Ζωηφόρος

Δοκίμιο στις ρίζες του αθεϊσμού και της θρησκειοποίησης,

Δοκίμιο στις ρίζες του αθεϊσμού

και της θρησκειοποίησης

Συντάχθηκε από τον Θεόδωρο Στουδίτη

Δοκίμιο στις ρίζες του αθεϊσμού και της θρησκειοποίησης, με βάση τη θεώρηση του κακού στον κόσμο, και τη διάσπαση τη υπαρξιακής ενότητας του ανθρώπου.

Βάση του δοκιμίου αυτού θα αποτελέσει η θεώρηση και οι συνέπειες του κακού στην προσωπική πραγματικότητα του ανθρώπου, που τελικά τον οδηγούν στον αθεϊσμό (ειδωλολατρία) και τη θρησκειοποίηση. Από αυτή την οπτική γωνία άλλωστε ο γράφων θεωρεί πως εισάγεται η παρά φύση κοινωνικότητα της καθημερινής πραγματικότητάς μας. Ο υπογραφόμενος θέλοντας να μένει πιστός στις πατερικές επιταγές, όπως αυτές μέσω προικισμένων θεολόγων και πατερικών κειμένων μελετά, δεν επηρεάζεται σε τίποτα από οποιαδήποτε αλλότρια κοσμοθεώρηση, φιλοσοφία ή θρησκευτική προοπτική στο εν λόγω ζήτημα. Επηρεάζεται όμως το «καλλιτεχνικό» του αισθητήριο και η κοινωνική του ευαισθησία όταν παρατηρεί πως άνθρωποι αντί να συνυπάρχουν αρμονικά δεχόμενοι ο ένας τον άλλο, διαλέγονται μη σεβόμενοι τις ιδιαιτερότητες του πλησίον, προτιμώντας το δρόμο του διχασμού, της μείωσης, της προσβολής και του μίσους. Και αν αυτή η συμπεριφορά, όπως κάποιοι δικαιολογούνται, δεν επηρεάζει τις κοινωνικές τους σχέσεις και την προσωπική τους ζωή, τόσο δυσπιστώ, όσο και το δέχομαι, με την προϋπόθεση να καταλάβει έκαστος πως και αυτό είναι σύμπτωμα μίας παρά φύση και διαβρωμένης συμπεριφοράς της ανθρώπινης ύπαρξης. Όταν ο άνθρωπος δε συμπεριφέρεται αυθόρμητα, εκφράζοντας την κατά φύση συμπεριφορά του, αυτομάτως φορά προσωπείο και οδηγείται στην ενσυνείδητη υποκρισία. Με λίγα λόγια την αλλοίωση της προσωπικότητάς του. Θέλει άλλωστε ο γράφων όσο κανείς, να δει ένα αρμονικά διαλεγόμενο πολυπολιτισμικό μωσαϊκό απόψεων και ιδεών, που να βρίθει υγείας. Το ποιος προκαλεί εν προκειμένω, λίγη σημασία έχει στο παρόν δοκίμιο. Το ζήτημα εδώ είναι η μασκαρεμένη ειδωλολατρία και ο μασκαρεμένος μανιχαϊσμός που εμφιλοχωρεί μέσα στη ζωή. Διότι ως χριστιανοί τελικά δεν προσπαθούμε να μεταμορφώσουμε και να μεταπλάσουμε καλλύνοντας την κτίση, αλλά να ξεριζώσουμε, να αποκόψουμε και να αφανίσουμε. Τι να εξαφανίσουμε όμως; Τίποτα στην κτίση δεν είναι άχρηστο και τίποτα δεν πρέπει να χαθεί. Τα πάντα πρέπει να μεταμορφωθούν. Πόσοι από μας αντιλαμβανόμαστε αυτή τη διοικούσα έννοια της πατερικής θεολογίας; Θέλουμε τελικά εμείς οι χριστιανοί να γίνουμε αφανιστές της αγαθής κτίσεως; Δεν αφομοιώσαμε ακόμα ότι δωρητής του είναι και της ζωής είναι ο ίδιος ο ζωοδότης Θεός;

Η εκκλησία δεν είναι απλώς θείο καθίδρυμα. Είναι η κοινωνία των λογικών και νοερών όντων [1]. Το παν, από τη δημιουργία της κτίσης εντάσσεται στην εκκλησία, σε σημείο να μπορούμε να ισχυριστούμε πως η κτίση είναι εκκλησία[2]. Ο τόπος, ο χρόνος, ο χώρος, τα ενεργούμενα, οι δέκτες τού είναι και τού «ευ είναι», δηλαδή της ύπαρξης και της αύξησης, προέκυψαν από την αγάπη του θεού, ως αγαθά και καλά. Όλη η ανθρωπότητα ήταν, είναι και θα είναι εκκλησία ακόμα και όταν τα λογικά όντα αρνούνται το δημιουργό τους και προσωρινά δεν εντάσσονται στη στρατευόμενη εκκλησία[3]. Γι αυτό το λόγο δεν υπάρχουν στατικά όρια και κλειστά περιγράμματα για την εκκλησία. Η εκκλησία εννοείται μόνο σε οικουμενικές, συμπαντικές και άπειρες διαστάσεις, αφού είναι κατ εικόνα του δημιουργού της[4]. Είναι ο ανακαινιστής και ο δωρητής του αγαθού, στο οποίο πρέπει να κινείται ο άνθρωπος ως ον δεκτικό της θείας αγαθότητας. Ο δε άνθρωπος πρέπει να κινείται στην αλήθεια και τη ζωή που για ένα χριστιανό είναι η αυτοζωή και ο ένας τρισυπόστατος Θεός. Το τραγικό γεγονός της πτώσης είναι γνωστό. Όσο και αν αυτό επικαλύπτεται από συμβολικές παραστάσεις, η αξία του δε μειώνεται καθόλου ως προς τη σημασία του. Ο άνθρωπος εγωκεντρικά επιλέγει το δρόμο της ισοθεΐας και της ειδωλολατρίας, διαστρέφοντας έτσι τη σχέση του και τελικά την αγαπητική κοινωνία του με το Θεό. Εισέρχεται τελικά ο φόβος και ο θάνατος, όχι ως μία τιμωρία του θεού προς τον άνθρωπο, αλλά ως μία φυσική διαδικασία από τη διακοπή της σχέσης του, προς το ζωοδότη του. Διαστρέφεται τελικά η δυνατότητα του ανθρώπου να ανταποκρίνεται, όχι σε κάποιες επιβεβλημένες εντολές, αφού ο άνθρωπος και στον παράδεισο ελεύθερα ομοίωνε το θέλημά του με το Θεό, όπως και ελεύθερα το διαχώρισε, αλλά τη δυνατότητά του να ομοιωθεί με το Θεό και να κερδίσει ένα μόνιμο αγαθό που μόνο μέσω μίας κατά φύση αγαπητικής κοινωνίας θα μπορούσε να επιτύχει. Η αγάπη ως απλωτική φορά, όπως ο θείος Παύλος μας λέει είναι μία αγάπη άνευ όρων, μη ζητώντας τα εαυτοίς[5]. Δηλαδή είναι μία αγάπη που δεν οδηγεί στην ελεύθερη ομοίωση μέσω του φόβου και των αμοιβών, που απορρίπτει νομικά-τιμωρητικά και ηθικά-ανταποδοτικά κίνητρα, στοιχεία που οδηγούν στη θρησκειοποίηση[6]. Τέτοια στοιχεία δεν επιτρέπουν στον άνθρωπο να γίνει φίλος του Θεού. Εισάγουν δικανικό πνεύμα στην πίστη του, διασπούν και διαβρώνουν τη ζωή διαχωρίζοντας αισθητή και νοητή περιοχή, οδηγούν μοιραία στην άκρατη ηθικοκρατία, που αποτελεί τη μεγαλύτερη αίρεση που ταλανίζει την εκκλησία και την ανθρωπότητα σε όλες τις εποχές[7.

