Ζωηφόρος

Η αυταπάρνηση και άρση του Σταυρού κατά τον Απόστολον Παύλον

Ὁ ἀπ. Παῦλος, ὁ ὁποῖος ἀξιολόγησε κατά Χριστόν τά πράγµατα τοῦ κόσµου, διακηρύττει: «’Eγώ ἔχω σταυρωθεῖ καί ἀποθάνει µαζί µέ τόν Χριστό.

Δέν ζῶ πιά ἐγώ, ὁ παλαιός ἄνθρωπος, ἀλλά ζεῖ µέσα µου ὁ Χριστός».1 Καί καυχᾶται: «Μή γένοιτο ποτέ ἐγώ νά καυχηθῶ γιά τίποτε ἄλλο, παρά γιά τό ὅτι γιά µένα ἔλαβε δούλου µορφή καί σταυρώθηκε γιά τή σωτηρία µου ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Μόνο καύχηµά µου εἶναι τοῦ Κυρίου ὁ σταυρικός θάνατος, µέ τήν πίστη δέ στόν θάνατο αὐτόν ἔχει νεκρωθεῖ καί ἔχει χάσει τή δύναµή του ὡς πρός ἐµέ ὁ κόσµος. Ἀλλά καί ἐγώ ἔχω νεκρωθεῖ ὡς πρός τόν κόσµο».2

Ναί. Ἡ αὐταπάρνηση τοῦ ἀπ. Παύλου εἶχε φθάσει σέ τέτοιο ὕψος, ὥστε νά βιώνει µιά σταυροαναστάσιµη ζωή. Γιατί ὁ Ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἦταν νεκρός ὡς πρός τήν ἁµαρτία, καθ’ ὅν χρόνο ὁ Χριστός ζοῦσε ἐντός του καί ἁγίαζε τήν ὅλη ὕπαρξή του καί διακονία του.

Ἡ διάθεση αὐτή τῆς καρδίας τοῦ Παύλου πρέπει νά γίνει κτῆµα κάθε χριστιανοῦ, πού θέλει νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό τήν ἁµαρτία. Ἄλλωστε αὐτός ὁ συνεχής καί ἀδιάλειπτος ἀγώνας διεξάγεται κάτω ἀπό τά βλέµµατα ἀνθρώπων καί ἀγγέλων καί ἀγωνοθέτης του εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος, ὁ Ὁποῖος ἔπαθε στό Σταυρό γιά τή λύτρωση τῶν ἁµαρτωλῶν ἀνθρώπων. Καί ὁ Ἐσταυρωµένος Κύριος δέν παρακολουθεῖ ἀµέτοχος καί ἀπαθής τούς ἀγωνιζόµενους, ὅπως συµβαίνει µέ τούς κριτές τῶν ἀθλητικῶν ἐπιγείων ἀγώνων. Ὁ Κύριος µετέχει ἐνεργῶς στόν «καλόν ἀγῶνα», διότι ἐνισχύει µέ τήν πανσθενουργό Χάρη Του µυστικῶς τούς πιστούς καί ἔτσι προπαρασκευάζει τή νίκη, τήν ὁποία ἤδη ἔχει κερδήσει γι’ αὐτούς µέ τό προσωπικό Θεῖο Πάθος Του καί τήν Ἀνάστασή Του.

Καί ὁ ἱερός Χρυσόστοµος ἔνθερµα προτρέπει τούς πιστούς νά σηκώνουν τόν σταυρό τῆς αὐταπάρνησης, ἐνῶ παράλληλα τούς φιλοτιµεῖ µέ τό νά τούς ὑπενθυµίζει τήν ἄφατη πατρική ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος πάντοτε κλίνει τό οὖς Του µέ εὐµένεια πρός τά πλάσµατα Του, ὅταν ἐκεῖνα µέ τήν προσευχή Τόν παρακαλοῦν. Γράφει, λοιπόν, ὁ ἱερός Πατήρ:

