Ο ΜΟΝΟΣ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΘΕΟΣ
Ρώτησαν κάποτε τὸν ἀββᾶ Ἀγάθωνα: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων; Ἀκοῦμε γιὰ σένα ὅτι εἶσαι πόρνος καὶ ὑπερήφανος». «Ναί, ἔτσι εἶναι», ἀπαντᾶ ὁ ἀσκητής. «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ποὺ φλυαρεῖς καὶ κατακρίνεις»; «Ἐγὼ εἶμαι». «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Ἀγάθων ὁ αἱρετικός»; «Δὲν εἶμαι αἱρετικός», ἀπαντᾶ ὁ Ἀγάθων. «Πές μας», τὸν παρακάλεσαν τότε, «γιατί τόσα σοῦ εἴπαμε καὶ τὰ δέχθηκες, ἀλλὰ τὸ τελευταῖο δὲν τὸ ἄντεξες»; «Τὰ πρῶτα ὠφελοῦν τὴν ψυχή μου, ἀλλὰ ἡ αἵρεση εἶναι χωρισμὸς ἀπ᾿ τὸν Θεό, καὶ δὲν θέλω νὰ χωρισθῶ ἀπ᾿ τὸν Θεὸ» (ἀπ᾿ τὸ Γεροντικό).
Νὰ ἕνα θέμα ποὺ σήμερα ἔπαψε νὰ εἶναι οὐσιῶδες καὶ πέρασε σὲ δευτερεύουσα μοίρα. Δὲν θεωροῦμε ὅτι ἡ ὀρθὴ πίστη εἶναι ἀναγκαία προϋπόθεση γιὰ τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς. Νομίζουμε ὅτι στὸν Θεὸ καὶ στὴ σωτηρία μας (ζητήματα ζωῆς καὶ θανάτου) μποροῦμε νὰ φτάσουμε ἀπὸ χίλια-δυὸ δρομάκια. Δὲν ἔχει σημασία τελικὰ ποιὰ πίστη ἀκολουθεῖς, σὲ τί Θεὸ πιστεύεις.
Ρωτήθηκε κάποιος ποὺ στὸν καιρό μας ἀπὸ Χριστιανὸς ἔγινε Μουσουλμάνος: «Πῶς τὸ ἀποφάσισες»; «Μόνος μου, ἀπάντησε. Ψάχνοντας σιγὰ-σιγὰ βρῆκα αὐτὸ ποὺ ἤθελα στὸ Ἰσλάμ». «Ἔμαθα ὅτι παραλίγο νὰ γινόσουν μοναχὸς στὸ Ἅγιον Ὅρος»! «Ναί! Δὲν ἔχει καμμία διαφορά. Διαφορετικοὶ δρόμοι, ἴδιο τέλος». «Δὲν ὑπάρχει ἀπόσταση ἀνάμεσα στὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ τὸ Ἰσλάμ»; «Ἀπολύτως καμμία. Ὅταν πᾶς στὸ Ἅγιον Ὅρος ἢ ἐπισκέπτεσαι κάποιον τεκὲ στὴν Αἴγυπτο (=κάτι σὰν μοναστήρι ἰσλαμικό), βλέπεις ὅτι δὲν ὑπάρχει ἀπολύτως καμμία διαφορὰ» (Στ. Θεοδωράκη, Οἱ ἄνθρωποί μου, σελ. 214).
Τί Μωάμεθ, τί Χριστός! Ἕνα καὶ τὸ αὐτὸ λοιπόν; Καμμιὰ διαφορά; Μέσα ἀπ᾿ τὸ κανάλι τοῦ παγκοσμίου κινήματος τῆς «Νέας Ἐποχῆς» περνάει τὸ καταστροφικὸ μήνυμα, ὅτι οἱ θρησκεῖες ὅλες εἶναι μία. Δὲν ἔχουν διαφορά. Σὲ ὅποια θέλεις, πηγαίνεις. Καὶ ὅποιον Θεὸ θέλεις, προσκυνᾶς. Αὐτὸς εἶναι ὁ λεγόμενος θρησκευτικὸς συγκρητισμός.