Ως χριστιανοί, οφείλουμε να ενσκήψουμε πάνω στην τραυματισμένη κτίση. Όλη η ανθρωπότητα ανήκει στην εκκλησία. Και οι αρνητές και πολέμιοι του Θεού, είναι τα σοβαρά τραυματισμένα μέλη της εκκλησίας[8]. Είναι τα πρώτα στελέχη που έχουν ανάγκη φροντίδος και θεραπείας και όχι εξοβελισμού. Όταν υπάρχουν τέτοιες τάσεις εμφιλοχωρεί ο μασκαρεμένος μανιχαϊσμός. Κάθε μέλος της εκκλησίας (πιστός ή μη) είναι αναντικατάστατος. Επιτελεί μία μοναδική και ανεπανάληπτη λειτουργία, καθώς αποτελεί μία μοναδική ατομική, ελεύθερη, χαρισματική, αυτεξούσια προσωπικότητα. Πρέπει να εισέλθει στη χάρη των ζωοποιητικών ενεργειών του θεού που σθεναρά αποκρούει, αλλά ακόμα και αν τελικά αυτό δε συμβεί, πρέπει να αντιληφθούμε πως και τότε επιτελεί το έργο της θείας ευεργεσίας. Τίποτα δε χάνεται, τίποτα δεν είναι άχρηστο, τίποτα δεν απορρίπτεται[9]. Καλούμαστε όμως σε μία δημιουργική μεταμόρφωση[10]. Αυτή η μεταμόρφωση όμως θα προκύψει όταν ο πιστός πρώτιστα μπορέσει να υπερκεράσει τις μηδενιστικές τάσεις, να οδηγηθεί στην ερωτική φορά και την αγαπητική κοινωνία[11]. Μας ραπίζουν, ας γυρίζουμε επιτέλους το μάγουλο. Αυτό άλλωστε το γύρισμα δεν σημαίνει επουδενί κανενός είδους δείλαια αντιμετώπιση. Κάθε άνθρωπος που γυρίζει το μάγουλο λόγω φοβικών συνδρόμων καμία αξία δεν απολαμβάνει από την κίνηση αυτή. Άλλωστε ο γράφων δεν πείθεται πως μία τέτοια συμπεριφορά δε θα οδηγούσε τον ραπισθέντα σε αντίστοιχες ενέργειες αν του δινόταν η ευκαιρία. Εδώ μιλάμε για μία θαρραλέα συμπεριφορά και αντιμετώπιση των συμβάντων (αυτό άλλωστε σημαίνει βιωματικό πατερικό ήθος). Το παράδειγμα εδώ δεν είναι διόλου τυχαίο. Η διάλεξη και η συναναστροφή αναμφισβήτητα μόνο ευεργετικά αποτελέσματα μπορεί να επιφέρει, όταν ικανοποιείται σε μία κατά φύση αυθόρμητη συμπεριφορά. Η υποκρισία και η κακοπιστία της διαβρωμένης συμπεριφοράς όμως, είναι αυτή που οδηγεί σε αδιέξοδο μίας παρά φύση εσωτερικής κατάστασης.

Εισαγόμενοι στο κυρίως θέμα θα πρέπει να γίνει μια επιφανειακή νύξη περί των δύο κυρίων επικρατουσών απόψεων περί του κακού, ώστε να εισέλθουμε στο πρόβλημα του αθεϊσμού και της θρησκειοποίησης. Κατά το γνωστό φιλοσοφικό πλατωνικό σύστημα, το κακό εντοπίζεται στον αισθητό κόσμο, ενώ το καλό στο νοητό[12]. Στο σύστημα δε της ύστερης αρχαιότητος παρατηρείται το θρησκευτικοφιλοσοφικό σύστημα του γνωστικισμού το οποίο θα οξύνει ευρύτερα τη διάκριση αυτή, με προέκταση το κακό σώμα και την καλή ψυχή, με τη δεύτερη να πρέπει να λυτρωθεί από τα δεσμά της (που είναι το σώμα)[13]. Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να αναγνωρίσουμε τη ρωμαλέα αυτή προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου και του κακού[14] ακόμα και στο γνωστικό σύστημα, όσο και αν αυτό οδήγησε  σε ακραίες φιλοσοφικές συλλήψεις οξέων διαρχικών και διασπαστικών προεκτάσεων αισθητού και νοητού κόσμου[15]. Γιατί η φιλοσοφία πρώτα είναι ερμηνεία της ζωής και εν συνεχεία καταγραφή, όπως άλλωστε είναι και η θεολογία και το δόγμα[16], που είναι η περιγραφή των χαρισματικών μελών δια μέσου της αποκαλυπτικής  θείας ενέργειας στην κτίση και τη ιστορία[17]. Η φιλοσοφία εν προκειμένω είναι παρατήρηση, ερμηνεία και καταγραφή. Αυτή είναι η πιο μεστή προσπάθεια του ανθρώπου να ερμηνεύσει τη θέση του ανθρώπου μέσα στη δραματική και αιμάτινη πορεία της ιστορίας. Προβληματίζεται ο άνθρωπος για τη διάσταση του κακού που βλέπει, αλλά αδυνατεί να την αναχαιτίσει γύρω του. Οι Έλληνες φιλόσοφοι με πρωτεύοντα τον Πλάτωνα, οδηγήθηκαν στη σύλληψη πως το κακό έχει υπόσταση, έχει ουσία και ύπαρξη και μάλιστα ριζικά διάφορη από καλό. Αυτή η υπόσταση βρίσκει την ύπαρξή της και εισάγεται στο κόσμο από την ύλη. Ο άνθρωπος τελικά καλείται να ξεπεράσει τη στάση στον αισθητό κόσμο, να καλλιεργήσει την αρετή και να ανέλθει στη νοητή πατρίδα[18]. Οι ψυχές καλούνται να ανέλθουν στην αρχέγονη κοίτη τους. Εδώ θα πρέπει να μνημονεύσουμε τα αρχαία μυστήρια και τη μαγεία. Άσχετα από τη λογική επιθετικότητα των πατέρων σε τέτοιες τακτικές, θα πρέπει πάντα να τις κατανοούμε στα πλαίσια των ανθρωπίνων αναγκών[19]. Ο άνθρωπος αναζητεί λύση. Βλέπει το κακό και αισθάνεται την ανάγκη να αμυνθεί. Αναζητεί τελικά τη λύτρωση. Ο φόβος είναι κυρίαρχο συναίσθημα μέσα σε μία σκληρή πραγματικότητα. Αναζητεί λοιπόν ένα τρόπο, μαγικό – μηχανικό, που θα τιθασεύσει όλες αυτές τις δυνάμεις που αδυνατεί να ελέγξει. Αναζητεί ένα τρόπο να τις δαμάσει και να του προσφέρει ασφάλεια μέσα στο βόρβορο της καθημερινότητάς του. Εδώ συνειδητοποιούμε το υπαρξιακό πρόβλημα του ανθρώπου. Ο άνθρωπος επιζητεί το αγαθό. Αγαθό είναι η ζωή και ζωοδότης ο θεός. Όμως σε κάθε μία τέτοια περίπτωση αναζητείται η δύναμη - θεός, με μηχανικές μεθόδους ώστε να επέλθει το επιθυμητό αποτέλεσμα. Άλλωστε αυτό δε συμβαίνει και στο θρησκειοποιημένο ορθόδοξο χριστιανισμό;