«Θά ἤθελα, µαζί µέ τόν Παῦλο νά µποροῦσα νά λέω ὅτι «µέ τήν πίστη σ’ Αὐτόν, ὁ κόσµος ἔχει σταυρωθεῖ ὡς πρός ἐµένα καί ἐγώ ὡς πρός τό κόσµο», ἀλλά δέν µπορῶ, διότι εἶµαι κυριευµένος ἀπό διάφορα πάθη. Γι’ αὐτό συµβουλεύω καί σᾶς, καί µάλιστα πρίν ἀπό σᾶς τόν ἑαυτό µου, νά σταυρωθοῦµε ὡς πρός τόν κόσµο καί νά µήν ἔχοµε τίποτε τό κοινό µέ τή γῆ, ἀλλά νά ἐπιθυµοῦµε µέ ἐνθουσιασµό τήν οὐράνια πατρίδα καί τή δόξα καί τά οὐράνια ἀγαθά, τά ὁποῖα πηγάζουν ἀπό ἐκεῖ... Γι’ αὐτό καί ὁ Προφήτης ἔλεγε: «Δέν θά φοβηθῶ τά κακά, διότι Ἐσύ εἶσαι µαζί µου» (Ψαλµ. κβ΄ 4). Καί σ’ ἄλλη περίπτωση ὁ ἴδιος ὁ Θεός ἔλεγε: «Ἐγώ εἶµαι Θεός, ὁ Ὁποῖος βρίσκοµαι κοντά καί ὄχι Θεός, ὁ Ὁποῖος βρίσκεται µακριά» (Ἱερ. κγ΄ 23). Ὅπως ἀκριβῶς, λοιπόν, οἱ ἁµαρτίες µᾶς ἀποµακρύνουν ἀπό τόν Θεό, ἔτσι καί οἱ ἀρετές µᾶς φέρνουν κοντά Του. Διότι λέγει: «Μόλις ἀρχίσεις νά µιλᾶς ἐσύ, ἐγώ θά πῶ· ἰδού, εἶµαι παρών» (Ἠσ. νη΄ 9). Ποιός πατέρας θά ἦταν ποτέ δυνατό νά ἀνταποκριθεῖ τόσο εὔκολα στό κάλεσµα τῶν παιδιῶν του; Ποιά µητέρα εἶναι τόσο προετοιµασµένη καί περιµένει συνεχῶς, µήπως καί τήν ζητήσουν ποτέ τά παιδιά της; Δέν ὑπάρχει κανείς, οὔτε πατέρας, οὔτε µητέρα, µόνο ὁ Θεός στέκεται καί περιµένει συνεχῶς µή τυχόν καί τόν καλέσει κάποτε κάποιος ἀπό τούς δούλους του· καί οὐδέποτε ὁ Θεός παρήκουσε αἴτηµα µας, πού ἔγινε ὅπως ἔπρεπε. Γι’ αὐτό λέει:«Ἐνῶ ἀκόµη θά µιλᾶς ἐσύ, δέν περιµένω νά τελειώσεις καί ὑπακούω ἀµέσως στό αἴτηµα σου».3

Ἀλλά ἀκόµη ἄρση τοῦ σταυροῦ εἶναι καί τό καθῆκον. Τό καθῆκον δέν εἶναι παιχνίδι. Δέν εἶναι κάτι τό εὔκολο. Ἡ ἐκπλήρωσή του ζητεῖ συχνά κόπο καί ἱδρῶτα. Ἀπαιτεῖ συνέπεια, πού κουράζει τόν ἄνθρωπο. Τό καθῆκον ἀπαιτεῖ θυσίες, ἀκόµη καί µέχρι θανάτου ὁρισµένες φορές. Καί γιά νά τό ἐκπληρώσει κανείς πρέπει νά ὑπερνικήσει τό ἐγώ του καί τή φιλαυτία του. Νά λησµονήσει ἴσως καί τά δικαιώµατά του. Νά ἀγρυπνήσει καί νά λιώσει σάν λαµπάδα, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στό χρέος τῆς ἀποστολῆς του. Ὁ χριστιανός ἐκπαιδευτικός π.χ., ὁ εὐσυνείδητος ἰατρός, ἤ ἀδελφή νοσοκόµος, ὁ ὑπάλληλος πού κατέχει ἐµπιστευτική ἀποστολή, οἱ χριστιανοί γονεῖς, ἀλλά καί καθένας πού ἀσκεῖ ἕνα ἔργο, ὅλοι πρέπει νά αἰσθάνονται τήν ἱερότητα καί τήν εὐθύνη τοῦ ἔργου, τό ὁποῖο ἐπιτελοῦν. Καί τό καθῆκον τους νά τό ἐκπληρώνουν µέ αὐταπάρνηση, µέ πνεῦµα αὐτοθυσίας, µέ ἀπόφαση νά φθάσουν καί µέχρι θανάτου ἀκόµη.