Ὅμως ὁ ἕνας καὶ μοναδικὸς Θεός, ποὺ ποτὲ βέβαια δὲν εἶχε ἀφήσει ἀμάρτυρο (=χωρὶς μαρτυρίες, χωρὶς σημάδια) τὸν ἑαυτό του (Πράξ. 14,17), φανερώθηκε ὁλοφάνερα στὸν κόσμο μὲ τὴν ἔνσαρκη παρουσία τοῦ μονογενοῦς του Υἱοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἦρθε γιὰ νὰ σώσει τὸν κόσμο (Ἰω. 3,16-18). «Εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην», εἷπε ὁ ἄγγελος στοὺς ποιμένες, «ὅτι ἐτέχθη (=γεννήθηκε) «ὑμῖν Σωτὴρ» (Λουκ. 2,10-11.)
Σωζόμαστε μόνο διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Κανένας ἄλλος δὲν μπορεῖ, οὔτε ἄνθρωπος, οὔτε ἄγγελος, νὰ μᾶς σώσει. Μόνο ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, ποὺ εἶπε: «Ἐγὼ (μόνο) εἶμαι ἡ ἀλήθεια» (Ἰω. 14, 6). «Καὶ δὲν εἶναι δυνατὸν διὰ κανενὸς ἄλλου νὰ σωθοῦμε. Διότι δὲν ὑπάρχει ἄλλο ὄνομα (πλὴν τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ) ποὺ νὰ δόθηκε κάτω ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὸ ὁποῖο ὁρίσθηκε νὰ σωθοῦμε» (Πράξ. 4, 12). Λόγω τῆς ἀπόλυτης, μέχρι σταυρικοῦ θανάτου, ὑπακοῆς Του στὸν Πατέρα Του, «ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο ὄνομα. Ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνυ, ἀγγέλων, ἀνθρώπων καὶ δαιμόνων, καὶ νὰ ὁμολογήσει κάθε γλώσσα, ὅτι Κύριος (ὅλων εἶναι ὁ) Ἰησοῦς Χριστὸς (καὶ μόνο)» (Φιλ. 2, 9-10).
Νὰ γιατί ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων νοιαζόταν τόσο πολὺ νὰ μὴν ξεφύγει ἀπὸ τὴν πίστη αὐτή. Ἐμεῖς σὲ ποιὸν Θεὸ κλίνουμε γόνυ; Ποιὸν ἀναγνωρίζουμε Κύριο καὶ Σωτήρα μας;
Πρωτ. Δ. Μ.
ΟΙ ΔΥΟ ΑΡΚΟΥΔΕΣ
Δύο φίλοι, νεαρά παιδιά, ἀποφάσισαν νά πᾶνε γιά κυνήγι. Ξεκίνησαν, λοιπόν, μέ τά ὅπλα τους, χαρούμενοι καί αἰσιόδοξοι γιά ἐπιτυχίες μεγάλες! Προχώρησαν βαθιά στό δάσος. Ἀμέριμνοι φθάνουν σέ ἕνα μικρό ξέφωτο. Καί ἐκεῖ, ἀντικρίζουν μιά πελώρια ἀρκούδα νά στέκεται ὄρθια ἀπέναντί τους. Φόβος καί τρόμος κατέλαβε τούς νεαρούς. Ὁ ἕνας, ὡς πιό εὐκίνητος, ἔτρεξε καί σκαρφάλωσε σ᾿ ἕνα ψηλό δένδρο. Ὁ ἄλλος, ἀπελπισμένος, κοίταξε δεξιά-ἀριστερά καί ὥρμησε στήν εἴσοδο μιᾶς σπηλιᾶς ἀπέναντι ἀπό τό δένδρο. Ἡ ἀρκούδα «στρατοπέδευσε» μεταξύ δένδρου καί σπηλιᾶς. Μά, πολύ σύντομα, ὁ νέος βγῆκε τρέχοντας ἀπό τήν σπηλιά. Εἶδε τήν ἀρκούδα καί ξαναμπῆκε στήν σπηλιά! Αὐτό ἔγινε δυό-τρεῖς φορές. Ἀπό τό δένδρο ὁ φίλος του τοῦ φώναξε ἀνήσυχος:
-Μά τί κάνεις; Μεῖνε στήν σπηλιά. Θά βαρεθῆ καί θά φύγει τό θηρίο.
Ἀπαντᾶ, κατάχλωμος, ὁ φίλος του:
-Ὑπάρχει μιά δεύτερη ἀρκούδα στήν σπηλιά!!
* * *
Πόσα μᾶς διδάσκει αὐτή ἡ ἱστορία-παραβολή! Κυνήγι εἶναι ἡ ζωή τοῦ καθενός μας. Πρώτη ἀρκούδα, ἐχθρός πνευματικός, εἶναι ἡ ἀπιστία, ἴσως καί ἡ ἀμφιβολία μας γιά τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Δένδρο ὑψηλό πού μᾶς παρέχει ἀσφάλεια εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὄντας ἑνωμένοι μέ τήν Ἐκκλησία βλέπουμε μέ καθαρό βλέμμα τήν ψευτιά τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου καί καταλαβαίνουμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ μοναδικός ἀληθινός Θεός.
Σπηλιά εἶναι ἡ συνείδηση, καί γενικώτερα ἡ ψυχή τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ἡ συνείδησή μας δέν εἶναι φανερή στούς ἄλλους ἀνθρώπους. Οἱ σπηλιές εἶναι συνήθως σκοτεινές. Ἔτσι καί ἡ συνείδησή μας. Ἄν θέλουμε νά δοῦμε τί ἔχει μέσα, πρέπει νά ἀνάψουμε φῶς γιά νά βλέπουμε. Μέσα, λοιπόν, στήν ψυχή μας, κρύβεται ἡ δεύτερη ἀρκούδα: τά πάθη μας, οἱ χρόνιες ἁμαρτωλές μας ἀδυναμίες, οἱ ἁμαρτωλοί λογισμοί μας. Ὅταν τά δοῦμε, κάπως καθαρά, μᾶς πιάνει τρόμος! Γι᾿ αὐτό δέν θέλουμε νά τά βλέπουμε. Τρέχομε ἔξω ἀπό τήν «σπηλιά» τῆς συνείδησής μας, γινόμαστε ἐξωστρεφεῖς. Καί τότε πέφτουμε στήν πρώτη ἀρκούδα, τήν ἀπιστία. Καί γίνεται ἡ ζωή μας κόλαση! Κόλαση, ἐνῶ βρισκόμαστε ἀκόμη σ᾿ αὐτήν τήν ζωή!
Χρειαζόμαστε ἐπειγόντως «φῶς» καί «ὅπλα». Φῶς πνευματικό γιά νά δοῦμε τί κουβαλᾶμε μέσα μας καί ὅπλα πνευματικά γιά νά ἐξοντώσουμε τά θηρία τῶν παθῶν μας.
Κάθε ἡμέρα, ὅλη τήν Μεγάλη Τεσσαρακοστή, στό τέλος τοῦ ὄρθρου (=πρωϊνή προσευχή) ψάλλομε ἕνα τροπάριο πού λέγεται «φωταγωγικόν», δηλ. τροπάριο πού «φέρνει φῶς»! Ὅλα τά φωταγωγικά ἔχουν σχεδόν τό ἴδιο περιεχόμενο. Νά, τό φωταγωγικό τοῦ τρίτου ἤχου:
-Ἐξαπόστειλε, Χριστέ ὁ Θεός, τό φῶς σου τό ἀΐδιο καί φώτισε τά μάτια τά κρυφά τῆς καρδιᾶς μου, μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καί σῶσε με (Τριώδιον).
Εἶναι ἀκριβῶς τό πνευματικό φῶς πού χρειαζόμαστε. Ὅμως, γιά νά στείλει αὐτό τό φῶς ὁ Χριστός, ἀπαιτοῦνται κάποιες προϋποθέσεις, πού εἶναι:
- Νηστεία καί προσευχή.
- Ἰδιαιτέρως ἔρευνα τῆς συνείδησής μας γιά νά «δοῦμε» τίς «ἀρκούδες» τῶν παθῶν μας, μέ τήν βοήθεια κατάλληλου ὁδηγοῦ, τοῦ ἱερέα-πνευματικοῦ μας πατέρα.
Ἄς ἀγωνισθοῦμε, λοιπόν, γιά νά λάμψει τό πνευματικό φῶς τοῦ Χριστοῦ καί στήν δική μας καρδιά.
Ἀρχιμ. Ν. Κ.
ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ
Ἡ Μεγάλη Σαρακοστή εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν περίοδος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους, πού δείχνει τήν τεράστια σημασία τῆς συμμετοχῆς τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος στήν λεγόμενη «πνευματική» ζωή. Καί εἶναι πολύ φυσικό, ἀφοῦ μέ τήν Σαρακοστή ἑτοιμαζόμαστε νά γιορτάσουμε ὄχι μόνο τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀλλά καί τήν - δι’ αὐτῆς - ἀνάσταση καί τῶν δικῶν μας σωμάτων.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη θρησκευτική παράδοση, πού νά τιμάει τόσο πολύ, νά σώζει καί τελικά νά δοξάζει τό ἀνθρώπινο σῶμα.
Ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του μᾶς παρέδωσαν ἕνα πλούσιο «πρόγραμμα ἀσκήσεων» γιά τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς, τό ὁποῖο, φυσικά, πρέπει νά προσαρμόζεται στίς δυνάμεις καί στίς ἀντοχές τοῦ καθενός μέ τήν βοήθεια τοῦ πνευματικοῦ του πατρός.
ΚΑΙ ὁ σωματικός κόπος τῆς νηστείας ΚΑΙ ὁ σωματικός κόπος τῆς προσευχῆς (γονυκλισίες, ὀρθοστασία, αὐξημένες ἀκολουθίες) δέν ἀποσκοποῦν σέ ἕνα κενόδοξο «πρωταθλητισμό», ἀλλά
- στήν πιό συχνή καί αἰσθητή μνήμη τοῦ Σωτηρίου Πάθους τοῦ Χριστοῦ·
- στήν συναίσθηση ὅτι οἱ ἁμαρτίες, πού ἀνέβασαν τόν Χριστό στόν Σταυρό ἔγιναν καί μέ τό σῶμα μας· καί
- στήν μαρτυρία ὅτι ὁ Χριστός δέν ἦλθε... νά καθίσει σέ μιά καρέκλα καί νά μᾶς κάνει ἁπλῶς ἠθικές διδασκαλίες. Ἀντίθετα ἦλθε, ντύθηκε ἀνθρώπινο σῶμα καί ἔπαθε ΚΑΙ σωματικά μαρτύρια καί θάνατο σταυρικό, γιά νά ἀνακαινίσει καί νά σώσει ὄχι μόνο τήν ψυχή μας ἀλλά καί τό σῶμα μας.
* * *
Πρίν δυό χρόνια μετεστράφη στήν Ὀρθοδοξία ὁ πρώην ρωμαιοκαθολικός Ἑλβετός ἱερομόναχος καί ἐρημίτης π. Γαβριήλ Bunge. Ἀνάμεσα στά πολλά βιβλία του ξεχωρίζει τό βιβλίο «Πήλινα σκεύη», ὅπου ἐξηγεῖ ἀναλυτικά πῶς τό «πήλινο σκεῦος» τοῦ σώματός μας, γίνεται ἕνα θαυμάσιο ἐργαλεῖο καθάρσεως, ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας μας, ὅταν πρόθυμα καλλιεργεῖ τίς χριστομίμητες ἀσκήσεις τῆς νηστείας καί τῆς προσευχῆς.
Σέ πρόσφατη συνέντευξή του ὁ π. Γαβριήλ ἐτόνισε:
«Δέν μπορεῖς νά μάθεις νά προσεύχεσαι... καθισμένος σέ μιά πολυθρόνα. Ἄν εἶσαι ἕτοιμος νά γονατίσεις, νά μετανοήσεις εἰλικρινά, νά ὑψώσεις τά μάτια καί τά χέρια στόν οὐρανό, τότε πολλά πράγματα θά σοῦ ἀποκαλυφθοῦν. Μπορεῖ νά διαβάζεις βιβλία, νά παρακολουθεῖς διαλέξεις, νά συζητᾶς μέ ἄλλους. Ἀλλά ποιά εἶναι ἡ ἀξία ὅλων αὐτῶν, ἄν δέν κάνεις ἕνα πραγματικό βῆμα πρός τά ἐμπρός, ἀσκώντας τό σῶμα σου στήν νηστεία καί στήν προσευχή; Δέν εἶναι δυνατόν νά μάθει κάποιος νά κολυμπάει ἀπό τήν καρέκλα! Ὁ μόνος τρόπος γιά νά μάθει κάποιος κολύμπι, εἶναι νά πέσει μέσα στό νερό!».
Ἀρχιμ. Β. Λ.
Η ΜΥΣΤΙΚΗ ΡΑΒΔΟΣ
Μιὰ ἀπ᾿ τὶς σοβαρώτερες ἐπαναστάσεις τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν ἡγέτη τους Μωυσῆ ἦταν αὐτὴ τῶν Κορέ, Δαθὰν καὶ Ἀβειρών, ποὺ μὲ ἄλλους 250 ἐπιφανεῖς Ἰσραηλίτες καὶ ἀρκετὸ πλῆθος λαοῦ ἀμφισβήτησαν τὸν Ἀαρών, ὡς τὸν μόνο ἀπ΄ τὸν Θεὸ ἐκλεγμένο ἀρχιερέα. Ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ ἦταν ἄμεση καὶ ἡ τιμωρία τους δραστική, γιὰ νὰ παραδειγματισθεῖ ὁ ἰδιαίτερα ἀπειθὴς καὶ σκληροκάρδιος λαὸς τοῦ Ἰσραήλ. Γιὰ νὰ στερεώσει περισσότερο τὴν ἀσταθῆ τους πίστη ὁ Θεός, εἶπε τελικὰ στὸν Μωυσῆ:
«Κάθε ἀρχηγὸς φυλῆς νὰ σοῦ δώσει ἀπὸ ἕνα ραβδί. Θὰ συγκεντρώσεις δώδεκα ραβδιὰ καὶ θὰ γράψεις στὸ καθένα τὸ ὄνομα τοῦ ἀρχηγοῦ κάθε φυλῆς. Στὸ ραβδὶ τῆς φυλῆς τοῦ Λευῒ θὰ γράψεις τὸ ὄνομα τοῦ Ἀαρών. Θὰ τὰ βάλεις ὅλα στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου, μπροστὰ στὸ ἱλαστήριο (τὸ χρυσὸ κάλυμμα τῆς Κιβωτοῦ τῆς Διαθήκης μὲ τὰ δύο χρυσᾶ Χερουβίμ), ὅπου σᾶς ἐμφανίζομαι. Τὸ ραβδὶ τοῦ ἄνδρα ποὺ θὰ ἐκλέξω θὰ βλαστήσει καὶ ἔτσι θὰ ἡσυχάσω ἀπ᾿ τὰ παράπονα τῶν Ἰσραηλιτῶν ἐναντίον σου».
Ὁ Μωυσῆς μάζεψε τὰ δώδεκα ραβδιὰ καὶ τὰ τοποθέτησε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου στὴ Σκηνὴ τοῦ Μαρτυρίου. Τὴν ἄλλη μέρα ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρών, τῆς φυλῆς τοῦ Λευΐ, εἶχε βλαστήσει. Ἔβγαλε φύλλα, ἄνθισε λουλούδια καὶ ἔδεσε καρπούς. Ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες εἶδαν τὸ θαῦμα. Ὁ Κύριος εἶπε στὸν Μωυσῆ: «Βάλε τὴ ράβδο τοῦ Ἀαρὼν στὴν Κιβωτό, ὥστε νὰ εἶναι σημεῖο γιὰ τοὺς ἀπειθεῖς. Ἔτσι θὰ σταματήσει ὁ γογγυσμός τους ἐναντίον μου καὶ δὲν θὰ πεθάνουν»(Ἀριθμ. 17, 16-26).
Ἡ βλαστήσασα ράβδος τοῦ Ἀαρών, μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ ἠχηρὲς μαρτυρίες τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ λαό του, ἦταν καὶ ἕνα δυνατὸ σύμβολο μιᾶς ἄλλης, μελλοντικῆς πραγματικότητας. Ἦταν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς παναγίας μητέρας τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ. Ἀκοῦμε στοὺς Χαιρετισμούς, ποὺ ψάλλονται τὴ Μεγάλη Σαρακοστὴ στὴν Ἐκκλησία, πὼς ἡ Παναγία εἶναι «ἡ ράβδος ἡ μυστική, ἄνθος τὸ ἀμάραντον ἡ ἐξανθήσασα».
Ὅπως δηλ. τὸ ξερὸ ραβδὶ τοῦ Ἀαρών, ἔξω ἀπὸ κάθε νόμο καὶ κανόνα τῆς φύσης, ἔβγαλε φύλλα, ἄνθη καὶ καρπό, ἔτσι καὶ στὸ πρόσωπο τῆς ἐκλεκτῆς ὅλων τῶν γενεῶν, κατὰ θέλημα Θεοῦ, «νικᾶται φύσεως τάξις». Ὑπερβαίνοντας κάθε ἀνθρώπινη λογικὴ καὶ φυσικὸ νόμο ἡ Παρθένος ἄνευ ἀνδρὸς γεννᾶ ὡς ἄνθρωπο τὸν ἴδιο τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Γι᾿ αὐτὸ καὶ «κατεπλάγη Ἰωσὴφ τὸ ὑπὲρ φύσιν θεωρῶν», λέμε σὲ ἄλλο τροπάριο. Βλέποντας ὁ Ἰωσὴφ τὸ ὑπέρλογο θαῦμα τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ, παρομοιάζει τὴν πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον Παρθένο μεταξὺ ἄλλων καὶ μὲ τὴν «ράβδον Ἀαρὼν τὴν βλαστήσασαν».
Ράβδο ὅμως ὑπονοεῖ προφητικὰ καὶ ὁ Ἡσαΐας τὴν Παρθένο, ὅταν λέγει ὅτι «θὰ προέλθει ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος θὰ ἀνθίσει ἀπὸ αὐτὴν» (Ἡσ. 11, 1). Τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία θριαμβευτικά: «Ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ καὶ ἄνθος ἐξ αὐτῆς Χριστέ, ἐκ τῆς Παρθένου ἀνεβλάστησας». Ἡ Παρθένος εἶναι ἡ ράβδος, τὸ κλαδὶ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴ ρίζα τοῦ Δαυῒδ καὶ τοῦ Ἰεσσαί, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα, ὅπως προφητεύει γι᾿ αὐτὸν ὁ πατέρας του, ὁ πατριάρχης Ἰακώβ: «Δὲν θὰ ἐκλείψει ἄρχοντας ἀπ᾿ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰούδα, μέχρις ὅτου ἔλθει αὐτὸς ποὺ θὰ εἶναι ἡ προσδοκία τῶν ἐθνῶν» (Γεν. 49, 10).
Θαλερὸ κλαδί, ράβδος λοιπὸν ἡ Θεομήτωρ, ποὺ βλαστάνει, ἀνθοφορεῖ καὶ καρπογονεῖ τὸν Χριστό. Ἐμεῖς τώρα τί εἴμαστε; Ξερὸ ραβδὶ ἢ μήπως καταπράσινο κλαδὶ μὲ ἄνθος καὶ καρπὸ μυστικὸ στὴν ψυχή μας τὸν ἴδιο τὸν Χριστό; Ἐκεῖνος ἄλλωστε τὸ εἶπε, πὼς ὁ καθένας μας μπορεῖ νὰ γίνει μητέρα του καὶ ἀδελφὸς καὶ ἀδελφή του (Ματθ. 12, 50).
Πρωτ. Δ. Μ.