Μυστήρια, μαγεία ή οτιδήποτε άλλο οφείλουν να δώσουν λύση στον πονεμένο άνθρωπο. Σε αυτό το σημείο θα λέγαμε πως σε όλες τις θρησκείες τη μετεχομένης ανθρωπότητας παρατηρούνται τέτοιου είδους τάσεις. Ας μην ξεχνάμε πως πρώτο σύμπτωμα της εκούσιας παρακοής των πρωτοπλάστων ήταν το φοβικό σύνδρομο. Γι αυτό και ο γράφων θεωρεί ως εσφαλμένη την απολογητική τάση περί αγάπης του Θεού εξ αρχής μέσα στα εκκλησιαστικά πλαίσια. Η φιλία με το θεό, χωρίς φοβικά και ανταποδοτικά κίνητρα είναι εξ αρχής δύσκολο να επιτευχθεί διότι το πρώτο έρεισμα είναι το φοβικό σύνδρομο της φιλοσοφικής και πρακτικής ερμηνείας του κόσμου. Η φιλία τελικά αποκτάται με κόπο, πόνο, μόχθο και σκληρή άσκηση. Αυτός είναι και ο θεραπευτικός ρόλος της εκκλησίας. Να μεταπλάσει και μεταμορφώσει τα φοβικά, ανταποδοτικά και δικανικά σύνδρομα που φυσιολογικά εμφιλοχωρούν στην ανθρώπινη ψυχή, σε αγαπητικά. Τότε μόνο δε διαστρέφεται η σχέση του δημιουργού με τα δημιουργήματα, αλλά και η σχέση μεταξύ των δημιουργημάτων. Αυτός ο θεραπευμένος άνθρωπος της αγαπητικής κοινωνίας δε ζητεί πλέον παραδείσους, αμοιβές και λυτρώσεις, αλλά αρκείται στην αγάπη και την ανιδιοτέλεια της προσφοράς στο Θεό και το συνάνθρωπο[20].

Ο χριστιανισμός τελικά, το κοσμοείδωλο καλού και κακού έρχεται να το ανατρέψει και να το τοποθετήσει στη σωστή του αγαπητική και ενοποιητική του διάσταση, αποειδωλοποιώντας οριστικά την κτίση. Το κακό παρεισφρέει λόγω του αυτεξουσίου[21], είναι παρυπόσταση, προσαρμόζεται στη φύση του ανθρώπου ως παράσιτο. Προηγείται πάντα η αγαθή πραγματικότητα και έπεται η φθορά αυτής. Αποειδωλοποιείται η συμπαντική πραγματικότητα, εξοβελίζονται οι μαγικές και μηχανιστικές παραστάσεις. Η πορεία προς τελείωση, για την κίνηση στο αγαθό είναι κόπος, μόχθος, αγώνας, πένθος συνάμα και χαρά, δημιουργικότητα, κοινωνικότητα. Δε νοούνται μαγικές εκλάμψεις στιγμιαίων φωτιστικών μηχανικών ενεργειών, αλλά διαρκής και σταδιακή τελείωση. Η πρωτότυπη αυτή και ρηξικέλευθη για την εποχή σύλληψη είναι η πραγματική και η μόνη αληθινή λύση για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα σύνδρομα που τον κατατρέχουν. Αποφεύγει τα άκρα και τις επικίνδυνες ατραπούς αιρετικών αντιλήψεων, που με βάση λογικά ανθρώπινα κριτήρια θα μπορούσαν να εισχωρήσουν στη θεώρηση του κόσμου εξοβελίζοντας την αγαπητική διάσταση στη σχέση ανθρώπου και θεού. Τα πάντα με τη θεραπευτική μέθοδο και με την κοινωνικότητα μπορούν πλέον να μεταλλαχθούν όταν ρέπουν, στέκονται ή βαλτώνουν στο κακό, διότι αυτό τελικά αποτελεί έλλειψη του αγαθού[22].[23]Καλείται ο άνθρωπος πλέον να επανέλθει στην φύση του. Έτσι τα πάντα είναι χρήσιμα, τίποτα δε χάνεται αλλά αξιοποιείται στα πλαίσια των χαρισμάτων της κοινότητας και της κοινωνίας, αλλά όχι εγωκεντρικά και προς ίδιον όφελος. Όποτε θα συμβεί αυτό θα έχουμε πτώση, διάβρωση, διάσπαση, κίνηση στο μηδέν και την ανυπαρξία και τελικά έξοδο από τη ζωοποιητική θεία χάρη[24]. Σε αυτό το σημείο και πριν μπούμε στο ζήτημα του αθεϊσμού, ας αναλογιστούμε τελικά την ανάγκη του ανθρώπου να ερμηνεύσει τον κόσμο, μέσω της προσαρμογής του σε αυτόν. Η αποτυχία του τελικά να προσαρμοστεί ικανοποιητικά και να βρει τις ρίζες του και την κατά φύση εσωτερική – ψυχική πραγματικότητα και συντονισμό, ήτοι την αγαπητική διάθεση και αυτοδιάθεση, τον οδηγούν σε μία διαβρωτική συνειδησιακή πραγματικότητα που αδυνατεί να ελέγξει. Έτσι ναι. Ο άνθρωπος περιορίζεται και ακινητοποιείται αισθανόμενος προδομένος, αφού αδυνατεί να εκδηλώσει την αγαπητική του αυθόρμητη κατά φύση πραγματικότητα.

Για τους πατέρες της εκκλησίας δε χωρά καμία αμφιβολία. Η αθεΐα ισούται με ειδωλολατρία[25].[26] Η εκκλησία είναι κοινωνία ανθρώπων με μέλη της όλη την ανθρωπότητα, και τη νοερή κτίση. Οι μη πιστοί αποτελούν τα τραυματισμένα μέλη της τα οποία έχουν ανάγκη θεραπείας αφού διάστρεψαν τη δεκτικότητά τους προς την αποκάλυψη[27], με αποτέλεσμα να μη διαβλέπει τη θεία παρουσία μέσα στη κτιστή δημιουργία. Ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο και το κακό. Τον ερμηνεύει υποχρεωτικά, ενσυνείδητα ή ασυνείδητα αφού είναι υποχρεωμένος να το αντιμετωπίζει καθημερινά. Ταυτόχρονα θέλει να εξάγει τα κυριαρχικά του προτερήματα. Αποτυγχάνει όμως και στους δύο τομείς ή έστω μερικώς. Έτσι εκδηλώνει την αποτυχημένη κοινωνικότητά του, την αδυναμία του να αγαπήσει και να αγαπηθεί ελεύθερα και άνευ όρων χρησιμοποιώντας το αυτεξούσιο του, ενώ συνάμα οι παραστάσεις μίας ιδανικής επιτυχημένης ειδωλικής προσωπικότητας συναντούν αναχώματα στο εγώ του πλησίον. Οι δυο κύριες πτυχές της ένταξης του ανθρώπου στο κοινωνικό γίγνεσθαι, της αποδοχής και κυριαρχικότητας δεν ικανοποιούνται.. Τελικά εκφράζει αυτή την αποτυχία με φοβικά, ενίοτε και επιθετικά σύνδρομα, φορώντας το προσωπείο που θέλει να δείξει προς την κοινωνία, ώστε να αισθάνεται ότι καλύπτει τα όρια της κοινωνικής αποδοχής. Οι άνθρωποι αυτοί αξίζουν της συμπάθειας του αληθινού χριστιανού, ακόμα και όταν η υποκρισία και η επιθετικότητά τους λόγω σκλήρυνσης της καρδίας, τους έχει οδηγήσει στο δρόμο αυτό. Η αξία στο γεγονός έγκειται στα αγνά αρχικά κίνητρά τους. Αυτή η αδυναμία, ιδίως της σημερινής υποκριτικής κοινωνίας των προσωπείων (και άρα απρόσωπων σχέσεων) και της εκμετάλλευσης των ανιδιοτελών κινήτρων οδηγεί σε αυτή την κατάσταση. Ο άνθρωπος πονάει και πληγώνεται βαθύτατα, διότι δεν μπορεί να εκφράσει αυθόρμητα, ενθουσιωδώς, εκστατικώς, αληθινώς και εκδηλωτικώς τα συναισθήματά του στον συνάνθρωπο. Εγκλωβίζεται στη διελκυστίνδα, συναίσθημα-πόνος, προσωπείο-αποφυγή πόνου, μεταχειριζόμενος τη δεύτερη που είναι η πανοπλία για την αποφυγή των τραυματικών καταστάσεων. Ο άθεος αυτός στο συγγραφέα είναι πολύ πιο συμπαθής από το συνειδητό δούλο ή μίσθιο χριστιανό. Ο δούλος φοβάται κι επιζητεί τη λύτρωση μέσα σε νομικά –δικανικά πλαίσια. Ο μίσθιος μέσα σε ένα άκρατο ηθικιστικό πνεύμα (με τη γνωστή διαρκή κατάκριση), πουριτανικών - προτεσταντικών αντιλήψεων, που ζητεί ανταποδόσεις από το θεό, σα να ήταν όμοιος με το θεό, ή σαν ο θεός να υποχρεώνεται από κάτι. Ο χριστιανός αυτός πιστεύει σε ανταποδοτικά τέλη και βλέπει την πίστη σα μία υποχρέωση, αποφασίζοντας να γίνει ο ρυθμιστής στη σχέση θεού ανθρώπου. Νομίζει πως απλώς καλές πράξεις οδηγούν στη σωτηρία, μένοντας έτσι σε μία επιφανειακή πίστη . Ειδωλοποιεί, πράττει ένα μεταπατορικό αμάρτημα και το χειρότερο μένει διαρκώς ικανοποιημένος από τον εαυτό του ότι επιτέλεσε ένα καθήκον. Χλιαρός, ασυγκίνητος, εγωκεντρικός και αυτοϊκανοποιημένος ότι ξεχρεώνει γραμμάτια που οφείλει, οδηγείται σε πλήρη τελικά θρησκειοποίηση. Αυτό βέβαια είναι το σημείο που πρέπει η εκκλησία να επέμβει[28]. Κλείνοντας αυτή τη παρένθεση πρέπει να κοιτάξουμε στο βάθος τον άθεο άνθρωπο. Αυτόν που ισχυρίζεται ότι πιστεύει, αλλά  αρνείται την ιεραρχία και τα μυστήρια και ιδίως τον εχθρικό προς το θεό και την εκκλησία, αφού τελικά αποβαίνει ένα εγκλωβισμένο τραγικό πρόσωπο. Είναι ένα δημιούργημα που αναζητά και επιθυμεί να προσδιορίσει τον εαυτό του και την αποδοχή του στο κοινωνικό περιβάλλον. Ποθεί, αγαπά, ερωτεύεται αλλά η θέληση για ικανοποίηση των αναγκών αυτών, που είναι έμφυτες στο ανθρώπινο είναι, αποτυγχάνουν[29]. Η αποτυχία αυτή, της αποτυχημένης ικανοποίησης των σπερματικών ενστικτωδών αναγκών του ανθρώπου, δε βρίσκει ικανοποιητική διέξοδο. Ο άνθρωπος συσπειρώνεται στον εαυτό του και το εσωτερικό του ειδωλοποιώντας τον εαυτό του[30]. Ο άνθρωπος αυτός έχει την ανάγκη να δημιουργήσει ένα άτομο, ένα χαρακτήρα, ένα είδωλο, ειδάλλως θα σπάσει και θα κατακερματιστεί ενώπιον της αποτυχημένης κατά φύση κοινωνικότητάς του. Η αγάπη μετατρέπεται σε φόβο και μίσος, ενίοτε σε επιθετικότητα που εκτοξεύεται κατά της πατρικής φιγούρας του Θεού. Είναι λάθος διαρκώς να ψάχνουμε με περισσή αφέλεια δαιμονικές επιρροές σε τέτοιες συμπεριφορές. Ο άνθρωπος, σε τελική ανάλυση, εδώ καλείται να αντιμετωπίσει τον κόσμο και τον εαυτό του[31]. Είναι βαθύτατα πληγωμένος και μάλιστα η αδυναμία του να διαμορφώσει το περιβάλλον γύρω του όπως θα ήθελε τον οδηγεί στην παθολογία. Τελικά πρώτο ζήτημα και ελατήριο δεν είναι η επιθετική αναφορά στο θεό ή την εκκλησία. Είναι η επίθεση του υιού απέναντι στον πατέρα που θα ήθελε να έχει, επειδή δεν αντιλαμβάνεται την ουσία των πεπραγμένων του (ή μη). Δεν αντιλαμβάνεται πως η αφομοίωση των θύραδεν κοινωνικών δεδομένων και ιδανικών εικόνων, καθώς και των μάταιων επιτευγμάτων, δεν οδηγεί παρά στην τύφλωση, την πώρωση, το σκοτισμό του νου (της υπαρξιακής πραγματικότητας), συνάμα με το φόβο που παλινδρομεί στο μίσος εξ αιτίας της αποτυχίας του να επιτύχει αυτά που μάλλον τελικά αναφομοίωτα θεώρησε ως σημαντικά επιτεύγματα. Φυσικά και με το δίκιο του βρίσκει αποκούμπια. Η ανηθικότητα που παρατηρεί να εμφιλοχωρεί στους κόλπους της εκκλησίας, απλά επιβεβαιώνει τα πιστεύω του. Η εκκλησία κατ αυτόν διέπεται από το ίδιο κοσμικό φρόνημα και μάλιστα επιβλητικά και εξουσιαστικά[32], με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε συζήτηση για θεραπεία να στερείται κατ αυτόν νοήματος και οποιασδήποτε ουσιωδώς λογικής συζήτησης[33]. Η εκκλησία τελικά κατ αυτόν επιτείνει το πρόβλημα για τους εκτός αυτής ανθρώπους. Δεν θεραπεύει, αλλά εγκλωβίζει, περιορίζει την ελευθερία που τόσο τελικά και δραματικά επιζητεί. Που είναι ο θεός; Γιατί τόσος πόνος; Γιατί τόση δυστυχία; Γιατί εφόσον η εκκλησία ανακαινίζει, παρουσιάζει τα ίδια συμπτώματα[34]; Τελικά ο άνθρωπος οδηγείται σε υπαρξιακή διάσπαση. Νοητός και αισθητός κόσμος αυτονομούνται και ο άνθρωπος εισέρχεται σε ένα κόσμο ειδώλων και φαντασμάτων, αφού ο νους βγαίνει αληθινά από την πραγματικότητα και έτσι διασαλεύεται η φυσιολογία της ύπαρξης[35]. Έχασε την κατά φύση παρόρμησή του και τον αγαπητικό αυθορμητισμό του, τελικά την ψυχή του, λόγω της αδυναμίας εφαρμογής ανέφικτων και μάταιων κοσμικών επιτευγμάτων. Σκληρύνθηκε κατά της πατρικής φιγούρας του Θεού. Και με το δίκιο του ίσως. Η ηθικοκρατία επικράτησε, η ύπαρξη διασπάστηκε, η θρησκειοποίηση των ορθοδόξων πιστών τον απώθησε. Ο ίδιος όμως δεν αντιλήφθηκε ότι με το προσωπείο αυτό, έχασε τη δυνατότητα να αισθάνεται την ικανοποίηση και την πλήρωση της υπαρξιακής του οντότητας. Να δίνει ακόμα και αν ο πόνος είναι δυσβάσταχτος, να δίνει όταν αυτός αγαπά και δε βρίσκει ανταπόκριση (και εδώ πάλι είναι το μεγαλείο της αγάπης του χριστιανισμού. Ο θεραπευμένος πιστός δίνει και δεν περιμένει ανταπόδοση. Ας δούμε λοιπόν πως αποφεύγει ο πιστός την τραυματική αυτή κατάσταση της ανταπόδοσης, μέσω των θειων λόγων και πως οδηγείται στην επιτυχημένη κοινωνικότητα[36]). Εκεί ακριβώς βρίσκεται το «τραγικό» σημείο του αθέου και θρησκειοποιημένου ανθρώπου. Αγάπη δίχως ανταπόκριση και πόνος; ή εσωστρέφεια και χάσιμο της αγαπητικής απλωτικής φοράς, αλλά αποφυγή του πόνου; Σε κάθε μία δεύτερη περίπτωση, υποκρύπτεται η υποκρισία, που κάποτε έρχεται να προσαρμοστεί στη φύση, να άρει το αληθινό πρόσωπο του ανθρώπου που αντικαθίσταται από το χρόνιο είδωλο που δημιούργησε, αδυνατώντας πλέον να αγαπήσει αληθινά και να ερωτευτεί το παραμικρό πράγμα. Χάνεται η απλότητα, δαιδαλοποιούνται οι σχέσεις, γίνονται πολύπλοκες και τελικά ο άνθρωπος αποφασίζει το δρόμο της αυτοαπομόνωσης, όσο και αν περιστοιχίζεται από δικούς του ανθρώπους και είναι κοινωνικά αποδεκτός. Ο άνθρωπος τώρα θα πληρώσει ακριβό τίμημα. Η απόφασή του να μη μετέχει στον πόνο αυτό, λόγω της αδυναμίας ικανοποιητικής ανταπόκρισης έρωτος και αγάπης, τον οδηγούν σε απομόνωση, σκλήρυνση καρδιάς, άλογη σκέψη, δίχως συναισθηματισμούς και εντάσεις. Τελικά σε μία παρά φύση κατάσταση. Σε μία κατάσταση που ο άνθρωπος φτάνει στη δύστυχη θέση να παριστάνει τον άνθρωπο[37].

Ο ίδιος δεν αντιλαμβάνεται συνήθως αυτή τη διάβρωση και την αλλοτρίωση της προσωπικότητάς του, αλλά και συνάμα την αντιφατική του συμπεριφορά. Αναρωτιέται που είναι η θεια παρουσία μέσα στο παγκόσμιο και προσωπικό ορυμαγδό της κακίας, χωρίς όμως να βρίσκει πειστικές απαντήσεις. Έτσι επιτίθεται σε κάθε επιβεβλημένη ανελευθερία και ιδίως αυτή της εκκλησίας[38], ζητώντας μάλιστα πειστήρια περί της υπάρξεως Θεού. Εδώ εντοπίζεται η αντίφαση. Αυτή τη στιγμή, για να πειστεί, ζητεί να επέμβει ο θεός. Στην ουσία ζητεί να γίνει και αυτός περιοριστής. Από τη μία δηλαδή, ουσιαστικά κατηγορεί για ανελευθερία την εκκλησία και τελικά για σκοταδισμό, από την άλλη όμως επιθυμεί ένα θεό ανελεύθερο και σκοταδιστή, για να εναρμονιστεί με αυτόν, που με επιβλητική δύναμη θα τον πείσει περί της υπάρξεώς του. Θέλει το θεό να καταργεί το αυτεξούσιο του ανθρώπου, που με τόσους αληθινούς αγώνες ο ίδιος λόγω των τραυματικών του εμπειριών επιδιώκει στη ζωή του. Θέλει να αντιτίθεται στις αρχές του, που κατά βάση και ορθώς, διοικούνται από τη καταπολέμηση των περιοριστικών τάσεων που θέλουν διάφοροι φορείς να επιβάλλουν. Θέλει κατά βάση, τον ελεύθερο θεό της αγάπης, να αυτοκαταργήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Εδώ εισβάλει και πάλι η ηθικοκρατία και οι λόγοι που οι πατέρες τόσο σθεναρά την καταπολέμησαν. Ο άνθρωπος λοιπόν περιορισμένος από τη φυσική του ελευθερία στην κίνηση προς το αγαθό και την αγάπη, ζητεί τώρα να επιβληθεί περιορισμός σε όσους ανθρώπους αυτεξούσια πράττουν κακό. Ζητεί την επιβολή ενός τυραννικού καθεστώτος[39], ενός ολοκληρωτικού συστήματος, επιβαλλόμενο από το δημιουργό. Τι ζητεί για μιλήσουμε με τα σημερινά δεδομένα; Ένα θεό περιοριστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ένα προσβλητή των ανθρωπίνων ελευθεριών. Είναι χαρακτηριστικό πώς αυτά τα ανήσυχα πνεύματα[40] πέφτουν σε αυτό τον κυκεώνα της αντίφασης. Ερμηνεύεται φυσικά λόγω της υπαρξιακής διάσπασης, νοητού και αισθητού, σώματος και ψυχής και ιδίως εξ αιτίας όλων των φαινομένων θρησκειοποιημένων παραστάσεων που έχει στο μυαλό του. Ο θεός γίνεται κατ εικόνα πλέον του τραυματισμένου ανθρώπου. Για παράδειγμα, έχοντας βιώσει ενσυνείδητα ή ασυνείδητα τον προσωπικό περιορισμό όπως περιγράφηκε ανωτέρω, μετά βδελυγμίας επιτίθεται στα παγκοσμιοποιημένα προληπτικά μέτρα των διαφόρων οικονομικών κέντρων ή κυβερνήσεων. Είναι μια ορθή εκτίμηση. Κάποιοι θέλουν να ομογενοποιήσουν καταθλιπτικά την παγκόσμια κοινότητα. Κάποιοι ως στόχο έχουν να επιβάλλουν και να συνθλίψουν ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες στο όνομα της ασφάλειας, της υγείας και άλλων πιθανών παραμέτρων. Χώρια από το πώς ορίζεται για κάθε κοινωνία η ηθική[41], ο άνθρωπος αντιδρά στα μέτρα τα οποία θεωρεί[42] πως κατ επίφασιν θα βοηθήσουν το ανθρώπινο είδος και την κοινωνική ευημερία από την απειλή. Από την άλλη όμως για να πιστέψει σε Θεό, θέλει να βλέπει την άμεση επιβλητικού τύπου  επενέργειά του στον κόσμο, όσο και αν αυτή θα επέβαλλε ένα αντίστοιχα καταθλιπτικά τυραννικό φοβικό σύστημα. Τι ανάγκη άραγε θα έχει ο τέλειος νους να πράξει κάτι τέτοιο; Τελικά εδώ καλείται ο αναγνώστης να δει την πραγματική αντίφαση. Από τη μια η άκρατη ηθικοκρατία, από την άλλη η εσφαλμένη αντίληψη περί κακού. Κυρίως, η τραγική ανθρώπινη ύπαρξη, με μία διχοτομημένη προσωπικότητα στα πλαίσια που έχει εξηγηθεί, με τον κατακερματισμό και τη διάβρωση που επιφέρουν τα αδιόρατα υποκριτικά προσωπεία.

Αντιθέτως όμως η πατερική επιμονή στην υπαρξιακή ενότητα και η απόρριψη οποιαδήποτε αυτονομίας στον αισθητό και νοητό χώρο[43],[44] οδηγεί στην κατά φύση ουσιαστική και πραγματική κατανόηση της έννοιας του Θεού. Δεν είναι η ζωή του ανθρώπου μία απλώς ξερή ηθική ζωή. Είναι μία αναγεννησιακή, αναπτυξιακή, αυξητική ζωή προς τελείωση, χάρη στη ζωοποιητική θεία χάρη του τριαδικού θεού. Τα καλό δεν είναι μονάχα μία βουλητική πράξη, αλλά χάρη ενεργειακά διδόμενη από το δοτήρα και συνέχοντα των πάντων και  της ζωής. Και το κακό ο πιστός το ερμηνεύει παιδαγωγικά και το μετατρέπει σε όπλο θεραπείας και φάρμακο για την ύπαρξή του. Η ζωή με ισχυρά σοκ ξεπερνά τη λήθη του μηδενός και πορεύεται στο φως, την ύπαρξη, το αγαθό, τη ζωή. Σε διαρκή αγώνα, δραματική πάλη και αέναες μάχες με τις αντίρροπες διαβρωτικές δυνάμεις. Εκεί λειτουργεί η εκκλησία, που ενοποιεί τη διάσπαση και προσφέρει θεραπεία παρότι οι ίδιες οι διαβρωτικές δυνάμεις ακουμπούν το στρατευόμενο σώμα της. Ο πιστός βγαίνει χάρη στο φιλάνθρωπο Θεό πάντα νικητής και δεν επηρεάζεται ή αν επηρεάζεται θεραπεύεται από αυτή την αποτυχημένη κατά φύση, κοινωνική πραγματικότητα. Δεν ερμηνεύεται ο κόσμος ηθικιστικά, ούτε η ηθική επιβάλλεται καταθλιπτικά στη ζωή μας. Η ηθική προκύπτει από τη ζωή της κοινότητος, ως προαγωγή του αγαθού και του καλού, σε τελική ανάλυση ως προαγωγή της δημιουργικής ανάπτυξης και της ζωής[45]. Όταν η ανθρώπινη ύπαρξη συντονίζεται και εναρμονίζεται με την πρόοδο της ζωής τότε και ο άνθρωπος ελεύθερα ανταποκρίνεται και έπεται η θεραπεία, ο καθαρμός και η θέωση. Αλλά πάντοτε το ήθος προκύπτει από τη ζωή που θεραπεύεται ώστε ο άνθρωπος τελικά να εναρμονίζεται με το θείο θέλημα και τελικά να οδηγείται εν ζωή στη θέωση[46].

Μέσα από αυτή τη διάσταση ερμήνευαν οι πατέρες της εκκλησιάς το κακό. Μία θεολογία η οποία βασιζόταν σε απτά βιωματικά εμπειρικά στοιχεία και από την εν θεώ αποκαλυπτική χαρισματική διάσταση. Διότι ακριβώς αυτός ο φωτισμός καθαρίζει το νου και αυξάνει τη διαύγεια του νου (ύπαρξης) ώστε ο άνθρωπος να ερμηνεύει τα σημεία τη ανθρώπινης συμπεριφοράς και να εντοπίζει τη ρίζα του κακού θεραπεύοντάς τη, σε πρακτικό επίπεδο και όχι σε θεωρητικό. Έτσι ενοποιείται και θεραπεύεται η εικόνα του ανθρώπου από τις διασπαστικές δυνάμεις και επέρχεται η φυσιολογία του ανθρώπου οδηγώντας την κοινωνία μακριά από φαινόμενα αποξένωσης, εγωκεντρισμού και ματαιοδοξίας. Γιατί ο πολύς Ντοστογιέφσκι ορθώς διείδε πως η απουσία Θεού, κάνει τα πάντα επιτρεπόμενα στην ανθρώπινη σφαίρα. Η σύλληψη αυτή δεν εννοείτε όμως με ηθικιστικά μέτρα, ή διότι υπάρχει ένα θεός φόβητρο όπως τελικά επιθυμεί ο θρησκειοποιημένος άνθρωπος αλλά και ο άθεος-ειδωλολάτρης (που καλούνται σε μεταμόρφωση και θεραπεία), αφού ο θεός του Ντοστογιέφσκι είναι ο αγαπητικός τρισυπόστατος Θεός. Αυτός ο θεός τον κατακερματισμό της ανθρώπινης ύπαρξης με την ελεύθερη θέληση του ανθρώπου τον θεραπεύει, με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να μη χάνει το στόχο την εσχατολογικής του προοπτικής[47], που πρέπει να τον διαποτίζει και να τον καλλύνει στο φως της θειας δόξης. Να μη διαστρέφει τελικά, όπως οι πρωτόπλαστοι την άμεση επαφή με το θεό και να μετατρέπεται σε μία υγιή προσωπικότητα. Ο άνθρωπος, λογικά, μέσα στη δαιδαλώδη πολύπλοκη υποκριτική κοινωνία, προσβάλλεται και προσπαθεί να ανταπεξέλθει στον καθημερινό κάματο. Ο εσχατολογικός προορισμός του λοιπόν είναι η μόνη προοπτική που απομένει για τη διάσωση της προσωπικής περιοχής, της μοναδικότητάς του, της αξίας του και της χρησιμότητάς του ως μονάδα μέσα σε ένα αρμονικό σύνολο. Αυτό διασώζει η θεραπεία της εκκλησιαστικής ζωής, μίας ζωής που δε νοείται σε μία απολιθωμένη συγκεκριμένη στατική απρόσωπη συμμετοχή σε συνάξεις και μυστήρια και φυσικά όχι μέσα από ιδανικές παραστάσεις μίας ιδεώδους  και ευτυχούς κατά κόσμον ζωής, αλλά μέσα από τεθλιμένες και στενές οδούς. Ο τραυματισμένος άνθρωπος διώκει ως νέος Σαούλ το Θεό, διότι ακόμα δεν έχει το εφόδιο να ερμηνεύσει τις θείες ενέργειες και το κακό γύρω του. Στρέφεται έτσι εναντίον όχι του αληθινού θεού, τον οποίο υποβιβάζει στα μέτρα του, αλλά ενός υποτιθέμενου θεού, αφού τελικά δεν επιτελεί τα εγωκεντρικά του μορφώματα, όπως η κοινωνία αναφομοίωτα του δίδαξε. Τελικά αποτυγχάνει και σκοτώνει το θεό[48], διότι διακόπτει τον ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας και συνάμα διαστρέφει τη σχέση με το συνάνθρωπο[49].

________________________________________

1.     Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος-Άνθρωπος-Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σελίδα 219.

2.     Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2007, σελίδα 357.

3.     Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος-Άνθρωπος-Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σελίδα 265.

4.     Μαξίμου Ομολογητού, Μυσταγωγία PG 91, 664D -665BA-D

5.     Α΄ Κορινθίους, 13, 5

6.     Πολύ χαρακτηριστικός σε αυτό το σημείο είναι ο πρωτοπρεσβύτερος Ιω. Ρωμανίδης που χαρακτηρίζει τη θρησκεία ως νευροβιολογική ασθένεια, τη δε ορθοδοξία ως θεραπεία της θρησκείας

7.     Και μεγάλο προάγγελο των μεγάλων τυραννικών καθεστώτων

8.     Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος-Άνθρωπος-Κοινωνία κατά τον Μάξιμο Ομολογητή, Εκδόσεις Γρηγόρη, Αθήνα 1980, σελίδα 265.

9.     Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος…ενθ.αν., σελίδα 151

10.  Εδώ ας μην υπεισέρχονται ηθικά πρότυπα. Η μεταμόρφωση γίνεται μέσα στη ζωοποιητική χάρη των ενεργειών του αληθινού Θεού, με την πλήρη και ελεύθερη αυτοδιάθεση του ανθρώπου καθώς και τη μυστηριακή ζωή. Αλλά εμείς πρέπει να λειτουργούμε ως άλας του κόσμου

11.  Φυσικά και απορρίπτονται ηθικοπλαστικές και ευσεβιστικές συμπεριφορές

12.  Το πρόβλημα του κακού, Εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2002, σελίδα 117

13.  Νικόλαος Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, Εκδόσεις Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2006, σελίδα 348

14.  Όσο άλλωστε κάποιοι θέλουν να μιλούν για θεωρητική φιλοσοφία, τόσο θα πρέπει να αντιλαμβάνονται το εσφαλμένο των λεγομένων τους. Η φιλοσοφία δεν είναι θεωρητικές συλλήψεις, αλλά μεταεπιστήμη, εμπειρία, παρατήρηση και τελικά έκφραση δεδομένων ως ενιαίο γίγνεσθαι λόγου και πράξης

15.  Άλλο ζήτημα είναι εν προκειμένω οι σωτηριολογικές προεκτάσεις και η ανάγκη αντιμετώπισης για εκείνη την εποχή από τους πατέρες. Σήμερα μελετάμε το ζήτημα ιστορικώς και οφείλουμε να δούμε αυτή την ιστορική οπτική γωνία. Άλλωστε μιλάμε πάντα για την ανθρώπινη μη χαρισματική και μη αποκαλυπτική προσπάθεια να ερμηνευτεί ο κόσμος. Εξού και οφείλουμε σεβασμό και θάρρος στην αντίληψή μας περί των γεγονότων. Κάθε πολιτισμός κρίνεται εξ ιδίου κριτηρίου και αντιλήψεων και όχι με πουριτανικά-ηθικά κριτήρια ύστερων ιδανικών αντιλήψεων. Στην ιστορία τέτοιες απόψεις κατά το γράφοντα θα πρέπει να πάψουν να υφίστανται.

16.  Όχι ο δογματισμός που είναι επιβολή

17.  Νικόλαος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β, Εκδόσεις Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2007, σελίδα 20.

18.  Πλάτων, Φαίδρος 246b «Ψυχή πάσα παντός επιμελείται του αψύχου, πάντα δε ουρανόν περιπολεί, άλλοτ εν άλλοις είδεσι γινομένη»

19.  Άλλωστε πόσοι δυστυχώς σήμερα τα μυστήρια της εκκλησίας τα νοούν σε μία φάση μαγική επενέργειας; χαρακτηριστικές είναι οι σχολαστικές αντιλήψεις και σαφής και ξεκάθαρη θα πρέπει να είναι η θεολογία της σημερινής ορθόδοξης εκκλησίας για να αποσαφηνίσει το θέμα στο μυαλό των πιστών

20.  Είναι σημαντικό κατά τον γράφοντα να γίνει κατανοητό πως πρέπει να πάψουν οι διαρκείς φρικώδεις, τιμωρητικές και εκφοβιστικές περιγραφές βασανιστηρίων της κολάσεως, οι οποίες προσωπικά πιστεύει πως στη σημερινή πραγματικότητα δεν πείθουν και δεν προσφέρουν τίποτα. Δυστυχώς όμως εκτοπίζουν τη δυνατότητα της αγαπητικής σχέσης Θεού και ανθρώπου μέσα σε φοβικό κλίμα. Πως άλλωστε προσπερνούμε τους λόγους του Ευαγγελιστή Ιωάννη πως όποιος φοβάται έχει κόλαση την ψυχή του [Α΄ Ιω. 4, 18]; Τελικά μήπως όποιος έχει κόλαση στην ψυχή θελήσει ως ο μισόκαλος να τη μεταλαμπαδεύσει στο πλησίον του; Ως ταπεινή πρόταση του γράφοντος είναι η διάκριση και ο δραστικός περιορισμός χρήσης τέτοιων παραστάσεων

21.  Ιωάννη Δαμασκηνού, Έκδοσις Ακριβής της Ορθοδόξου Πίστεως 4, 18

22.  Ιωάννη Δαμασκηνού, Κατά Μανιχαίων διάλογος 14

23.  Φυσικά εδώ δε μειώνεται η δύναμη του κακού που είναι πολύ ισχυρή και κυρίαρχη στην κοινωνία όπου ζούμε.

24.  Τα  λογικά και κατά συνέπεια  ελεύθερα όντα, έχουν τη δυνατότητα να διασπούν την ένωση Θεού κόσμου. Η διάσπαση αυτή σημαίνει άρση της ζωοποιητικής και σωστικής αξαρτήσεως των όντων από το Θεό (Ν. Ματσούκας, Κόσμος…ενθ.αν., σελ. 52)

25.  Μάξιμος Ομολογητής, Περί διαφόρων αποριών, PG 91, 1129 C.

26.  Νικόλαος Ματσούκας, Κόσμος…ενθ.αν., σελίδα 195 «Η ειδωλολατρία με άλλα λόγια δεν είναι μόνο η ταύτιση της θεότητας με κάποια φυσική περιοχή, είναι η απώλεια της θεότητας και η προσκόλληση σε μία οποιαδήποτε εξάρτηση»

27.  Η διαστροφή αυτή δεν αφορά μόνο τη θεία αποκάλυψη, αλλά και τη φυσική αποκάλυψη. Μία είναι η αποκάλυψη και αυτή δε νοείται επάλληλα και σε όρια. Η φυσική αποκάλυψη είναι συνολική δυνατότητα του ανθρώπου ως προς την ερμηνεία των θείων ενεργειών, ενώ η θεία παρέχεται στον άνθρωπο στο τελειωτικό στάδιο. Αυτή μάλιστα είναι μία λαμπρή επεξήγηση των πατέρων για το πώς τελικά και ο μορφωμένος και έξυπνος άνθρωπος, αδυνατεί, όπως ο Δαυίδ στους Ψαλμούς, να δει πως «Οι ουρανοί διηγούνται δόξα Θεού»

28.  Όχι μόνο ως ιερατικό σώμα, αλλά ως κοινωνία χαρισματικών μελών από την οποία απορρέουν όλα τα χαρίσματα των λειτουργιών του σώματος

29.  Εδώ είναι και το μεγαλείο της ταπεινοφροσύνης. Η χάρη αυτή, της ταπεινοφροσύνης, οδηγεί τον άνθρωπο σε μία διαφορετική θεώρηση της αποτυχίας αυτής

30.  Εδώ πρέπει με έμφαση να τονιστεί πως οι ψυχικές αυτές τάσεις δε σημαίνει πως ο άνθρωπος τις εμφανίζει με κάποιο έντονο εξωτερικό σύμπτωμα. Ο άνθρωπος αυτός κάλλιστα μπορεί να είναι ο επιτυχημένος επαγγελματίας και οικογενειάρχης, ο σημαντικός καλλιτέχνης, ο περισπούδαστος και από όλους αγαπητός και αναγνωρίσιμος άνθρωπος. Εδώ μιλάμε για μία παθολογία και μία πραγματικά εσωτερική δραματική σύγκρουση. Εξάπαντος αν ο εκάστοτε αντιλαμβανόταν αυτή την παθολογία θα την θεράπευε. Γι αυτό και δε φέρω καμία αμφιβολία πως η πλειοψηφία θα διαφωνήσει με τον γράφονται και πως θα τον κακίσουν γι αυτές τις αράδες.

31.  Είναι όμως λογικό σε τέτοιες παθογόνες καταστάσεις να βρίσκει την ευκαιρία να πράττει ο δαίμων το μισάνθρωπο έργο του.

32.  Τέτοιες δυστυχώς παραστάσεις δεν είναι στη σφαίρα της φαντασίας, αλλά θα πρέπει με περισσή ετοιμότητα πλέον να αντιμετωπίζονται. Χαρακτηριστικό σε αυτό το σημείο είναι οι συγγραφείς της Παλαιάς Διαθήκης αλλά και των εκκλησιαστικών ιστοριών. Σε κανένα σημείο δεν αποκρύπτουν την αλήθεια, ακόμα και για τους ελλογιμότερους άνδρες, όπως το Δαυίδ, το Σολομώντα, το Μωϋσή,. Οι δε εκκλησιαστικοί ιστορικοί δεν αμβλύνουν τα σκληρά γεγονότα της βυζαντινής περιόδου, ακόμα και για χαρισματικές προσωπικότητες όπως φερ ειπείν ο Κύριλλος Αλεξανδρείας. Αλλά κάτι τέτοιο είναι λογικό. Δεν είχαν κατά νου τα ηθικοκρατικά κριτήρια του σήμερα. Η αλήθεια για αυτούς ήταν επιβεβλημένη και η αμαρτία λογική πραγματικότητα, στην οποία τα μέλη καλούνται σε μετάνοια και τελική μεγάλη νίκη κατά των δαιμονικών και διαβρωτικών δυνάμεων.

33.  Και εδώ κατά το γράφοντα θα πρέπει να εξαλείψουμε από τη θεολογία μας τα ηθικιστικά κριτήρια, για να απαλλαγούμε από μία απολογητική που δεν θα είχε νόημα στην πατερική εποχή. Χαρακτηριστικές είναι οι μάχες με τους πάση λογής ηθικοκράτες περί καθαρότητας των ιερουργούντων και άξιας τέλεσης των μυστηρίων. Αυτός είναι ο δρόμος κατά τον γράφοντα που πρέπει να ακολουθηθεί. Τα ηθικά κριτήρια διασπούν την υπαρξιακή ενότητα του ανθρώπου και το καλό νομίζεται σα μία βουλητική πράξη. Όχι όμως. Το καλό και κάθε καλή πράξη προέρχεται από την ενεργειακή σχέση του θεού με τον άνθρωπο. Και κάθε άνθρωπος και ο ιερέας πέφτει στις μηδενικές τάσεις της αμαρτίας και του κακού και καλείται πάλι σε δημιουργική επάνοδο στη σφαίρα του αγαθού. Το καλό δεν είναι απλά βουλητική πράξη, ειδάλλως οι πάντες θα μπορούσαμε με ένα ισχυρό νου να μένουμε και αναμάρτητοι

34.  Εδώ όσο κουραστικός και αν γίνομαι πρέπει να ειπωθεί πως απαντήσεις με ηθικιστικά κριτήρια επιτείνουν το πρόβλημα. Η εκκλησία καλείται να μεταμορφώσει διότι ο άνθρωπος, όποιος και αν είναι, είναι δημιούργημα που προήλθε από τροπή με αποτέλεσμα να παλινδρομεί σε δραματικούς αγώνες ανάμεσα στο μηδενισμό και το αγαθό. Η πτώση αποτελεί κατά τους πατέρες μέσο παιδαγωγίας και θεία φιλανθρωπία για τον άνθρωπο ώστε να ομοιωθεί με το θεό, να καθαρθεί, να λαμπρυνθεί στις ακτίνες του θείου φωτός. Αν στο κάτω κάτω της γραφής υπήρχαν μόνο ηθικά κριτήρια, ποιος ο ρόλος της εκκλησίας; Να υπενθυμίζει απλά μερικά όμορφα συνθηματάκια κοινωνικής δικαιοσύνης; Οι ενέργειες του θεού και η βούλησή μας συντελούν στο να ξεπεραστούν οι διαβρωτικές τάσεις

35.  Μ. Αθανασίου, Βίος και πολιτεία του οσίου πατρός ημών Αντωνίου, PG 26, 887A

36.  Ισίδωρος Πηλουσιώτης Επιστολή 4, 5 PG 78, 1053B «Μια εστί περιστερά τελεία, η το καλόν πράττουσα…η ούτε δια μισθόν ούτε τιμωρίαν ούτε δια πρόφασην τινά βιοτικήν, αλλά δια τω Θεώ φίλον, πράττουσα το δέον»

37.  Νικόλαος Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, ενθ.αν., σελίδα 215

38.  Χωρίς βέβαια να αντιλαμβάνεται ότι οι πιστοί δεν ακολουθούν υποχρεωτικά κανένα επιβεβλημένο δρόμο. Αν το κάνουν εξάπαντος λανθάνουν, αλλά δεν υποχρεώνονται. Δεν αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι τελικά αυτοί πως η ελεύθερη προαίρεση του ανθρώπου είναι αυτή που οδηγεί στην ευθύγραμμη κίνηση της γνώμης με το κατά φύση θέλημα και τελικά προς το θείο. Μία ολάκερη δημιουργική πορεία, οικειοθελώς και απτώς αποδεδειγμένης πραγματικότητας, μέσα από σκληρούς ασκητικούς αγώνες.

39.  Όπως προαναφέρθηκε η ηθικοκρατία είναι προάγγελος τυραννικών καθεστώτων.

40.  Χωρίς ειρωνική και σκωπτική διάθεση το σχόλιο

41.  Ας δούμε τα παραδείγματα των αμβλώσεων και της ευθανασίας φερ’ ειπείν

42.  Δεν εξετάζεται το ορθό ή λάθος

43.  Μάξιμος Ομολογητής, Μυσταγωγία PG 91, 664D

44.  Λίγο πιο παραβολικά θα μπορούσαμε να πούμε πως στον εγκόσμιο βίο και την πίστη στον θεό, δε χωράνε δύο διαφορετικές αντιλήψεις, φιλοσοφίες και πρακτικές. Εναρμονίζονται σε μία ενιαία πραγματικότητα. Το δε σώμα και ψυχή προοδεύουν άρρηκτα και παθαίνουν άρρηκτα

45.  Νικόλαος Ματσούκας, Το πρόβλημα του κακού, ενθ.αν., σελίδα 217

46.  Σε κάθε περίπτωση αυτό ερμηνεύεται  ως θεραπεία μέσα στη μυστηριακή και λατρευτική πράξη της εκκλησίας. Τα μυστήρια άλλωστε είναι ιστορικός καρπός της ζωής της κοινότητας

47.  Εσχατολογία πάντοτε σημαίνει και προοδευτική τελείωση στην ορθόδοξη θεολογία

48.  Μαξίμου Ομολογητού, Περί διαφόρων αποριών PG 91, 1129 B «…ή τούτο φαινόμενον κρύπτειν δια της κτίσεως γίνεσθαι, ίνα μη και ημείς φονευταί του Λόγου γίνομενοι ελληνικώς τη κτίση λατρεύσομεν παρά τον κτίσαντα»

49.  Αυτό να το βλέπουμε ως χριστιανοί. Μία είναι η αγαπητική σχέση με το θεό και το πλησίον και όχι έτερες και σε διαβαθμίσεις

Πηγή: http://www.antibaro.gr/articles/orthodoxy/0509-a8eismos.html

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel