπτωση δέν ἐκφράζει τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀλλά ἀποτελεῖ προσωπική ἄποψη τῶν ὑπογραψάντων αὐτήν καί τῶν συνοδειῶν τους. Θεωροῦμε, ἐπίσης, ἐπιτακτική ἀνάγκη τήν ἀρνητική βεβαίως συνοδική τοποθέτηση ἔναντι τῆς ‘Κοινῆς Δηλώσεως’ τόσο τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅσο καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κρήτης, ἀλλά καί τῆς Διπλῆς Συνάξεως τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. 

π. Ἄγγελος Ἀγγελακόπουλος,

ἐφημ.Ἱ. Ν. Ἁγίας Παρασκευῆς Ν. Καλλιπόλεως Πειραιῶς


 

[1] http://cdn.romfea.gr/images/stories/photos/2014/5/romfea-than/KOINH-DHLOSIS.pdf

[2] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι μέλη τῆς Ἐκκλησίας»; Ἐν Συνειδήσει, Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μεγ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 79, http://aktines.blogspot.gr/2012/02/blog-post_5358.html

[3] Ὅ.π., σσ. 80-81.

[4] ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ἐπιστολή πρός τόν Πάπα, 14-4-2014, σσ. 56-71,http://imp.gr/images/Epikairothta_2014/PAPAS%20EPISTOLH%20ellhnika.pdf καί Άνακοινωθέν τῆς 19ης -3-2013,http://romfea.gr/arthra-apopseis/16085-2013-03-19-12-10-27

[5] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, «Εἶναι οἱ Ἑτερόδοξοι…»,  σ. 83.

[6] Ὅ.π., σ. 83.

[7] Εἰς τὸ Κατὰ Ἰωάννην 82,2· PG 59, 443ἑ. «[...] Τί δέ ἐστιν, Ἐν ἡμῖν; Ἐν τῇ πίστει τῇ εἰς ἡμᾶς. Ἐπειδὴ γὰρ οὐδὲν οὕτως σκανδαλίζει ἅπαντας, ὡς τὸ διεσπάσθαι, τοῦτο κατασκευάζει ὥστε γενέσθαι ἕν. Τί οὖν; ἤνυσεν αὐτό, φησί; Καὶ σφόδρα ἤνυσεν. Ἅ­παντες γὰρ οἱ διὰ τῶν ἀποστόλων πιστεύσαντες ἕν εἰσιν, εἰ καί τινες ἐξ αὐτῶν διε­σπάσθησαν. Οὐδὲ γὰρ τοῦτο αὐτὸν παρέλαθεν, ἀλλὰ καὶ αὐτὸ προεῖπε, καὶ ἔδειξε τῆς τῶν ἀνθρώπωνῥαθυμίας ὄν [...] Εἴτε γὰρ περὶ σημείων, εἴτε περὶ ὁμονοίας, εἴτε περὶ εἰρήνης ὁ λόγος αὐτῷ, φαίνεται αὐτὸς αὐτοῖς ταῦτα παρεσχηκώς. Ὅθεν δῆλον ἦν, ὅτι παραμυθίας ἕνεκεν τῆς αὐτῶν ἡ αἴτησις γίνεται».

[8] Ὅπως λ.χ. στὰ «εἰρηνικὰ» τῆς Θ. Λειτουργίας Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, μετὰ τὸ Σύμβολον τῆς Πίστεως: «Καί ὑπέρ πάσης ψυχῆς χριστιανῆς, θλιβομένης καὶ καταπονουμένης, ἐλέους καί βοηθείας Θεοῦ ἐπιδεομένης καίἐπιστροφῆς τῶν πεπλα­νημένων...». Ἐμφανέστερα στήν μετά τό «Ἐξαιρέτως τῆς Παναγίας Ἀχράντου», εὐχή τῆς Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου: «Τούς πεπλανημένους ἐπανάγαγε καί σύναψον τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καίἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ».