«Κακοπάθησον ὡς καλός στρατιώτης Ἰησοῦ Χριστοῦ», ἔλεγε ὁ ἀπ. Παῦλος πρός τόν µαθητή του τόν Τιµόθεο (Β΄ Τιµ. β΄ 3), ὁ ὁποῖος εἶχε ἐπωµισθεῖ τό καθῆκον νά ποιµαίνει τήν Ἐκκλησία τῆς Ἐφέσου. Μάλιστα. Τό καθῆκον γιά τούς πιστούς εἶναι συνυφασµένο µέ τήν κακοπάθεια. Εἶναι ἕνα εἶδος σταυροῦ, πού πρέπει νά εἴµαστε πρόθυµοι νά σηκώνουµε µέ ὑποµονή καί καρτερία κατά τό παράδειγµα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἐπίσης σταυρός, τόν ὁποῖο ζητεῖ ὁ Κύριος νά σηκώνουµε, εἶναι οἱ δοκιµασίες καί οἱ θλίψεις τῆς ζωῆς. Διότι στήν παρούσα ζωή δέν ἔρχονται ὅλα τά γεγονότα εὐνοϊκά καί εὐχάριστα. Δέν ἐπικρατεῖ πάντοτε γαλήνη καί αἰθρία στή ζωή. Ἀλλά ἔρχονται καί σύννεφα καί τρικυµίες. Παρουσιάζονται ἀσθένειες, ἀποτυχίες, δοκιµασίες, πού γεµίζουν τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου µέ πόνο καί πικρία. Ἀνατρέπουν τά σχέδια καί τούς ὑπολογισµούς καί φέρνουν ἀναστάτωση. Ἔρχονται θλίψεις καί θάνατοι, πού βυθίζουν στό πένθος καί τή λύπη.

Μπροστά στά θλιβερά αὐτά γεγονότα καί οἱ πιστοί ὑποφέρουν, διότι εἶναι ἄνθρωποι καί αὐτοί. Θλίβονται, ἀλλά δέν συνθλίβονται. Δέν ἀπελπίζονται. Δέν τά βάζουν µέ τόν Θεό καί δέν γογγύζουν ἐναντίον Του. Σηκώνουν τόν σταυρό τῆς δοκιµασίας µέ ὑποµονή καί εἶναι «τῇ ἐλπίδι χαίροντες, τῇ θλίψει ὑποµένοντες» (Ρωµ. IB΄ 12)» Δηλαδή, ἡ ἐλπίδα τους στά µέλλοντα ἀγαθά τούς γεµίζει χαρά καί τούς βοηθεῖ νά ὑποµένουν τίς θλίψεις.

Γνωρίζουν οἱ πιστοί ὅτι οἱ θλίψεις ἄλλοτε µᾶς δίδονται ἀπό τήν θεία Πρόνοια γιά νά γίνοµε ταπεινότεροι καί νά αἰσθανόµαστε τή µικρότητα καί τήν ἀδυναµία µας καί νά στηριζόµαστε περισσότερο στόν Θεό. Ἄλλοτε πάλι προέρχονται ἀπό τήν κακία καί τήν ἀδικία τῶν ἀνθρώπων καί ἄλλοτε ὀφείλονται στή δική µας ἀπροσεξία καί ἀσθένεια.

Πάντως, εἴτε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, εἴτε κατ’ ἄλλον οἱ πιστοί σηκώνουν τόν σταυρό τους µέ ὑποµονή καί εἰρήνη ψυχῆς. Καί ἐπιζητοῦν νά ἐννοήσουν ποιό εἶναι τό σχέδιο τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς, δηλαδή τί ζητεῖ ὁ οὐράνιος Πατήρ µέ τήν Α΄ ἤ Β΄ δοκιµασία πού ἐπιτρέπει νά τούς ἔλθει. Καί στόν ἀνήφορο τῆς ζωῆς τους ἐµπνέονται ἀπό τόν Κύριο Ἰησοῦ, τόν Πρῶτο Σταυροφόρο.

Αὐτή ἡ ὁλόψυχη ἀπόφαση τῆς θυσίας τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀναντίρρητη καί µέ γενναῖο φρόνηµα ἐσταυρωµένη πορεία τοῦ χριστι¬ανοῦ, αὐτός ὁ ὁλόψυχος πόθος νά ἀντιγράφουµε ὁλοένα καί περισσότερο τό πανάγιο παράδειγµα τοῦ σταυροφόρου Χριστοῦ ἐνισχυόµενοι ἀπό τήν παντοδύναµη χάρη Του, ὅλα αὐτά συνιστοῦν αὐτό πού ὁρίσαµε ὡς «ἄρση τοῦ σταυροῦ».

1.«Χριστῷ συνεσταύρωµαι· ζῷ δε οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δε ἐν ἐµοί Χριστός» (Γαλ. στ΄ 4).

2.«Ἐµοίδέ µή γένοιτο καυχᾶσθαι εἰ µή ἐν τῷ σταυρῷ τοῦ Κυρίου ἡµῶν Ἰησοῦ Χριοτοῦ, δι’ οὗ ἐµοί κόσµος ἐσταύρωται κἀγώ τῷ κόσµῳ» (Γαλ. στ΄ 4).

3.«Ἐβουλόµην καί µετά Παύλουδύνασθαι λέγειν, ὅτι «δι’ οὗἐµοίκόσµοςἐσταύρωται, κἀγώτῷκόσµω», ἀλλ’ οὐδύναµαι, ποικίλοις πάθεσι κατεχόµενος. Διό παραινῶ καί ὑµῖνκαί πρόγεὑµῶν ἑµαυτῷ, σταυρωθῆναι τῷκόσµῳ, καί µηδένκοινόνἔχειν πρόςτήνγῆν, ἀλλάτῆςἄνω πατρίδοςἐρᾶν,καίτῆςἐκεῖθενδόξης καί τῶνἀγαθῶν. Διάτοῦτο καί ὁ προφήτηςἔλεγεν «οὐφοβηθήσοµαι κακά, ὅτισύ µετ’ ἐµοῦεἶ»· καί αὐτός πάλιν ὁ Θεός· «Θεόςἐγγίζωνἐγώεἰµι, καί οὐχίΘεός πόῤῥωθεν».Ὥσπερ οὖν «αἱ ἁµαρτίαι διϊστῶσινἡµᾶς ἀπ’ αὐτοῦ, οὕτω καί αἱ δικαιοσῦναι συνάγουσινἡµᾶς πρός αὐτόν· «ἔτιγάρ λαλοῦντόςσου, φησιν, ἐρῶ, ἰδού πάρειµι».Ποῖος πατήροὕτωςἄν ὑπήκουσε ποτετοῖςἐγγόνοις; ποία µήτηροὕτωςἐστί παρασκευασµένη καί διηνεκῶςἐστηκυῖα, µή ποτε καλέσειε αὐτήντά παιδία; Οὐκἐστινοὐδείς, οὐ πατήρ, οὐ µήτηρ· ἀλλ’ ὁ Θεόςδιηνεκῶςἔστηκενἀναµένων, εἴτίς ποτεκάλεσειεν αὐτόντῶνοἰκετῶν, καί οὐδέποτε καλεσάντωνἡµῶνὡςδεῖ, παρήκουσε.Διάτοῦτοφησίν· «ἔτι λαλοῦντόςσουοὐκἀναµένω σε πληρῶσαι, καί εὐθέως ὑπακούω» (Ε.Π.Ε. 11,196198).

Ἀρχιµ. Καλλίστρατος Ν. Λυράκης

Ἱεροκήρυκας Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν

 

«ΕΝΟΡΙΑΚΗ ΕΥΛΟΓΙΑ» Ἀρ. Τεύχους139, Ἔτος 2014

Αγιολογιο

Αγιον Ορος

Αγιοι της Λεσβου

©2005-2016 Zoiforos.gr || Σχεδίαση - Ανάπτυξη Lweb.GR

Login or Register

Register

User Registration
or Cancel