[9] ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ  κ. Ι­ΕΡΟΘΕΟΣ, «Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμὸς στὴν πρά­ξη, ἤ­τοι τὴν θε­ο­λο­γί­α καὶ τὴν ἄ­σκη­ση», στὸ Οἰ­κου­με­νι­σμός, Γέ­νε­ση-Προσ­δο­κί­ες-Δι­α­ψεύ­σεις, ἐκδ. Θε­ο­δρο­μί­α, τ. Β, σελ. 787, ὁ­μοί­ως καὶ ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. Ι­ΩΑΝΝΗΣ ΡΩΜΑΝΙΔΗΣ, «Ὀρθόδοξος καὶ Βατικάνειος Συμφωνία περὶ Οὐνίας, B­A­L­A­MA­ND, Λί­βα­νος 1993», “Καιρός”, ἀφιέρωμα στὸν Καθηγητὴ Δαμιανὸ Δόικο, τ. Β, σελ. 261-282: «Ἡ συμ­φω­νί­α τοῦ BALAMAND ἑ­δρά­ζε­ται εἰς μί­αν ἑρ­μη­νε­ί­αν τῆς προ­σ­ευ­χῆς τοῦ Κυ­ρί­ου μας εἰς τὸ κε­φά­λαι­ον Ι­Ζ' τοῦ κα­τὰ Ἰ­ω­άν­νην, ἑρ­μη­νε­ί­αν,ἡ ὁ­πο­ί­α δὲν ἀ­νή­κει εἰς τὴν ὀρ­θό­δο­ξον πα­ρά­δο­σιν. Ὁ Χρι­στὸς προ­σε­ύ­χε­ται ἐ­δῶ, ὥ­στε οἱ μα­θη­ταί Του καὶ οἱ μα­θη­ταὶ τῶν μα­θη­τῶν Του νὰ γί­νουν ἕ­να εἰς τὴν θέ­αν τῆς δό­ξης Του, εἰς αὐ­τὴν ἀ­κό­μη τὴ­ν  ἐ­πί­γει­ον ζω­ὴν ὡς μέ­λη τοῦ Σώ­μα­τός Του, δη­λα­δὴ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ὁ­πο­ί­α συγ­κρο­τεῖ­ται κα­τὰ τὴν Πεν­τη­κο­στὴν καὶ ἡ ὁ­πο­ί­α ἐ­κτε­ί­νε­ται εἰς τὸν φω­τι­σμὸν καὶ τὴν θέ­ω­σιν ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων τῆς ἱ­στο­ρί­ας». 

[10] ΣΥΝΑΞΙΣ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Οὐκ ἐσμέν τῶν Πατέρων σοφότεροι 17-10-2011,http://www.theodromia.gr/92BD47EB.el.aspx

[11] Les retrouvailles œcuméniques de Jérusalem vues par le Métropolite Emmanuel, http://aktines.blogspot.gr/2014/05/blog-post_6924.html.

[12] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ, Δυτική Θεολογία καί πνευματικότητα, ἔκδ. Ὑπηρεσία Δημοσιευμάτων Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη, σ. 49.

[13] π. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΣΤΑΝΙΛΟΑΕ, Γιά ἕνα ὀρθόδοξο οἰκουμενισμό, ἐκδ. Ἄθως-Σταμούλης, Πειραιεύς-Ἀθήνα 1976.

[14] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, Πρός «κοινόν ποτήριον» Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν εἰς τάς ἐκδηλώσεις διά τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων; http://thriskeftika.blogspot.gr/2013/01/blog-post_6933.html

[15] Ὁ Οἰκουμενισμός, ἔκδ. Ἱ. Μ. Παρακλήτου, Ὠρωπός Ἀττικῆς 2004, σσ. 16-17.

[16] http://www.interchurch.dk/cn/cn.php?key=1846

[17] ΣΥΝΑΞΗ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΚΛΗΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΩΝ, Ὁμολογία πίστεως κατά τοῦ οἰκουμενισμοῦ, Ἰούλιος 2009, σ. 24.

[18] ΣΕΒ. ΜΗΤΡ. ΠΕΙΡΑΙΩΣ κ. ΣΕΡΑΦΕΙΜ, Ποιμαντορική Ἐγκύκλιος ἐπί τῆ Κυριακῆ τῆς Ὀρθοδοξίας 2014 περί διαθρησκειακοῦ οἰκουμενισμοῦ.
[19] 25-5-2014 Ὁ Πάπας ἀσπάστηκε τό χέρι τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχη (VIDEO),http://www.amen.gr/article18170

[20] Papa kiss the hand of a Jewish woman,https://www.facebook.com/IsraelMFA/photos/pcb.10152208651731317/10152208580876317/?type=1&theater

[21] ΜΕΛΕΤΙΟΣ ΠΗΓΑΣ,Κατά τῆς ἀρχῆς τοῦ Πάπα», ἐν ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Τόμος Χαρᾶς, ἔκδ.Ρηγόπουλος, Θεσ/κη 1985, σσ. 493-497 (ἡ μετάφρασις ἰδική μας). ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΨΑΝΗΣ, Τό κείμενο τῆςΡαβέννας καί τό πρωτεῖο τοῦ Πάπα, Ἅγιον Ὄρος, 30 Δεκεμβρίου 2007,  Ἐν Συνειδήσει. Οἰκουμενισμός. Ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ἱ. Μ. Μ. Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 98,http://aktines.blogspot.gr/2013/08/blog-post_663.html.
[22] 24-5-2014 Ἰσχυρός σεισμός ἰδιαίτερα αἰσθητός στό  Ἅγιον Ὄρος, http://www.amen.gr/article18152.

 

[23] 27-5-2014 Φωτιά στό Σπήλαιο τῆς Γέννησης στή Βηθλεέμ, http://www.romfea.gr/ektakta-nea-2/24560-2014-05-27-07-19-33.

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel